Τάσος Κωστόπουλος

Oι πρόσφατες απρόκλητες αστυνομικές επιθέσεις σε αντιφασίστες διαδηλωτές, με αφετηρία τα πασίγνωστα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου έξω από το Εφετείο και αποκορύφωμα τα σπασμένα χέρια και κεφάλια της 1ης Νοεμβρίου στο Γαλάτσι, επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα των στενών σχέσεων του σκληρού πυρήνα της ΕΛ.ΑΣ. με τον εγχώριο ναζισμό. Στη δεύτερη ιδίως περίπτωση, οι αγριότητες των ΜΑΤ σε βάρος άοπλων ειρηνικών διαδηλωτών (και περαστικών) δεν είναι δυνατό να εξηγηθούν παρά μόνο ως εκδίκηση ένστολων χρυσαυγιτών για τη δικαστική καταδίκη και φυλάκιση των ηγετών τους· η παντελής απουσία οποιασδήποτε βιαιοπραγίας ή άλλης «πρόκλησης» εκ μέρους των συλληφθέντων δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο για διαφορετική ερμηνεία.

Υπενθυμίζουμε ότι, όπως διαπιστώθηκε από τα εκλογικά τμήματα των ετεροδημοτών αστυνομικών, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η ΕΛ.ΑΣ. ψήφιζε τη Χ.Α. σε ποσοστό 40-50% – και, λογικά, τα ποσοστά αυτά θα ήταν πολύ μεγαλύτερα στις «μάχιμες» μονάδες τις επιφορτισμένες με την καταστολή του εσωτερικού εχθρού, παρά στην «απολίτικη» υπηρεσιακή γραφειοκρατία.

Για το ιστορικό βάθος αυτής της ταύτισης επίσημης αστυνομίας και φασιστικού παρακράτους, αλλά και για την κάλυψή της από τον καθωσπρέπει αστικό Τύπο, εξαιρετικά εύγλωττο είναι το ξεχασμένο επεισόδιο του Μεσοπολέμου που θα μας απασχολήσει σήμερα: η κοινή έφοδος αστυνομίας και φασιστών στα γραφεία του «Ριζοσπάστη» το βράδυ της 16ης προς 17η Νοεμβρίου 1934, με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή τους ύστερα από δίωρη αιματηρή μάχη με τους περίπου σαράντα εργάτες και φοιτητές της περιφρούρησης.

Τον καιρό της «Τρίαινας»

Η συγκυρία στην οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα μύριζε μπαρούτι. Η κυβέρνηση Tσαλδάρη, εκλεγμένη πριν από ενάμιση χρόνο ως αντίδραση στον αυταρχικό εκσυγχρονισμό και την αποτυχημένη οικονομική πολιτική των Φιλελευθέρων, παράπαιε ανάμεσα στην αδυναμία της ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τη ροπή μιας πτέρυγάς της προς την εξωθεσμική εκτροπή· η απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας (6/6/1933), προϊόν της συνεργασίας του διοικητή της Ασφάλειας μ’ έναν αμνηστευθέντα γκάνγκστερ, υπήρξε απλώς η κορυφή του παγόβουνου.

Οι ακροδεξιές πτέρυγες και των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και μεγάλο μέρος του αστικού Τύπου, φλέρταραν πάλι ανοιχτά με το φασιστικό υπόδειγμα της γειτονικής Ιταλίας (και, στην περίπτωση των αντιβενιζελικών, της χιτλερικής Γερμανίας) ως εναλλακτικό μοντέλο κρατικής οργάνωσης. Εν αναμονή αυτής της τελικής λύσης, οι διώξεις του κόσμου της Αριστεράς με το βενιζελικό ιδιώνυμο «περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος» εξακολουθούσαν με αμείωτη ένταση.

Εξίσου έντονη με την προσδοκία ενός ελληνικού φασισμού που θα έβαζε στη θέση τους τις επικίνδυνες τάξεις (κινητοποιώντας την πιο καθυστερημένη μερίδα τους πίσω από τα εθνικά λάβαρα) αποδεικνυόταν ωστόσο η υποκειμενική αδυναμία των εγχώριων υποψηφίων ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτόν τον ρόλο. Σ’ έναν χώρο όπου η ιδιότητα του «Αρχηγού» είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στο παραδοσιακό πολιτικό σκηνικό, τον τόνο τον έδινε κυρίως η ανελέητη φαγωμάρα ενός ολόκληρου γαλαξία από επίδοξους και γραφικούς μικρο-Ντούτσε. Ολοι τους υποστήριζαν λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα (ισχυρό κράτος, επεκτατικά όνειρα, πειθάρχηση της κοινωνίας και ανελέητη καταστολή του εσωτερικού εχθρού), αποδεικνύονταν όμως ανίκανοι να εξελιχθούν σε κάτι περισσότερο από απλούς παρακρατικούς.

Το φθινόπωρο του 1934, δύο θέματα φάνηκε να συσπειρώνουν προς στιγμήν αυτό τον ακροδεξιό γαλαξία. Η βραχύβια αλυτρωτική έξαρση για τη Βόρεια Ηπειρο, αφ’ ενός, με αφορμή μια ελάσσονα ελληνοαλβανική αντιπαράθεση για το καθεστώς των εκεί ελληνικών μειονοτικών σχολείων, τροφοδότη τα αλβανοφάγα πρωτοσέλιδα του αθηναϊκού Τύπου και κορύφωση μια μαζική εκδήλωση στο θέατρο «Ολύμπια», που αναβαθμίστηκε προπαγανδιστικά σε «συλλαλητήριο» (14/11).

Το ζήτημα της ενότητας του χώρου, αφ’ ετέρου, με σχετικές πρωτοβουλίες από δύο αλληλοϋποβλεπόμενους πόλους: την εφημερίδα «Εστία» των αδελφών Κύρου και τον «Εθνικό Παμφοιτητικό Σύλλογο του Αλέκου Κανελλόπουλου (γόνου της γνωστής οικογένειας βιομηχάνων και μελλοντικού αρχηγού της μεταξικής ΕΟΝ), από τη μια, την «Οργάνωσιν Εθνικόν Κυρίαρχον Κράτος» του κατοπινού (μεταξικού) υπουργού Σκυλακάκη, του γερμανοτραφούς δημοσιογράφου Ευάγγελου Κυριάκη και του πρώην αρχηγού των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, Γεωργίου Φεσσόπουλου, και την εφημερίδα της «Το Κράτος», από την άλλη. Διαφωτιστική για την κοινωνική εμβέλεια του εγχειρήματος μπορεί πάντως να θεωρηθεί η επίσημη εκπροσώπηση σ’ αυτές τις ζυμώσεις ακόμη και του ευυπόληπτου Λυκείου Ελληνίδων («Εστία», 23/11).

Πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας ήταν η νεότευκτη «Οργάνωσις Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών» (ΟΕΣ), γνωστότερη λόγω του εμβλήματός της σαν «Τρίαινα». Διάσπαση της «Οργανώσεως Ελλήνων Εθνικιστών» του εκδότη της «Εσπερινής» Αλέξανδρου Γιάνναρου, όταν αυτός κατέβηκε στις εκλογές του 1932 με το Λαϊκό Κόμμα, απορρόφησε καθ’ οδόν ομάδες όπως η «Εθνικοσοσιαλιστική Παράταξις Εργαζομένων Νέων» ή η «Φασιστική Νεολαία Ελλάδος», έβγαζε την εφημερίδα «Ο Εθνικοσοσιαλιστής» και είχε για φίρερ τον γερμανοσπουδαγμένο γιατρό Ιάκωβο Διαμαντόπουλο (μελλοντικό αντιπρόεδρο της Βουλής με την Ενωση Κέντρου το 1964 και αποστάτη το 1965). Το φθινόπωρο του 1934 πρωτοστατούσε στις κινήσεις για τη σύγκληση ενός φασιστικού «εθνικού συνεδρίου» που θα συσπείρωνε ακροδεξιούς φοιτητές, νομιμόφρονες εργάτες και κάθε λογής ρουφιάνους σε μια ενιαία δύναμη, προορισμένη να πατάξει δυναμικά την «κομμουνιστική απειλή».

Την απειλή αυτή ενσάρκωνε κυρίως η πρόσφατη αντιφασιστική στροφή του ΚΚΕ, στο πλαίσιο των αντίστοιχων επιλογών της Κομμουνιστικής Διεθνούς –στρατηγικός αναπροσανατολισμός που άνοιγε στους κομμουνιστές τον δρόμο για την προσέγγιση και τον προσεταιρισμό της απογοητευμένης δημοκρατικής πτέρυγας κι εργατικής βάσης του φθίνοντος βενιζελισμού. Οταν στις 16/11 ανακοινώθηκε η αναβολή του «εθνικού» συνεδρίου «επ’ αόριστον», ο «Ριζοσπάστης» την απέδωσε έτσι στην αντιφασιστική κινητοποίηση των προηγούμενων εβδομάδων από κομμουνιστές, σοσιαλιστές κι εργατικά συνδικάτα. Το ίδιο βράδυ, η «Τρίαινα» και τα θεσμικά στηρίγματά της στον σκληρό πυρήνα του κράτους έσπευσαν ν’ απαντήσουν με τον δικό τους τρόπο.

Η επίσημη εκδοχή

Για τα συμβάντα της 16ης προς 17η Νοεμβρίου 1934 διαθέτουμε τρεις διαφορετικές πηγές: τα ρεπορτάζ-πολεμικά ανακοινωθέντα του «Ριζοσπάστη» των ημερών, τα μεταπολεμικά απομνημονεύματα ενός ηγετικού στελέχους της «Τρίανας» και τα δημοσιεύματα των αστικών αθηναϊκών εφημερίδων. Παρά τις μικροδιαφορές τους, τα τελευταία επαναλαμβάνουν ένα κοινό λίγο-πολύ σενάριο– με αποκλειστική πηγή, όπως μαθαίνουμε από το «Εθνος» (17/11), τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Νικόλαο Κατραμπασά. Τον αξιωματικό, δηλαδή, που ηγήθηκε αυτοπροσώπως της εφόδου κατά του «Ριζοσπάστη»!

Η εισαγωγή κάθε εντύπου ήταν, φυσικά, προσαρμοσμένη στην πολιτική γραμμή και το ιδιαίτερο ύφος του. «Χθες την νύκτα ανεστατώθησαν τα πέριξ της Ομονοίας εξ αιματηρών επεισοδίων λαβόντων χώραν μεταξύ κομμουνιστών, εθνικοφρόνων σοσιαλιστών και οργάνων της αστυνομίας», εξηγούσε π.χ. με επίπλαστη αποστασιοποίηση το «Ελεύθερον Βήμα» (17/11), ενώ η «Ακρόπολις» ήταν όχι μόνο σαφέστερη αλλά και εμφανώς πιο στρατευμένη: «Χθες την νύκτα εις τα επί της οδού Σωκράτους 43 γραφεία του “Ριζοσπάστου” εξετυλίχθησαν αιματηραί σκηναί μεταξύ υπερπεντήκοντα κομμουνιστών και δυνάμεως αστυφυλάκων, η οποία είχε καταφθάσει εκεί διά να βοηθήση εθνικοσοσιαλιστάς, κακοποιηθέντας υπό κομμουνιστών, ευρισκομένων εις τα γραφεία της προαναφερθείσης εφημερίδος». Την επομένη, η ίδια εφημερίδα έβλεπε στα επεισόδια «ολίγην ή μάλλον πολλήν Βερολίνειον, προχιτλερικήν, ατμόσφαιρα».

Το βασικό μοτίβο της ημιεπίσημης αστυνομικής εκδοχής, όπως το υιοθέτησε η «Ακρόπολις» (17/11), είχε ως εξής:

«Περί την 9ην νυκτερινήν μία ομάς κομμουνιστών μετέβη εις τα επί της οδού Ακαδημίας 21 γραφεία των εθνικοσοσιαλιστών, όπου αρκετοί εξ αυτών συνεσκέπτοντο επί διαφόρων ζητημάτων των και, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, εισέβαλον εις αυτά. Αιφνιδίως επετέθησαν κατά των συσκεπτομένων εθνικοσοσιαλιστών, τους οποίους και εκακοποίησαν. Οι εθνικοσοσιαλισταί, προ της αιφνιδιαστικής αυτής επιθέσεως, ηναγκάσθησαν να κάμουν χρήσιν διαφόρων αντικειμένων, τα οποία και εξεσφενδόνισαν κατά των εισβαλόντων εις τα γραφεία των. Οι κομμουνισταί κατόπιν τούτου, φοβηθέντες και την επέμβασιν της αστυνομίας, ετράπησαν εις φυγήν και εξηφανίσθησαν.

Περί την 11ην νυκτερινήν οι εθνικοσοσιαλισταί κατήρτισαν μίαν ολιγομελή επιτροπήν, εις την οποίαν και ανέθεσαν να μεταβή εις τα επί της οδού Σωκράτους γραφεία του Ριζοσπάστου και να διαμαρτυρηθή διά την γενομένην εναντίον των επίθεσιν εκ μέρους των κομμουνιστών. Πράγματι η εν λόγω επιτροπή, ολίγον μετά την 11ην νυκτερινήν, μετέβη εις το μέγαρον Πικραμένου, όπου και τα γραφεία του Ριζοσπάστου, και ανύποπτος κατέφυγεν εις την διεύθυνσιν της εφημερίδος, εις την οποίαν και διεμαρτυρήθη.

Την στιγμήν όμως κατά την οποίαν οι εθνικοσοσιαλισταί συνωμίλουν μετά των διευθυνόντων τον Ριζοσπάστην, εισέβαλον εις τα γραφεία αρκετοί κομμουνισταί, οι οποίοι αφού εκλείδωσαν έσωθεν την θύραν τους επετέθησαν διά καρεκλών και άλλων αντικειμένων και τους επροξένησαν ελαφρά τραύματα. Μεταξύ των επηκολούθησε τότε συμπλοκή, κατά την οποίαν οι εθνικοσοσιαλισταί αντεπετέθησαν χρησιμοποιήσαντες ό,τι αντικείμενον εύρον εκεί πρόχειρον.

Κατά την επικρατήσασαν σύγχυσιν εις εθνικοσοσιαλιστής, διαλαθών της προσοχής των φυλασσόντων τας διαφόρους εξόδους του μεγάρου, κατώρθωσε να εξέλθη αυτού και να κατευθυνθή εις την Διεύθυνσιν της αστυνομίας, εις την οποίαν και κατήγγειλε τα συμβαίνοντα.

Ο αξιωματικός της υπηρεσίας ειδοποίησε αμέσως το 6ον αστυνομικόν τμήμα και την γενικήν ασφάλειαν όπως αποστείλη δύναμιν εις βοήθειαν των εθνικοσοσιαλιστών. Εν τω μεταξύ εις τας φωνάς των κακοποιουμένων εθνικοσοσιαλιστών προσέτρεξεν εις αστυφύλαξ του 6ου αστυνομικού τμήματος, ο οποίος επιχειρήσας να ανέλθη εις τα γραφεία υπέστη επίθεσιν εκ μέρους των κομμουνιστών και ετραυματίσθη εις διάφορα μέρη του σώματός του. Εις τα σφυρίγματα του αστυφύλακος προσέτρεξε ο ανθυπασπιστής του φρουραρχείου κ. Μπατίστας, όστις υπέστη επίσης επίθεσιν, τραυματισθείς και ούτος. Μετ’ ολίγον κατέφθασεν ισχυρά αστυνομική δύναμις υπό τον διοικητήν της Γενικής Ασφαλείας κ. Κατραμπασάν, η οποία επειδή οι κομμουνισταί είχον κλεισθή εις τα γραφεία της εφημερίδος των και εκείθεν έρριπτον κατά των αστυνομικών ξύλα, σίδερα και πέτρες, ηναγκάσθη να πυροβολήση εις τον αέρα, ρίξασα υπέρ τους διακοσίους πυροβολισμούς προς εκφοβισμόν. Ακολούθως επικολούθησε συμπλοκή, κατά την οποίαν ετραυματίσθη διά σφαίρας περιστρόφου εις κομμουνιστής, ετραυματίσθησαν δε οι περισσότεροι εκ των ευρισκομένων εις τα γραφεία.

Τέλος η αστυνομική δύναμις κατώρθωσε να επιβάλη την τάξιν και να συλλάβη τους ταραξίας. Κατά την συμπλοκήν ετραυματίσθησαν και αρκετοί αστυνομικοί».

Τα κενά και οι αντιφάσεις της παραπάνω αφήγησης βγάζουν, βέβαια, μάτι: από την «αφέλεια» των εθνικοσοσιαλιστών, να χωθούν άοπλοι στην κομμουνιστική σφηκοφωλιά, μέχρι τη μυστηριώδη «διαφυγή» ενός απ’ αυτούς από τα «κλειδωμένα» γραφεία για να φέρει την αστυνομία. Εξυπηρετούσε όμως θαυμάσια τόσο τη θεωρία μιας αμφίπλευρης σύρραξης των «δύο άκρων», με κομμουνιστική μάλιστα πρωτοβουλία και ευθύνη, όσο και την ανάγκη της αστυνομίας να δικαιολογήσει τη μονομερή επέμβασή της εναντίον της μιας μόνο από τις δύο πλευρές – και μάλιστα εκείνης που «έτυχε» να βρίσκεται στα δικά της γραφεία και να τα υπερασπίζεται…

Το «Ελεύθερον Βήμα» είδε –κι αυτό– κομμουνιστική εισβολή στην έδρα της «Τρίαινας» και πρόκληση «θορυβώδους επεισοδίου», διευκρινίζοντας πως «οι εθνικοσοσιαλισταί τούς εξεδίωξαν εκείθεν κακούς-κακώς». Οι περισσότερες εφημερίδες της 17/11 πρόβαλαν όμως αρκετά διαφορετική εικόνα του αρχικού συμβάντος.

Με πανομοιότυπες διατυπώσεις, η ακραιφνώς βενιζελική «Πατρίς», ο μετριοπαθέστερος «Ημερήσιος Κήρυξ», η άκρως αντιβενιζελική «Βραδυνή» και το χιτλερικό «Κράτος» ισχυρίστηκαν λ.χ. πως οι «κομμουνισταί» του αρχικού συμβάντος (δεν επιτέθηκαν αλλά απλώς) «προέβησαν εις αποδοκιμασίας» των φασιστών έξω από τα γραφεία τους. Πιο κοντά στην πραγματικότητα, τα ρεπορτάζ της «Εσπερινής» και της «Πρωίας» υποστήριζαν, πάλι, πως οι περίφημες αποδοκιμασίες σημειώθηκαν σε σύσκεψη της «Τρίαινας» για το «εθνικό συνέδριο», από «κομμουνιστάς εγγεγραμμένους ως μέλη εις την οργάνωσιν αυτήν».

Δευτερεύουσες αλλά διαφωτιστικές αποκλίσεις συναντάμε και σ’ άλλα σημεία του κοινού αφηγήματος. Ο ανθυπασπιστής του φρουραρχείου δεν μπούκαρε π.χ. στον «Ριζοσπάστη» μόνος του, αλλά ««παραλαβών δύο στρατιώτας» («Ελ. Βήμα») –συνεπώς, δεν ήταν και τόσο «περαστικός». Η «Εσπερινή» και «Πρωία» θέλουν την περιφρούρηση της εφημερίδας να κρατά δύο εθνικοσοσιαλιστές «ως ομήρους» – σύμφωνα με τη δεύτερη, ως αντίπραξη στη «σύλληψιν και απομόνωσιν» των φωνασκούντων «κομμουνιστών» στα γραφεία της φασιστικής οργάνωσης.

Άνιση μάχη

Αν το πρώτο μέρος των γεγονότων –έχοντας εμφανώς ανασυσταθεί από τους ίδιους τους «Τριαινίτες» μέσω του σπασμένου τηλεφώνου της Ασφάλειας– διαπερνάται από παρόμοιες αντιφάσεις, δεν ισχύει καθόλου το ίδιο για το δεύτερο: την αστυνομική έφοδο στον «Ριζοσπάστη», που κράτησε δυόμισι ολόκληρες ώρες (11.30 μ.μ.-2 π.μ.), κάτω από το βλέμμα περαστικών και δημοσιογράφων. Η εικόνα που αναδύεται απ’ όλα τα ρεπορτάζ είναι αυτή μιας απεγνωσμένης, άνισης και ηρωικής αντίστασης μέχρις εσχάτων από τους υπερασπιστές των γραφείων– εργάτες, κυρίως, και μερικούς φοιτητές.

Αντιγράφουμε, δειγματοληπτικά, από τον «Ελεύθερο Ανθρωπο» (17/11):

«Οι αστυνομικοί εκάλεσαν τους κομμουνιστάς να παραδοθούν, ήρχισαν δε να ρίπτουν πυροβολισμούς προς εκφοβισμόν. […] Ούτοι όμως αντί απαντήσεως εξηκολούθησαν να ρίπτουν διάφορα αντικείμενα και να ζητωκραυγάζουν υπέρ της Μόσχας. […] Οι αστυνομικοί επύκνωσαν τότε τους πυροβολισμούς των προς εκφοβισμόν μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε επί ώραν πολλήν να δίδεται η εντύπωσις ότι επρόκειτο περί αληθούς μάχης. Ταυτοχρόνως κατέφθασαν τρία μεγάλα αυτοκίνητα προς παραλαβήν των κομμουνιστών, οι οποίοι ούτως ή άλλως θα υπεχρεούντο να παραδοθούν. […] Την 12½ επεχειρήθη έφοδος των αστυνομικών, ο οποίοι ώρμησαν εντός του μεγάρου πυροβολούντες συνεχώς. Κατώρθωσαν να θραύσουν τας θύρας των τεσσάρων δωματίων του Ριζοσπάστου και επετέθησαν εναντίον των κομμουνιστών, συλλαβόντες περί τους πεντήκοντα εξ αυτών, οι οποίοι μετεφέρθησαν πάραυτα εις διάφορα τμήματα […]. Ολοι οι συλληφθέντες κομμουνισταί ήσαν αιμόφυρτοι, 14 δε εξ αυτών είνε τραυματισμένοι». Σύμφωνα με την «Ακρόπολι» (18/11), η εκκένωση των γραφείων ολοκληρώθηκε στη 1.30 π.μ. αλλά «αι συλλήψεις εντός του μεγάρου και εις τας στέγας εξηκολούθησαν μέχρι της 2ας πρωινής, ότε και οι ένοικοι του γύρω τετραγώνου ησύχασαν».

Ο αριθμός των πυροβολισμών που έπεσαν υπολογίζεται από τις περισσότερες εφημερίδες σε πάνω από 300, ενώ δεν λείπουν και μεγαλύτερα νούμερα: «περί τους πεντακοσίους» («Ελ. Βήμα»), «υπερβαίνουν τους 800» («Ελ. Ανθρωπος»). Μόνο στη σκάλα του κτιρίου μαζεύτηκαν, πάντως, από τον εισαγγελέα 68 κάλυκες. Από τα όπλα των αμυνομένων κατασχέθηκαν πάλι «ένα βαρίδι πλάστιγγος των δύο οκάδων, μία αξίνη καθώς και πολλά ρόπαλα». Τα «Αθηναϊκά Νέα» του ΔΟΛ ανακάλυψαν αρχικά και «τρία περίστροφα» (17/11), σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις φασιστικές εφημερίδες που ήθελαν την περιφρούρηση ν’ ανταποδίδει τα πυρά (ή και ν’ ανοίγει πρώτη πυρ κατά) της αστυνομίας, η είδηση ήταν όμως οφθαλμοφανώς μαϊμού– εξ ου και δεν δόθηκε καμιά απολύτως συνέχεια.

Για την εικόνα που παρουσίαζαν την επομένη τα γραφεία της εφημερίδας, δίνουμε τον λόγο στην «Ακρόπολι» (18/11): «Από τα τραπέζια των τεσσάρων δωματίων του Ριζοσπάστη κάποιες υπόνοιες υπάρχουν κατά γης, επάνω εις τα στρώματα των πεταγμένων αρχείων, των κομμουνιστικών βιβλίων και διαφόρων χειρογράφων. Τα τραπέζια, οι ντουλάπες και τα ράφια των είναι κάτω χίλια κομμάτια το καθένα. […] Επάνω εις τους ατέλειωτους σωρούς χαρτιών, ξύλων, καρεκλοποδάρων, τζαμιών και τοιχωμάτων πλανώνται τηλέφωνα σπασμένα, κομμάτια από διπλοκάρβελα, σχισμένα σακάκια, κηλίδες από αίματα. Ανευρέθησαν ακόμα και δόντια».

Ουκ ολίγα ρεπορτάζ τονίζουν ότι το ανθρωποκυνηγητό και οι καταστροφές από τα όργανα της τάξης δεν περιορίστηκαν στα γραφεία του «Ριζοσπάστη» αλλά απλώθηκαν σε όλο το κτίριο (μέγαρο Πικραμένου).

«Υποπτευόμενοι ότι κομμουνισταί κατέφυγον και εις τα παραπλεύρως γραφεία ενός μηχανικού και ενός εβδομαδιαίου περιοδικού», οι αστυνομικοί «διέρρηξαν και τας θύρας των τελευταίων και κατέστρεψαν τα γραφεία των» («Ελ. Ανθρωπος», 18/11). «Την μεγαλυτέραν ζημίαν εις το μέγαρον Πικραμένου επέφερον οι αστυνομικοί, οι οποίοι διά λοστών και πελέκεων έθραυσαν τας θύρας των γραφείων, διά να εισέλθουν εις αυτά και συλλάβουν τους κομμουνιστάς» («Εσπερινή», 17/11). Παρά την ολική καταστροφή, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε πάντως κανονικά. Εν όψει φασιστικού συνεδρίου είχε στηθεί, προφανώς, έγκαιρα κάποιος παράλληλος μηχανισμός για ώρα ανάγκης.

Ο κατάλογος των 39 συλληφθέντων περιλάμβανε έναν συντάκτη της εφημερίδας, πέντε φοιτητές (οι τρεις της Ιατρικής), δύο υπαλλήλους παντοπωλείων, έναν μανάβη, έναν άνεργο και τριάντα εργάτες διαφόρων ειδικοτήτων. Τέσσερις εργάτες κι ένας φοιτητής ήταν χτυπημένοι από σφαίρες, όλοι όμως είχαν «κατά το μάλλον και ήττον υποστή τραύματα και μώλωπας εκ κτυπημάτων κλομπς» («Αθηναϊκά Νέα», 17/11). Δέκα αστυνομικοί έφεραν μικροτραύματα (κυρίως «μώλωπες»), δύο δε φασίστες νοσηλεύθηκαν με κάπως σοβαρότερα.

Ομολογία εκ των υστέρων

Η δεύτερη πηγή για τα γεγονότα κυκλοφόρησε έντεκα χρόνια αργότερα ως βιβλίο, με τίτλο «Προσπάθειαι άξιαι τιμής», από ένα ιδρυτικό στέλεχος της «Τρίαινας»: τον μετέπειτα καθηγητή της ΑΣΟΕΕ και διοικητή της ΕΤΒΑ, Πέτρο Στεριώτη. Διακηρυγμένος σκοπός του συγγραφέα, στον απόηχο της Βάρκιζας, ήταν να δρέψει δάφνες για τους αντικομμουνιστικούς αγώνες του παρελθόντος, ν’ αποσπάσει μια θέση στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό και, κυρίως, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τον απροκάλυπτο μεσοπολεμικό εθνικοσοσιαλισμό του.

Σχετικά με τα γεγονότα του 1934 επαναλαμβάνει το σενάριο της «παγίδευσης», με δύο ουσιώδεις όμως διαφορές.

Πρώτον, η αρχική «πρόκληση» δεν ήταν ούτε αδιαμφισβήτητης πατρότητας ούτε καθόλου βίαιη: απλώς, «μερικά μέλη της Τριαίνης τα οποία είχαν γραφεί τον τελευταίον καιρόν ήρχισαν να κάνουν κριτικήν επί του προγράμματος της οργανώσεως, καθώς επίσης και διά τον κ. Διαμαντόπουλον», με αποκορύφωμα κάποιες «χυδαίες ύβρεις». Ο Αρχηγός το έμαθε, μπούκαρε στην αίθουσα «από το παράθυρον με το πιστόλι στο χέρι» και πέταξε έξω «τους ταραξίας» (σ.107-8), που υποτίθεται πως ήταν πράκτορες του ΚΚΕ. Κάτι τέτοιο μπορεί φυσικά να ίσχυε (η διείσδυση για «διαλυτική δουλειά» στις εχθρικές οργανώσεις συνιστούσε πάγια κομμουνιστική πρακτική), μπορεί και όχι. Το μόνο βέβαιο είναι, πάντως, πως δεν υπήρξε βιαιοπραγία, όπως ισχυρίστηκαν το επόμενο εικοσιτετράωρο αστυνομία κι εφημερίδες ως δικαιολογία για όσα ακολούθησαν.

Η δεύτερη και σημαντικότερη διαφορά αφορά τον αριθμό και τις πρακτικές των εθνικοσοσιαλιστών που επέδραμαν στον «Ριζοσπάστη». Οι «διαμαρτυρόμενοι» φασίστες δεν ήταν πέντε (όπως στα ρεπορτάζ των ημερών) αλλά τριάντα και, το κυριότερο, καθόλου παθητικοί: «Οι Τριαινίτες έδειξαν ηρωισμόν απαράμιλλον. Δεν έχασαν την ψυχραιμίαν των. Ανέβηκαν τις σκάλες και μπήκαν εντός των γραφείων του “Ριζοσπάστη” όπου τα έσπασαν όλα και τσάκισαν κυριολεκτικά τους κουκουέδες» (σ.109). Οπως συνηθίζεται στα εγχώρια φασιστικά αφηγήματα, οι θεσμικές πλάτες της εφόδου αποσιωπώνται κι εδώ διακριτικά: η «μεγάλη αστυνομική δύναμις» φέρεται να επεμβαίνει μόνο κατόπιν εορτής, «προς αποκατάστασιν της τάξεως». Ανεξήγητος μένει έτσι ο τραυματισμός δέκα αστυνομικών, έναντι τεσσάρων μόλις εθνικοσοσιαλιστών· μαθαίνουμε, πάντως, ότι «συνελήφθησαν εξήκοντα κουκουέδες εις αθλίαν κατάστασιν» (σ.109).

Συμμορίτες για κλάματα

Οπως ήταν αναμενόμενο, το όργανο του ΚΚΕ περιέγραψε τα συμβάντα με ηρωικούς τόνους: «Μια ομάδα της φασιστικής συμμορίας της “Τρίαινας” στις 10½ η ώρα τη νύχτα ανέβηκε στα γραφεία μας για να χτυπήσει συμμορίτικα το προσωπικό του “Ριζοσπάστη”, έχοντας από τα πριν εξασφαλίσει την ενίσχυση των μισητών χαφιέδων της Ασφάλειας. Οι αντιφασίστες εργάτες που περιφρουρούσαν τον “Ριζοσπάστη” αντιμετώπισαν τα θρασύδειλα φασιστικά καθάρματα ξυλοκοπώντας τους παραδειγματικά και κατεβάζοντάς τους από τα γραφεία. Οι συμμορίτες φώναξαν τότε βοήθεια κι αμέσως έτρεξαν αστυνομικές κουστωδίες και μπουλούκια χαφιέδων και πολιόρκησαν τα γραφεία μας».

Ακολούθησε η έφοδος στο κτίριο, με «εκατοντάδες πυροβολισμούς κατά των πολιορκουμένων εργατών», σπάσιμο της μιας πόρτας μετά την άλλη, διάσπαση των αμυνομένων «σε διάφορες ομάδες» και άγριο ξυλοκόπημα των συλληφθέντων. «Μετά το ματοκύλισμα των εργατών λεηλάτησαν βάρβαρα τα γραφεία. Αναποδογύρισαν και έσπασαν τραπέζια, καρέκλες, βιβλιοθήκες, ό,τι βρήκαν μπρος τους. Ακόμα γκρέμισαν και κουφώματα των τοίχων. Σε ερείπια μετέβαλαν τα γραφεία μας» (17/11).

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το ρεπορτάζ της επομένης, για την απαρχή των γεγονότων: «Προχτές το βράδυ είχε συνέλθει σε σύσκεψη η φασιστική οργάνωση της Τρίαινας. Μπροστά στα χάλια που παρουσίασε η σύσκεψη, μπροστά στις διαφωνίες και τις φαγωμάρες για το αρχηγιλίκι και προ πάντων μπροστά στη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου που οργάνωναν για τις 17 και 18 του μηνός […], τα φασιστικά καθάρματα που βρίσκονται επικεφαλής της συμμορίας για να τονώσουν τον ενθουσιασμό των λίγων μελών τους, έρριξαν μέσα στη σύσκεψη το σύνθημα να πάνε ομαδικά και να σπάσουν τα γραφεία του “Ριζοσπάστη” και να τσακίσουν το προσωπικό του. Ολοι-όλοι που ξεκίνησαν ήταν 20, γιατί τόσα είνε περίπου τα μέλη της φασιστικής σφηκοφωλιάς. Και ο πιο κουτός και ο πιο ανόητος καταλαβαίνει πως δε θα ξεκινούσαν ποτέ 20 άτομα για μια τέτοια δουλειά, αν δεν είχαν την υποστήριξη και την ενίσχυση της Ασφάλειας».

Εξίσου σκόπιμες ήταν και οι καταστροφές μετά τις συλλήψεις: «Ο ιδιοχτήτης του μεγάρου Πικραμένος και η γυναίκα του έκαμαν παρατήρηση στους χαφιέδες γιατί σπάζουν τα έπιπλα και τα κουφώματα. Οι χαφιέδες απάντησαν τότε ξετσίπωτα ότι το κάνουν επίτηδες κι όποιος θέλει ας ξαναδώσει οίκημα στον “Ριζοσπάστη”».

Καλύτερη άμυνα, η επίθεση

Θα περίμενε κανείς πως η υπέρβαση κάθε μέτρου από την αστυνομία, η στάση της οποίας θεωρήθηκε «άστοχος και αψυχολόγητος» ακόμη κι από την ακροδεξιά «Εσπερινή» (17/11), θα επέβαλλε τις επόμενες ημέρες κάποια αυτοσυγκράτηση της έντυπης κομμουνιστοφαγίας. Αμ δε! Απ’ όλες τις εφημερίδες, μόνο ο «Ελεύθερος Ανθρωπος» του Κώστα Αθάνατου αποστασιοποιήθηκε στην πορεία από τα σενάρια της αστυνομίας, διαπιστώνοντας πως «επρόκειτο περί ωργανωμένης επιθέσεως των εθνικοσοσιαλιστών προς κατάληψιν και καταστροφήν των γραφείων του “Ριζοσπάστου”» (18/11). Οι υπόλοιπες δεν έπαψαν να παπαγαλίζουν ότι «κατά παρασχεθείσας πληροφορίας, η νυκτερινή αιματηρά συμπλοκή είχε προπαρασκευασθή υπό των κομμουνιστών» («Εστία»), «εκ των ανακρίσεων προκύπτει ότι οι κομμουνισταί είχον στήσει ενέδραν εις τους εθνικόφρονας σοσιαλιστάς εντός των γραφείων του “Ριζοσπάστου”» («Βραδυνή») κ.ο.κ. Ορισμένα δε βενιζελικά φύλλα («Εθνος», Αθηναϊκά Νέα») απλώς εξαφάνισαν από ένα σημείο και μετά κάθε σχετική είδηση.

Ο πρωτοσέλιδος σχολιασμός των γεγονότων από κάποιες εφημερίδες φαντάζει, πάλι, εντυπωσιακά οικείος. Η «Εστία» έβγαλε λ.χ. το συμπέρασμα πως «εις την ευνομουμένην Ελλάδα ο κομμουνισμός αποτελεί προνομιούχον οργάνωσιν, μη υποκειμένην εις τους νόμους του Κράτους» (17/11). Πλειοδοτώντας, το όργανο της ΟΕΚΚ διαπίστωσε πάλι (18/11) ότι «το επίσημο κράτος αφήνει να δολοφονούνται τα τίμια όργανα της τάξεως από τα καθάρματα» του ΚΚΕ –συνεπώς, «ήλθεν η στιγμή κατά την οποίαν οι πολίται, στιγματίζοντες την εγκληματικήν διαγωγήν του Κράτους, πρέπει να υποκαταστήσουν αυτό εις μερικάς λειτουργίας, έως ότου ένα άλλο Κράτος αύριον, ζωντανόν και αντιλαμβανόμενον την αποστολήν του, εκκαθαρίση εντός μίας ώρας την Ελλάδα από το κομμουνιστικόν μίασμα».

Αρκετά αμφίσημα ήταν, τέλος, τα συμπεράσματα της σοβαρής «Πρωίας» (18/11): «Τα προχθεσινά αιματηρά γεγονότα της οδού Σωκράτους επιτείνουν την ευθύνην την οποίαν υπέχει το κράτος, διά να μη είπωμεν η Κυβέρνησις, διά την απέναντι των ανατρεπτικών στοιχείων τηρουμένην τακτικήν. Ο κομμουνισμός και μάλιστα ο ωργανωμένος και από σχεδίου δρων κομμουνισμός, δεν κτυπάται διά της αστυνομίας. Χρειάζονται άλλα ριζικά μέτρα και της πολιτείας και της κοινωνίας διά να μη παρίσταται ανάγκη χρησιμοποιήσεως των όπλων εν μέσαις οδοίς».

Ένας εισαγγελέας με μέλλον

Τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης ανέλαβε, προτού καλά καλά τελειώσουν οι συλλήψεις, ένας αντεισαγγελέας που δεν θα περνούσε καθόλου απαρατήρητος στο μέλλον: ο Κωνσταντίνος Κόλλιας, μελλοντικός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (που προσπάθησε ανεπιτυχώς να κουκουλώσει τη δολοφονία Λαμπράκη) και πρώτος πρωθυπουργός της χούντας μετά την 21η Απριλίου.

«Εγκατασταθείς από της 2ας πρωινής εις το τμήμα γενικής ασφαλείας», διαβάζουμε στα «Αθηναϊκά Νέα» (17/11), «εξήτασε διαφόρους κομμουνιστάς εκ των συλληφθέντων, τους αστυνομικούς, τους εθνικοσοσιαλιστάς και τον ανθυπασπιστήν κ. Βατίσταν μετά των στρατιωτών οι οποίοι τον συνώδευον». Αν και «διά το συμπέρασμα των ανακρίσεων απέφυγε να ανακοινώση τι», η εφημερίδα προεξοφλεί πως «οι συλληφθέντες και κρατούμενοι κομμουνισταί μετά το πέρας των ανακρίσεων θα παραπεμφθούν εις δίκην». Οπως μας πληροφορεί άλλωστε η «Πρωία» (17/11), ο Κόλλιας εξέταζε τους μάρτυρες «παρισταμένου του διευθυντού της Αστυνομίας κ. Σπύρου και του διευθυντού της Ασφαλείας κ. Κατραμπασά»– του επικεφαλής, δηλαδή, της εφόδου στον «Ριζοσπάστη».

Μέσα σε λίγες ώρες ο Κόλλιας «επεράτωσε τας ανακρίσεις του και διεβίβασε την σχηματισθείσαν δικογραφίαν εις τον ανακριτήν», υιοθετώντας πλήρως τους ισχυρισμούς φασιστών και ασφαλιτών μ’ ένα δυσδιάκριτο νομικό φύλλο συκής: «Ερωτηθείς υπό δημοσιογράφων, παρέσχε την πληροφορίαν ότι εκ των ανακρίσεων διεπιστώθη το προσχεδιασμένον της επιθέσεως των κομμουνιστών κατά των μελών της οργανώσεως των εθνικοφρόνων σοσιαλιστών, εις τους οποίους τρόπον τινά είχον στήση παγίδα εις τα γραφεία του “Ριζοσπάστου”. Εις την έκθεσίν του, με την οποίαν συνοδεύει την δικογραφίαν, ο κ. Κόλλιας χαρακτηρίζει την πράξιν των κομμουνιστών ως απόπειραν φόνου, την πράξιν των αστυνομικών ως απόπειραν αναιρέσεως και την πράξιν των εθνικοσοσιαλιστών ως διατάραξιν της κοινής ειρήνης» («Ελ. Βήμα», 18/11). Ως βασικό τεκμήριο προπαρασκευής της «επιθέσεως», κατά την «Εστία» (18/11), θεωρήθηκε δε η… «φρούρησις των γραφείων του κομμουνιστικού εντύπου» από μέλη του κόμματος!

Ο ανακριτής επικύρωσε την εισαγγελική διάγνωση, προφυλακίζοντας όλους τους συλληφθέντες κομμουνιστές εκτός από «δυο φοιτητές και τρεις άλλους» («Ριζοσπάστης», 23/11). Διαψεύδοντας πως οι τελευταίοι είχαν υπογράψει δηλώσεις μετανοίας, το όργανο του ΚΚΕ θα υποστηρίξει (24/11) πως οι τέσσερις από τους πέντε «απολύθηκαν γιατί τυχαία παρευρέθηκαν στα γραφεία», παραδεχόμενο ότι δήλωση υπέγραψε μόνο ένας φοιτητής, «που υπέκυψε στις πιέσεις του ανακριτή».

Η απόσυρση

Σε κάθε περίπτωση, η μάχη της οδού Σωκράτους αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της μεσοπολεμικής «Τρίαινας». Ηδη στις 18/11, ο «Ριζοσπάστης» έκανε λόγο για «μεγάλη διαρροή, προερχόμενη κυρίως απ’ τα καινούρια μέλη της οργάνωσης».

Περισσότερο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η αυτοβιογραφική εξιστόρηση του Στεριώτη (όπ.π., σ.109), για τη διακριτική απόσυρση των «εθνικοφρόνων σοσιαλιστών» από το προσκήνιο με διαδικασίες που έμελλε να επαναληφθούν ουκ ολίγες φορές τις επόμενες δεκαετίες: «Οι κομμουνισταί είχον ορκισθή να ματαιώσουν το συνέδριον και το επέτυχον. Η αστυνομία, διά να μη επαναληφθούν παρόμοια επεισόδια, εζήτησε την αναβολήν του συνεδρίου και έτσι έγινε. Το συνέδριον ανεβλήθη και τελικώς δεν έγινε ποτέ. Η ΟΕΣ ήρχισεν μετά ταύτα να ακολουθή τον μοιραίον δρόμον του μαρασμού. Εσωτερικά ζητήματα εδημιούργησαν νέας ανωμαλίας αι οποίαι ανέστειλαν τελείως την κίνησιν της οργανώσεως. Ολοι εμείς οι οποίοι τόσον ειργάσθημεν εις την οργάνωσιν αυτήν και προσφέραμεν εις αυτήν τα πάντα, είχομεν ανάγκην αναπαύσεως».

Στο “εξώφυλλο”: «Πάρ’ τον πίθηκο και μπρος!»… Εξιδανικευτική απεικόνιση της δυναμικής αντιμετώπισης των εθνικοσοσιαλιστών της «Τρίαινας» από την εργατική περιφρούρηση του «Ριζοσπάστη», δύο μέρες μετά τα αιματηρά γεγονότα «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 18/11/1934

πηγή: efsyn

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το