Η νέα διακήρυξη της Δ.Ε. και η διαδρομή της ταξικής σκέψης από τις αρχές του 20ου αιώνα στο σήμερα

γράφει ο Γιάννης Μελιόπουλος

Η ίδρυση του Ε.Ο. και η πορεία μέχρι τη διάσπαση

Η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα δεν ακολούθησε για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους την πορεία και τις διεργασίες εκείνες που θα οδηγούσαν τη χώρα σε ένα στάδιο ανάπτυξης ανάλογο των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Μια οικονομία κυρίως αγροτική και καθυστερημένη, διακρίνεται κύρια για το μεταπρατικό της χαρακτήρα. Ωστόσο η ελληνική αστική τάξη της περιόδου, των τελευταίων σαράντα χρόνων του 19ου αιώνα και με μεγαλύτερη ορμή στις αρχές του 20ου, επιδιώκει να μεταβληθεί σε κανονική αστική τάξη, να επιβληθεί στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της περιόδου.

Τα γεγονότα πολλά και σημαντικά, ξεκινώντας από την ήττα του ’97, συγκλονίζουν την ελληνική κοινωνία. Οι καταστάσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ευαγγελιακά το 1901, κίνημα στο Γουδί το 1909, ανάληψη της διακυβέρνησης το 1910 από τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της ανόδου της αστικής τάξης, Ε. Βενιζέλο.

Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος κάνει την εμφάνισή του μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο στα 1910 με σκοπό «να βοηθήσει την αναγέννηση της παιδείας στην Ελλάδα». Πρόκειται ασφαλώς για μία εποχή κομβική κατά την οποία η ελληνική αστική τάξη, όπως αναφέρεται στη νέα Διακήρυξη του Ε.Ο στα 1927 βλέποντας κάτω από το φως εξελίξεων και δράσης σχεδόν δύο δεκαετιών, βρίσκεται «στη δημιουργικώτερη της στιγμή»2, εννοώντας πως τα χρόνια ίδρυσης και δράσης του συμπίπτουν ουσιαστικά με την εξόρμηση που εξαπολύει ώστε να ολοκληρωθεί το «εθνικό» της έργο. Άλλωστε και τα χρόνια που ακολουθούν είναι γεμάτα από μεγάλα γεγονότα, τόσο για το στενά ελληνικό χώρο όσο και παγκόσμιας σημασίας3 .

Στους αρχικούς σκοπούς του Ε.Ο. περιλαμβάνεται η επιδίωξη να καταπολεμήσει και να νικήσει οριστικά τον πνευματικό μεσαίωνα που επικρατεί στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και συνεχίζεται, αμείωτος, και στις αρχές του 20ου. Παρά τις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς, η πνευματική φτώχεια παραμένει δίπλα στην υλική, στην οποία είναι βουτηγμένη η συντριπτική πλειονότητα του λαού. Με τόσο χτυπητές και κατάφωρες αντιθέσεις, με την αστική τάξη να επιδιώκει τον «εκσυγχρονισμό» είναι φυσικό επακόλουθο η δημιουργία κινήσεων προς αυτήν την κατεύθυνση και η στελέχωση του Ε.Ο. από πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία, ετερόκλητων απόψεων και θέσεων4 . Σύμβολο και όπλο του νεοϊδρυθέντος Ε.Ο. στον αγώνα του η γλωσσική μεταρρύθμιση και αντίπαλοί του οι φορείς του μεσαιωνισμού, της πνευματικής και υλικής φτώχειας, Εκκλησία, Πανεπιστήμιο και παλιός πολιτικός κόσμος.

Το ιστορικό της διάσπασης στα 1927

Τα δεδομένα και οι ανακατατάξεις της δεκαετίας 1920-1930 εισέρχονται με ορμή στον ελληνικό και στον παγκόσμιο χώρο. Μόλις πριν από δύο χρόνια έχει λήξει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, που με την ιμπεριαλιστική του μανία έχει αφήσει εκατομμύρια θύματα και ανείπωτη καταστροφή πίσω του. Έχει ήδη πραγματοποιηθεί η Οκτωβριανή προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία που φωτίζει πλέον διαφορετικά τα πράγματα και δείχνει στην υφήλιο και στην ανθρωπότητα το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι λαοί για την απελευθέρωσή τους και βέβαια πως αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ένα τέτοιο μεγάλο γεγονός όπως ο επαναστατικός ξεσηκωμός κάτω από την καθοδήγηση του μπολσεβίκικου κόμματος του Λένιν, τα κομμουνιστικά κόμματα που δημιουργούνται το ένα πίσω από το άλλο, είναι που οδηγούν την αστική τάξη στην Ελλάδα και διεθνώς στην αναδίπλωση, στην ένταση της επίθεσής της στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, ενάντια στις διεκδικήσεις για βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, για ελευθερία, μόρφωση και άλλα δικαιώματα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ασφαλώς και στην Ελλάδα που συγκλονίζεται τώρα και από τη Μικρασιατική περιπέτεια, την προσφυγιά και τα εκατομμύρια των ξεριζωμένων που έρχονται να προστεθούν στη φτώχεια που κυριαρχεί.

Νέες συνθήκες δημιουργεί ασφαλώς, και ανησυχίες στην ελληνική αστική τάξη, η δημιουργία και η δράση του Κ.Κ.Ε., του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης το οποίο μπαίνει επικεφαλής των ταξικών αγώνων.

Στο χώρο των εκπαιδευτικών ζητημάτων, παρά την ύπαρξη και δράση του Ε.Ο, ουσιαστικά μέχρι αυτήν την περίοδο λείπει ο προβληματισμός για το χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Επικρατούν όλο αυτό το διάστημα απόψεις μιας «άνωθεν» επιβολής μεταρρυθμιστικών σχεδίων, απόψεις που θέλουν τη «φωτισμένη» αστική τάξη και το κόμμα των Φιλελεύθερων-Βενιζέλου να επιβάλλεται στα μεσαιωνικά και φεουδαρχικά απομεινάρια.

Μπορούμε να πούμε πως από το σημείο αυτό, ως χρονικό ορόσημο, αρχίζει να εισχωρεί στα μέλη του Ε.Ο. η ιδέα, η αντίληψη της ταξικής εκπαίδευσης, του ταξικού χαρακτήρα που έχει υποχρεωτικά, όντας μέσα σε μια καθορισμένη ταξική κοινωνία. Πάνω στη βάση αυτή, σταδιακά από το 1920 και εξής διαφαίνονται και οικοδομούνται οι διαφορετικές αντιλήψεις και οι διαφωνίες, που με το πέρασμα των χρόνων μεγαλώνουν και οδηγούν τελικά στη διάσπαση του 1927. Η αίσθηση που μεγαλώνει όλο και περισσότερο είναι ότι τα μέλη εκείνα του Ε.Ο. που επηρεάζονται από αριστερές και επαναστατικές ιδέες αναπτύσσονται και δημιουργούν μία κατάσταση «αφόρητη» για τα μέλη που εμφορούνται από συντηρητικές ή και αντιδραστικές πια ιδέες. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες μερίδες διευρύνεται με την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», το Σεπτέμβρη του 1926, έκδοση που ταυτίζεται με τις ριζοσπαστικές, αριστερές και επαναστατικές απόψεις.

Η συνέλευση κράτησε από τις 16 Φλεβάρη ως τις 24 Μάρτη, με εννέα πολύωρες συνεδριάσεις και έληξε με υιοθέτηση της πρότασης Γληνού και ήττα της μερίδας των συντηρητικών του Δελμούζου, οι οποίοι (52 μέλη που εκπροσωπούσαν περίπου το ένα δέκατο των μελών του Ε.Ο.) αποχώρησαν και κατήγγειλαν την απόφαση ως προδοτική των στόχων του και πως παραποιεί τις αρχές του. Η νέα Διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής5 εκδίδεται στις 20 Ιούνη του 1927 και αποτελεί τις προγραμματικές αρχές του Όμιλου από κει και εμπρός.

————-

1 Επικεφαλής οι: Αλέξανδρος Δελμούζος, Δημήτριος Γληνός και Μανόλης Τριανταφυλλίδης

 2 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ», ΑΘΗΝΑ 1927

3 Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, Βαλκανικοί πόλεμοι, διχασμός, είσοδος της χώρας στον Α΄ ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο, διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Μεγάλη Οκτωβριανή προλεταριακή επανάσταση, ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. μετέπειτα Κ.Κ.Ε., Μικρασιατική καταστροφή και προσφυγιά

4 Στον Ε.Ο. κατά την περίοδο της ίδρυσής του συσσωματώνονται εθνικιστές – Ι. Δραγούμης και Μαβίλης-φιλελεύθεροι αστοί που έχουν έρθει σε επαφή με σοσιαλιστικές ιδέες –οι λεγόμενοι «κοινωνιολόγοι»– ακόμα και καθαροί θεωρητικοί σοσιαλιστές όπως ο Σκληρός.

————

Η νέα Διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής του Ε.Ο.

Η συνταχτική επιτροπή της νέας διακήρυξης του Ε.Ο., των νέων ουσιαστικά προγραμματικών αρχών που διέπουν το σωματείο, ξεκινά με μία κριτική παρουσίαση και αποτίμηση του έργου και της δράσης του όλο το προηγούμενο διάστημα ως την περίοδο της διάσπασης. Μοναδικό σημαντικό κέρδος των αγώνων του Ε.Ο. όλη αυτό το διάστημα, παρά το γεγονός πως στους κόλπους του βρέθηκαν και έδρασαν σε καίριες θέσεις –και κρατικές – πρόσωπα ενταγμένα και στο κόμμα των Φιλελεύθερων6 , είναι το «ξύπνημα» του Έλληνα δάσκαλου.

« Ο δάσκαλος ξένος πριν σε κάθε ζωντάνια και μακριά από την ψυχική κατάσταση και τα αληθινά συμφέροντα των παιδιών του λαού, αποναρκωμένος “ εκ των άνω” με τα αερολογήματα “περί προγονικής ευκλείας” και “περί της αθανάτου ημών γλώσσης”, καταδικασμένος να ξεραίνη το νεοελληνικό εγκέφαλο με το λίβα της γραμματικής, άνοιξε σήμερα τα μάτια του και μπορούμε να πούμε πως οι περισσότεροι δάσκαλοι σήμερα ακούνε με περιφρόνηση τους αερολόγους και τους κάπηλους “ιδανικών” να τους μιλούν για ιδανικά που και οι ίδιοι δεν πιστεύουν και τα υποστηρίζουν από συνειδητό υπολογισμό, ατομικό ή ταξικό».

Το ερώτημα που προκύπτει γιατί υπήρξε τόσο «μικρό» κέρδος από τους μακρόχρονους αγώνες του Ε.Ο., εξηγείται στη Διακήρυξη μέσα από μία σειρά βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν στην αντιδραστική μεταστροφή της αστικής τάξης. Από τη μία οι περιπέτειες της χώρας, η πρόσδεση της αστικής τάξης στο άρμα του ιμπεριαλισμού, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πιέσεις της αντίδρασης, οδηγούν στο πάγωμα των αλλαγών και την οπισθοδρόμηση.

Η εξέλιξη επίσης της οικονομίας αυτήν την περίοδο, η σχετική ανάπτυξη του καπιταλισμού στη χώρα, το προσφυγικό μετά το τέλος της εκστρατείας «προς ανατολάς», το άλυτο για χρόνια αγροτικό ζήτημα, αποτελούν σειρά παραγόντων που οδηγούν στην ανόρθωση εργατοαγροτικού κινήματος, γεγονός που προξενεί αντικειμενικά ανησυχία στην αστική τάξη, οδηγώντας την σε αναδίπλωση και συντηρητικήαντιδραστική στροφή7 . Η περίοδος που ξεκινά χαρακτηρίζεται από την αντίληψη πως οποιαδήποτε ιδέα, έστω και ελάχιστα προοδευτική είναι κομμουνισμός, καθώς και από την αναίρεση όποιας ελευθερίας, με τη χρήση ακόμα και άμεσης, καθαρής βίας, γεγονός που φανερώνει την αντιδραστική πορεία της άρχουσας τάξης.

 Όμως αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των προβλημάτων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της χώρας, καθώς και το σχετικό ξύπνημα του δάσκαλου, συντελούν ώστε οι απαιτήσεις και διεκδικήσεις για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να γίνονται όλο και πιο ουσιαστικές, να βαθαίνουν, κάνοντας ακόμα κι αυτή τη γλωσσική μεταρρύθμιση –που τα προηγούμενα χρόνια αγκάλιασε ως αίτημα και αστούς διανοούμενους και πολιτικούς– να φαντάζει και να χαρακτηρίζεται κομμουνιστική απαίτηση!

 Αυτοί οι αντικειμενικοί όροι, και όχι βέβαια υποκειμενικές αιτίες, είναι που οδηγούν σε κρίση και διάσπαση τον Ε.Ο., καθώς δεν ήταν σε καμία περίπτωση δυνατόν να συνεχίσει την πορεία του ως είχε. Η διάσπαση επέρχεται όχι ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά μέσα από μακρόχρονες, ουσιαστικές διχογνωμίες και διαφωνίες, ζυμώσεις, ιδεολογικές συγκρούσεις και συζητήσεις και ολοκληρώνεται στη συνέλευση του 1927.

Τα ζητήματα των διαφωνιών

Ο Ε.Ο. πραγματοποιεί πολύμορφη δράση με βδομαδιάτικες συγκεντρώσεις των μελών, ομιλίες και συζητήσεις που αντανακλούν την επαφή του με τα νέα ρεύματα ιδεών, όσων κυκλοφορούν στη χώρα και διεθνώς. Μπορούμε να πούμε πως αυτή επαφή βάζει σε κίνηση τις διαφορετικές απόψεις και θέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του, βάζοντας επί τάπητος το ζήτημα της αλλαγής των προγραμματικών του αρχών.

Στη μία πλευρά στέκονται τα συντηρητικά στοιχεία και απόψεις, τα οποία δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση το συσχετισμό του εκπαιδευτικού ζητήματος με τα γενικότερα κοινωνικά θέματα και στην άλλη τα πιο ριζοσπαστικά –επίσης ετερογενή– που επιδιώκουν να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Οι συντηρητικοί ως φορείς της αντίληψης της «υπερταξικής παιδείας» αρνούνται να συσχετιστεί το σχολείο κι ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση με τους κοινωνικούς αγώνες των «αδικημένων» κοινωνικών τάξεων. Είναι φορείς της ιδεολογικής αντίληψης του καθαρού παιδαγωγικού αντικρίσματος, ενός καθαρού παιδαγωγισμού, ανεξάρτητου από κοινωνικές τάξεις, θεωρώντας ότι όσοι διαπνέονται από αντιλήψεις που πρεσβεύουν πως όλοι οι κοινωνικά οργανωμένοι θεσμοί –όπως η εκπαίδευση– είναι εξαρτημένοι από την κοινωνική σύνθεση και δομή και όχι υπερταξικοί, ακριβώς επειδή αναδεικνύουν αυτή την «κρυφή» διάσταση των ζητημάτων δεν είναι παιδαγωγικοί αλλά πολιτικοί.

Διαφωνίες ξεσπούν και για δύο ακόμη κομβικής σημασίας ζητήματα, αυτό της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, αλλά και της έννοιας της «εθνικής» αγωγής στα σχολεία.

Στη δεκαήμερη συνέλευση συζητιούνται τα πάντα διεξοδικά. Κανένα αίτημα των συντηρητικών δεν άντεξε στον επιστημονικό έλεγχο και η νέα Διακήρυξη-Μανιφέστο του Ε.Ο. αποδομεί και αντικρούει μία προς μία τις θέσεις των συντηρητικών.

Οι απαντήσεις που δίνει η Διακήρυξη – Σημαντικά συμπεράσματα του ταξικού κινήματος και για το σήμερα

Ο Ε.Ο. το 1927 απαντά στο κορυφαίο ζήτημα της ταξικής εκπαίδευσης, του χαρακτήρα που έχει η εκπαίδευση σε μία ταξική κοινωνία. Για πρώτη φορά διατυπώνεται η θέση ότι η παιδεία σε μια ταξική κοινωνία δεν αφορά στο σύνολο των τάξεων που τη συνθέτουν, μα στην πραγματικότητα την άρχουσα τάξη, στην προκειμένη περίπτωση την αστική.

Όταν διατυπώνεται προγραμματικά πια αυτή η θέση, υπάρχει ο φόβος πως μπορεί να θεωρηθεί κομμουνιστική, καθώς η αναγνώριση της πάλης των τάξεων αποτελεί μία από τις βασικές κομμουνιστικές αρχές. Λόγω της ετερογενούς πολιτικής σύνθεσης όσων αποτελούν τη νέα Δ.Ε. που συντάσσει το κείμενο είναι σαφής η επιδίωξη να εκδιωχθεί οποιαδήποτε υποψία για κάτι τέτοιο. Η διατύπωση αυτής της προγραμματικής αρχής του Ε.Ο στέκεται στο ζήτημα της ταξικής εκπαίδευσης με διαλεκτικό τρόπο, στηρίζεται στις μελετημένες ιστορικά σύνθετες κοινωνίες και δομές, στην εκπαίδευση αυτών των κοινωνιών που είναι παντού και πάντα ταξικά καθορισμένες, αέναα τέτοιες, εφόσον διαιωνίζεται η ύπαρξη κοινωνικών τάξεων. Υπογραμμίζεται επιπλέον με έμφαση η αδυναμία να σταθεί κανείς καθαρά παιδαγωγικά απέναντι σε μια τέτοια ταξική εκπαίδευση στοχεύοντας και επιδιώκοντας να λύνει τα προβλήματά της. Και μόνο η διατύπωση από την παράταξη των συντηρητικών της θέσης «το κράτος υπεράνω των τάξεων» θεωρείται από τους συντάκτες της διακήρυξης καθαρό πυροτέχνημα που ρίχνεται για να ξεγελάσει και να αποκρύψει τη σκληρή και ανειρήνευτη κοινωνική πραγματικότητα. Εξίσου πυροτέχνημα και η θέση για «παιδεία υπεράνω των τάξεων», σύνθημα που αποκρύπτει την αλήθεια «η παιδεία όργανο της άρχουσας τάξης».

———————

5 Η συντακτική επιτροπή αποτελείται από τους: Δ. Γληνό, Αύρα Θεοδωροπούλου, Κ. Δ. Σωτηρίου, Β. Λαχανά, Ν. Μπέρτο, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μπ. Αλιβιζάτο.

6 Παρόλο που το κόμμα των βενιζελικών κυβέρνησε με διακοπές για μία περίπου δεκαετία, παρόλο που αρχικά φάνηκε να κλίνει προς το στρατόπεδο του δημοτικισμού με διάφορες μεταρρυθμιστικές ενέργειες, άφησε λίγα θετικά, ουσιαστικά εγκατέλειψε έκθετα τη νέα οργάνωση των σχολείων, την επικράτηση της δημοτικής με την επαναφορά της καθαρεύουσας στις ανώτερες τάξεις του δημοτικού, το πρόγραμμα προετοιμασίας του διδακτικού προσωπικού και κατασυκοφαντήθηκε από τον τύπο της εποχής (Εστία).

7 Τις συνθήκες θερμαίνουν το ξέσπασμα της Οκτωβριανής επανάστασης, η δημιουργία κομμουνιστικού κόμματος, αλλά και οι συνεχείς καπιταλιστικές κρίσεις που στρέφουν παγκόσμια τις αστικές τάξεις σε αντιδραστικές κατευθύνσεις και πραχτικές –φασισμός, ναζισμός– κάτι που συμβαίνει και με την ελληνική αστική τάξη, ύστερα από «μια βραχύχρονη περίοδο σχετικού φιλελευθερισμού».

————————

Η διακήρυξη του Ε.Ο. προχωρά και στη διατύπωση της θέσης πως αυτός που εργάζεται για το «σύνολο» είναι αυτός που αναγνωρίζει την ταξική φύση της εκπαίδευσης και όχι αυτός που δεν τη βλέπει ή την κρύβει. Αυτός που κρύβει αυτήν την αλήθεια ουσιαστικά στηρίζει και υποστηρίζει με το έργο, τη δράση και τα λεγόμενά του την άρχουσα τάξη. Για να μπορεί κάποιος να δει ολόκληρη την εικόνα, να δει την αλήθεια, δεν πρέπει να κοιτάζει μέσα από τα μυωπικά γυαλιά των αντιεπιστημονικών θεωριών της άρχουσας τάξης, αλλά να αντικρίζει τα πράγματα με τρόπο επιστημονικό. Ό,τι μπορεί να δώσει αποτελέσματα στις διεκδικήσεις και τους αγώνες δεν είναι κανενός είδους «ρομαντικός φιλανθρωπισμός». Σε μία ταξική εκπαίδευση, για οποιαδήποτε αλλαγή προς μία θετικότερη κατεύθυνση δεν είναι αρκετά τα ρομαντικά και φιλάνθρωπα κίνητρα και κανείς δεν έχει τίποτα να αναμένει «άνωθεν». Η πορεία που μπορεί να δώσει μέρος ή και το σύνολο των πνευματικών αγαθών σε όσους τα στερούνται –και στερούνται και τα υλικά αγαθά– είναι η πορεία και ο δρόμος του αγώνα. Όσοι αδικούνται σε σχέση με αυτούς που αδικούν είναι η συντριπτική πλειοψηφία και είναι ανάγκη ο Ε.Ο. και να μελετήσει και να βοηθήσει με όλη του τη δύναμη αλλά και να προετοιμάσει μια λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Απαραίτητος είναι ο συνδυασμός θεωρίας, ιδεολογίας και πράξης σε αυτήν την κατεύθυνση.

Ο Ε.Ο. αναγνωρίζει για πρώτη φορά πως «πρόμαχος», φορέας της αναγκαίας λαϊκής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν μπορεί να είναι άλλος παρά εκείνες οι κοινωνικές τάξεις που όντας «αδικημένες» έχουν συνειδητοποιήσει με καθαρό τρόπο τα κοινωνικά προβλήματα και την πηγή τους και αγωνίζονται για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων, αναγκάζοντας την άρχουσα τάξη να τις αποδεχτεί. Χρέος του Ε.Ο. αποτελεί ως σωματείο «εκπαιδευτικής πρωτοπορείας» να εργάζεται για να εκφράζει τα αιτήματα που αφορούν στην εκπαίδευση αλλά και να διαμορφώνει τη συνείδηση των λαϊκών τάξεων (εργατική, αγροτική, μικροαστική), τα συμφέροντα των οποίων επιδιώκει να εκφράσει.

 Η Διακήρυξη αφήνει να φανεί καθαρότατα η επίγνωση, πως οι νέες προγραμματικές αρχές δεν πρέπει να αλλάξουν επειδή είναι δύσκολο να εφαρμοστούν «αμέσως τώρα». Για την εφαρμογή τους χρειάζεται προπαρασκευή, ζύμωση και αγώνας, που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει, κι αυτό είναι εκείνο το στοιχείο που δίνει δύναμη και αντοχή σε όσους τις πλαισιώνουν8 .

Αρχή που πρέπει να διέπει κάθε εκπαιδευτική ή άλλη πρωτοπορία είναι και η ανεξαρτησία-αυτονομία της από το κράτος, ανεξαρτησία που πρέπει να φυλά σαν κόρη οφθαλμού. Σε καμία περίπτωση η πρωτοπορία δεν πρέπει να καταλήγει εξάρτημα, ακόμα κι όταν οι εξελίξεις και οι αγώνες οδηγούν προσωρινά το κράτος και την άρχουσα τάξη σε παραχωρήσεις ή να καταλήγει για τον ίδιο λόγο να υποστηρίζει εκείνα μόνο τα αιτήματα και διεκδικήσεις που «μπορούν» να εφαρμοστούν άμεσα, σε συγκεκριμένες συνθήκες. Μια τέτοια μεταστροφή την μετατρέπει σε υποταγμένο ακόλουθο και συνοδοιπόρο.

Ο ρόλος του δάσκαλου όπως σκιαγραφείται στη Διακήρυξη

Σοβαρότατο κομμάτι της διαφωνίας ανάμεσα στη συντηρητική και προοδευτική μερίδα των μελών του Ε.Ο., από αυτά που ύψωσε τείχος ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, είναι και το κομμάτι που αφορά στο ρόλο του δάσκαλου.

 Συγκρούστηκαν οι αντιλήψεις που θέλουν το δάσκαλο να μην κάνει «πολιτική», με την έννοια πως αυτός δεν πρέπει να επηρεάζεται ούτε να δέχεται ιδέες που τον βγάζουν έξω από το στενό εκπαιδευτικό του έργο, αλλά και οι αντιλήψεις για τη σχέση του με το κράτος εργοδότη και του δάσκαλου εργάτη, τις ιδεολογικές παραμέτρους που καθορίζουν τη σχέση αυτή. Το σημαντικότερο όμως που καταγγέλλεται ουσιαστικά στις αντιλήψεις των συντηρητικών είναι η διατύπωση από μέρους τους της αντιδραστικής θέσης πως το κράτος-εργοδότης μπορεί να τιμωρεί και να εμποδίσει με τη βία τους εκπαιδευτικούς που δε συμφωνούν και αγωνίζονται μέσα από ένα τέτοιο σωματείο εκπαιδευτικής πρωτοπορίας.

 Πρόκειται για αντιλήψεις που σαν το Φοίνικα γεννιούνται και ξαναγεννιούνται σε κάθε εποχή, ανάλογα βέβαια με το συσχετισμό δυνάμεων, όπως και σήμερα συνεπικουρούμενες από το γενικότερο κλίμα και πιο τεχνικό κλίμα παιδαγωγισμού που καλλιεργείται από την εγχώρια ολιγαρχία και τη «βοήθεια» διεθνών οργανισμών τύπου ΟΟΣΑ με τις «βέλτιστες» πρακτικές, πρακτικές που σκοπεύουν στη διαιώνιση του εγκλωβισμού και των σημερινών εκπαιδευτικών στις κυρίαρχες αντιλήψεις, αλλά και στην τιμωρία με «αξιολογικά» συστήματα. Προς ώρας βέβαια δε μιλάμε για άμεση, καθαρή κρατική βία και φόβητρο, όμοια με παρελθόντων χρόνων όπως τα χρόνια στα οποία αναφερόμαστε.

Ο δάσκαλος κατά τον Ε.Ο. έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να σκέφτεται, να κρίνει, να διατυπώνει λεύτερα τη γνώμη του και να την ανακοινώνει επίσης λεύτερα. Έχει το δικαίωμα να συνεργάζεται με τους συναδέλφους του λεύτερα. Αντιλαμβανόμενος έτσι το ρόλο του εκτελεί με τον πιο σωστό τρόπο το χρέος του τόσο προς το κράτος, όσο και πολύ περισσότερο προς την κοινωνία, τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις που «αδικούνται». Το αντίθετο, το να μην αντιληφθεί το ρόλο του μέσα από μία τέτοια λογική τον μετατρέπει σε «απλό», «άψυχο» μισθωτό όργανο, σήμερα θα λέγαμε με αρκετή δόση κακεντρέχειας σε «δημόσιο υπάλληλο», χωρίς προσωπικότητα, λεύτερη σκέψη και κρίση, πλήρως χειραγωγημένο και υποταγμένο, από μύστη και ιεροφάντη μιας πολύ σημαντικής κοινωνικά λειτουργίας σε αλλοτριωμένο πνευματικό προλετάριο, που, όπως ο προλετάριος στο εργοστάσιο, μετατρέπεται σε γρανάζι της μηχανής.

Ο δάσκαλος είναι συνάμα μέλος της κοινωνίας, τμήμα των εργαζόμενων τάξεων και ως τέτοιον πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε και να αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον εαυτό του, παρά το σύνθετο ρόλο που πηγάζει από το είδος της εργασίας του. Έχει το δικαίωμα, και την υποχρέωση θα προσθέταμε, της αντίστασης απέναντι στο κράτος και την άρχουσα τάξη εφόσον αυτή καταπνίγει δικαιώματα και ελευθερίες. Διαφορετικά ο δάσκαλος που γίνεται συνειδητά ή μη αποδέκτης αυτής της βίας καταντά «σκλάβος» και «ψυχικά ανάπηρος», ανίκανος κι αδύναμος να επιτελέσει τη βασικότερη λειτουργία του, τη μόρφωση των ανθρώπων.

Βλέποντας τα πράγματα για άλλη μια φορά «προδρομικά», ο Ε.Ο. θεωρεί πως η διαδρομή αυτή που ξεκινά από την προσπάθεια της άρχουσας τάξης, του κράτους και των ιδεολόγων της να υποτάξει και να μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς σε μισθωτά όργανα της βούλησής της, δεν είναι αναπόδραστη σε καμία περίπτωση για όλους. Η ίδια πνιγηρή, καταπιεστική κατάσταση που οδηγεί κάποιους στην απώλεια των χαρακτηριστικών που συνθέτουν ένα αληθινό δάσκαλο, στη μετατροπή τους σε «άπνοα» εξαρτήματα της αστικής εκπαιδευτικής μηχανής, η ίδια αυτή κατάσταση είναι που γεννά επαναστάτες, που θα επιδιώξουν να τινάξουν στον αέρα το καθεστώς, που τους αφαιρεί ολότελα κάθε στοιχείο ανθρωπιάς, όπως ακριβώς δημιουργεί επαναστάτες προλετάριους που συνειδητοποιούν την εκμετάλλευση. Θεωρείται δεδομένο πως οι ελευθερίες δεν αφορούν πρώτα και κύρια ή μόνο το ξεχωριστό άτομο, αλλά τη συνένωσή τους όταν αποφασίζουν εθελοντικά να δράσουν από κοινού και εμπνεόμενα από κοινές ιδέες και οράματα για να υπερασπίσουν ελευθερίες, δικαιώματα, για να αγωνιστούν, να διαφωτίσουν, να συντελέσουν στην αναμόρφωση της παιδείας, της κοινωνίας, να συντελέσουν ακόμα και στην ανατροπή της, οραματιζόμενοι και αγωνιζόμενοι μια άλλη, να συντελέσουν δραστικά και στην οικοδόμηση μιας νέας, όταν αποτιναχτεί η παλιά. Ο Ε.Ο. υπογραμμίζει πως οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός, του χτες ή του σήμερα, έχει δικαίωμα και υποχρέωση σε όλα αυτά, γιατί μόνο τότε μπορεί να φέρει δικαιωματικά και καθ ’ολοκληρία τον τίτλο του πραγματικού, του αληθινού δάσκαλου.

—————————-

8 Άλλωστε από τη «γέννησή» του κουβαλά αυτό το στοιχείο του μακρόχρονου αγώνα. Οι αρχικοί του στόχοι-ο γλωσσικός, δημοτικιστικός στόχος- όταν διατυπώθηκε φαινόταν μακρινός για την πραγμάτωσή του. Όπως λέγεται στη διακήρυξη, ο βασικός χαρακτήρας του Ε.Ο. υπήρξε «προδρομικός».

————-

Στο “εξώφυλλο”: ο Δελμούζος, ο Γληνός και ο Τριανταφυλλίδης στην Αθήνα το 1915

πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 112

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το