Τη δεκαετία του ’60, το «Κέντρο Ερευνών για τη Ζάχαρη» χρηματοδότησε ανεπίσημα τρεις επιστήμονες του Χάρβαρντ προκειμένου να διεξάγουν μία μελέτη για τη σχέση της ζάχαρης με τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας επηρέασαν σημαντικά τις επίσημες κρατικές διατροφικές οδηγίες των ΗΠΑ για δεκαετίες.

Ωστόσο, 50 χρόνια αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν μεθοδευμένα. Την μελέτη προσυπέγραφαν τρεις επιφανείς επιστήμονες του Χάρβαρντ. Δύο από αυτούς αργότερα ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στον τομέα της υγείας και της διατροφής. Ο Μαρκ Χέγκστεντ για χρόνια θήτευσε ως διευθυντής του τμήματος διατροφής του υπουργείου Γεωργίας και ο Φρέντρικ Στέαρ έγινε πρύτανης της σχολής διαιτολογίας του Χάρβαρντ.

Το 1964 ένας οργανισμός με την ονομασία «Κέντρο Ερευνών για τη Ζάχαρη» τους πλησίασε, προτείνοντάς τους να διεξάγουν μία μελέτη για τις αιτίες των καρδιαγγειακών νοσημάτων και τη συσχέτισή τους με την ζάχαρη και τα λιπαρά στη διατροφή. Μάλιστα, προσέφεραν στον καθένα 6.500 δολάρια, που σε σημερινά χρήματα θα άγγιζαν τις 50.000 αν και η αξία του χρήματος τότε ήταν υψηλότερη. Οι επιστήμονες δέχθηκαν και η έρευνά τους τελικά δημοσιεύτηκε το 1967. Την εποχή εκείνη, οι φωνές που έκαναν λόγο για τη συσχέτιση των διατροφικών συνηθειών με τις καρδιοπάθειες ακούγονταν όλο και δυνατότερα. Η επιστημονική κοινότητα ήταν διχασμένη. Από τη μία ήταν εκείνοι που επισήμαιναν ότι οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα συνδέονταν άμεσα με τα καρδιακά νοσήματα. Από την άλλη, αυτοί που προέτασσαν τον κίνδυνο των κορεσμένων λιπαρών. Και οι δύο θεωρίες είχαν εξίσου ένθερμους υποστηρικτές. Η ζαχαροβιομηχανία είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Έτσι, οι οδηγίες που δόθηκαν στους επιστήμονες του Χάρβαρντ ήταν σαφείς. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους έπρεπε να διαψεύσουν ρητά τα αντίστοιχες μελέτες των ερευνητών που δαιμονοποιούσαν τη ζάχαρη. «Γνωρίζουμε καλά τι ακριβώς είναι αυτό που σας ενδιαφέρει και θα το φέρουμε εις πέρας», έγραφε ο Μαρκ Χέγκστεντ σε ιδιωτικές συνομιλίες του με τον επικεφαλής του «Κέντρου Ερευνών για τη Ζάχαρη», που ήρθαν στο φως δεκαετίες αργότερα. Η επικοινωνία των επιστημόνων με τους χρηματοδότες τους συνεχιζόταν ακατάπαυστα καθ όλη την πορεία των μελετών.

Οι εκπρόσωποι της ζαχαροβιομηχανίας εξέταζαν τα προσχέδια που τους έστελναν και αν ήταν στην κατεύθυνση που επιθυμούσαν, τους έστελναν την έγκριση να συνεχίσουν. Μόλις η διατριβή ολοκληρώθηκε, δημοσιεύτηκε στο «New England Journal of Medicine», ένα έντυπο μεγάλου κύρους στον ιατρικό χώρο.

Μέχρι το 1984, η πολιτική του συγκεκριμένου περιοδικού ήταν να μην κοινοποιεί τις πηγές χρηματοδότησης των ερευνών που φιλοξενούσε στις σελίδες του. Έτσι, κανείς δεν υποψιάστηκε τους έγκριτους καθηγητές του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας. Η έρευνά τους, στην ουσία αποσιωπούσε πλήρως τις αρνητικές επιπτώσεις της ζάχαρης, ενώ παράλληλα υπερτόνιζε τη βλαβερότητα των λιπαρών, θέτοντάς τα ως μοναδικό υπαίτιο των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Μακροχρόνια, η μελέτη πέτυχε τον σκοπό της. Μάλιστα, ξεπέρασε τις προσδοκίες των μεγαλοβιομηχάνων του κλάδου των ζαχαρούχων που τη χρηματοδότησαν. Πολύ σύντομα, η διαμάχη μεταξύ των πολέμιων της ζάχαρης και των λιπαρών «κόπασε», με τους δεύτερους να κερδίζουν κατά κράτος. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ανεξέλεγκτη προώθηση των διατροφών low-fat (χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά), ενώ «δαιμονοποιήθηκαν» ακόμα και τροφές όπως το αβοκάντο και το ελαιόλαδο, που περιέχουν τα λεγόμενα «καλά λιπαρά».

Διαβάστε και αυτό

Το εμπόριο κατακλύστηκε με αμφιβόλου ποιότητας προϊόντα. Γιαούρτια που διαφημίζονταν ως υγιεινά υπό το πρίσμα του «0% λιπαρά», μπορεί ταυτόχρονα να περιείχαν τη διπλάσια ποσότητα ζάχαρης από ένα πλήρες γιαούρτι. Η αγορά κατακλύστηκε από προϊόντα χαμηλών σε λιπαρά. Flickr Τελικά, η διαπλοκή και η δολοπλοκία αποκαλύφθηκε πενήντα χρόνια αργότερα. Το 2016 η New York Times κοινοποίησε μία πολυετή έρευνα που διενεργήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, η οποία έφερνε στο φως την παρασκηνιακή χρηματοδότηση μελετών από κολοσσούς στην παραγωγή ζαχαρούχων προϊόντων. Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν η μελέτη του 1967 από τους τρεις καθηγητές του Χάρβαρντ. Τα πορίσματά τους επηρέασαν καθοριστικά την αμερικανική και παγκόσμια διατροφική κουλτούρα, κατευθύνοντας όλους τους τομείς της, από την διαφήμιση ως τη χορήγηση ιατρικών και διαιτολογικών συμβουλών. Ωστόσο, κανείς από τους επιστήμονες δεν βρισκόταν πια εν ζωή για να απαντήσει στις κατηγορίες….

Διαβάστε όλο το άρθρο: mixanitouxronou.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το