Δημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον άρθρο που αφορά στη συζήτηση που έχει ανοίξει για τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων και τη βάση του 10 (πλαφόν). Είναι φανερό ότι σε κάποια σημεία διαφωνούμε με την οπτική του συγγραφέα ωστόσο οφείλουμε να σημειώσουμε ότι σε άλλα σημεία η ανάλυση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική.

Διαβάστε το:

Με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής για τις Ανώτατες Σχολές και την πρώτη καταγραφή, ξαναζήσαμε για πολλοστή χρονιά το ίδιο έργο με τις γνωστές υστερικές κραυγές. Αφορμή η εισαγωγή υποψηφίων σε αρκετές σχολές με βαθμολογίες μικρότερες του 10 στην εικοσαβάθμια κλίμακα. «Εισαγωγή με …4 στα ΑΕΙ» , «Φιλόλογοι με 7, Μαθηματικοί με 8»! Σοκ για ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται δεκαετίες τώρα.

Για όποιον ζει και αναπνέει στην εκπαίδευση τίποτα πρωτοφανές δεν υπήρξε φέτος. Αν υπήρξε κάτι στην υπερβολή του ήταν η ένταση που το περιέγραφαν οι «σοκαρισμένοι» και η έκταση που δόθηκε από κανάλια, εφημερίδες και τα υπόλοιπα Μέσα. Κι επειδή τα περισσότερα Μέσα είναι πλέον κατευθυνόμενα και λειτουργούν με σκοπιμότητες στην «ενημέρωση», το μυστήριο λύθηκε σύντομα. Η Υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, «σαν έτοιμη από καιρό» που έγραψε και ο Καβάφης, ανακοίνωσε :

«Εχουμε πει ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να θεσμοθετήσει μια ελάχιστη βάση εισαγωγής. Αυτό που έχουμε προτείνει είναι να ορίσει η πολιτεία μια ελάχιστη βάση εισαγωγής και κάθε ίδρυμα να έχει τη δυνατότητα να ορίσει τη δική του βάση πάνω από αυτή τη βάση». Θα μπεί ως βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια δηλαδή ο βαθμός 10 ή και παραπάνω, ανάλογα με την επιλογή κάθε σχολής ξεχωριστά.

Κανένας, φυσικά, δεν μπορεί να αισθάνεται ευχαριστημένος από το γεγονός ότι πολλοί υποψήφιοι δεν μπορούν να γράψουν περισσότερο από 4,5 ή 6 στην κλίμακα του 20. Όλους πρέπει να μας προβληματίζει. Το αίτιο όμως, όχι το σύμπτωμα! Πώς γίνεται και κάθε χρόνο τόσα πολλά παιδιά, ενώ προσπαθούν, δεν μπορούν να γράψουν πάνω από δέκα στα εξεταζόμενα μαθήματα; Κάθε χρόνο, δεκαετίες τώρα!

Τα φετινά ποσοστά όσων πήραν συνολικά βαθμολογία μικρότερη των 10.000 μορίων, με άριστα τα 20.000 μόρια,  που δεν διαφέρουν και πολύ από προηγούμενων ετών, είναι: το  32,8% των μαθητών του πεδίου των ανθρωπιστικών σπουδών, το 43,79% των θετικών επιστημών, το 47.15% των επιστημών υγείας και το 53,18% των οικονομικών και πληροφορικής, έγραψε έως 10.000 μόρια.

Όπως όμως κι αν αξιολογήσουμε αυτούς τους αριθμούς, βλέπουμε ότι τελικά στα Ανώτατα Ιδρύματα εισέρχονται 2 στους 3 μαθητές τα τελευταία χρόνια, ενώ φέτος το 77%, ποσοστό ρεκόρ. Στην πραγματικότητα είμαστε σε ποσοστά ακόμη κάτω από το 80% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τη συμμετοχή σε κάποιου τύπου μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, αμιγώς πανεπιστημιακή ή επαγγελματική και τεχνική. Αυτός είναι ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το βαθμό και το επίπεδο κατάρτισης των ευρωπαίων πολιτών. Έτσι αξιολογούν ότι πρέπει να είναι το μορφωτικό επίπεδο των πολιτών της. Εμείς εδώ όμως κραυγές, δηλώσεις και μεγαλοστομίες για την «κατάντια». Υπάρχει λόγος ; Ναι και μάλιστα πολλοί.

Όλα ξεκινάνε είτε από ανικανότητα είτε γιατί οι εκάστοτε κυβερνήσεις αρέσκονται να κρύβουν τα προβλήματα «κάτω από το χαλί». Η εκπαίδευση δεν διορθώνεται με ένα ή δύο νόμους. Θέλει μελέτες, σύστημα σε βάθος χρόνου, αυτοαξιολογήσεις και κυρίως πολύ υπομονή. Περισσότερο από δύο τετραετίες, αν με εννοείται… Και επειδή αυτά δεν τα έχουμε δει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, καταλήγουμε στην υποκρισία.

10 σημεία υποκρισίας.

Καμία και κανένας υποψήφια/ος για τις πανελλαδικές δεν είναι «μαθητής/τρια του 4 ή του 5». Όλα αυτά τα παιδιά έχουν πάρει απολυτήριο Λυκείου, έχουν δηλαδή αξιολογηθεί από ένα δωδεκάχρονο εκπαιδευτικό σύστημα ότι είναι ικανοί να προχωρήσουν στο επόμενο επίπεδο. Όταν κάποιος πάρει στα Αγγλικά το Lower, κανένας δεν τον χαρακτηρίζει «του 4 ή του 5» στα Αγγλικά επειδή δεν έγραψε καλά στο επόμενο πτυχίο, το Prοficiency ! Αν κάποιος πάλι θεωρεί ότι αρκετά παιδιά δεν είναι ικανά να πάρουν απολυτήριο, χαριστικά το παίρνουν, τότε ας κοιτάξει τι πρέπει να αλλάξει σε Γυμνάσιο και Λύκειο ή στα συστήματα αξιολόγησης τους. Τα πανεπιστήμια πάντως και οι εισαγωγικές τους δεν έχουν καμία σχέση με το σχολείο.

Οι πανελλαδικές δεν είναι σύστημα αξιολόγησης του επιπέδου γνώσεων κανενός. Είναι διαγωνισμός στον οποίο «επιτυγχάνει» ένας προκαθορισμένος αριθμός υποψηφίων, όσες και οι θέσεις που διατίθενται από κάθε σχολή, ανεξαρτήτως επιδόσεων. Γι αυτό και έχει γίνει αποδεκτό, χωρίς πολλές διαμαρτυρίες το γεγονός ότι τα θέματα ξεπερνάνε σε δυσκολία και το επίπεδο των σχολικών βιβλίων αλλά και του μαθήματος, όπως το καθορίζει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Γι’ αυτό και όλα τα παιδιά σπεύδουν στα φροντιστήρια.

Στις πανελλαδικές επιλέγονται οι «καλύτεροι», όχι οι καλοί. Αν πούμε ότι θα επιλέξουμε τα δέκα ψηλότερα παιδιά κάθε σχολείου, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι εκ των προτέρων ότι ο δέκατος στην επιλογή μας θα είναι ψηλός, μετρίου αναστήματος ή και κοντός. Αν πρόκειται στην παρέλαση να περάσουν οι δέκα πρώτοι, αυτοί είναι. Αν βάλουμε όριο ύψους κινδυνεύουμε κάποια χρονιά να μείνουμε χωρίς παρέλαση, εκτός κι αν δεν μας πειράζει… Γιατί μπορούμε να ακυρώσουμε και την παρέλαση ολόκληρη αν θέλουμε, βάζοντας ως ελάχιστο όριο ένα υπερβολικό ύψος…

Οι επιδόσεις των υποψηφίων κάθε χρονιά εξαρτώνται πρωταρχικά από το επίπεδο δυσκολίας των θεμάτων. Με πολύ δύσκολα θέματα ελάχιστοι θα γράψουν πάνω από δέκα, με πολύ εύκολα σχεδόν όλοι. Δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα έτσι για το «επίπεδο» κανενός.

Όταν οι θέσεις είναι περιορισμένες τότε αυτός που «καίγεται» να υπάρξουν «αποτυχόντες» είναι το ίδιο σύστημα. Ας φανταστούμε μία χρονιά όπου όλοι «αριστεύουν». Πώς θα δικαιολογήσει η πολιτεία ότι αρκετοί από αυτούς δεν θα περάσουν σε καμία σχολή;

Οι στρεβλώσεις με τις βαθμολογίες δημιουργούνται από την ανικανότητα ορθής κρίσης του βαθμού δυσκολίας όσων επιλέγουν τα θέματα. Σύμφωνα και με το νόμο, θα ήθελαν να υπάρχει μία ομαλή διαβάθμιση ώστε οι υποψήφιοι να επιμερίζονται σε αυτή την περιγραφική αξιολόγηση που χαρακτηρίζει τους μαθητές ως «άριστους», «πολύ καλούς», «καλούς», κλπ. Όμως αστοχούν όταν βάζουν πολλά και δύσκολα θέματα. Aλλά τότε δεν φταίνε αυτοί, φταίει το «χαμηλό» επίπεδο ! Έχει υπάρξει παλιότερα και το αντίστροφο φαινόμενο, πολύ μεγάλος αριθμός «αριστούχων» με συνέπειες τρομακτικές για την ψυχολογία των παιδιών. Υποψήψιοι που συγκέντρωσαν πχ 19.000 μόρια να μην μπορούν να μπουν στην Ιατρική ή τη Νομική. «Ανεπαρκείς» με 19άρια !

Η όποια βάση, είτε 5 είτε 10 είτε 15 δεν εξασφαλίζει κανένα επίπεδο. Για παράδειγμα, γιατί φέτος ένας υποψήφιος «του 14» δεν μπορεί να περάσει  σε τμήμα Ψυχολογίας ενώ ένας «του 17» μπορεί ; Επειδή αυτός «του 14» δεν έγραψε καλά στα Αρχαία ή την Ιστορία ή τα Λατινικά, δεν μπορεί να γίνει ένας πολύ καλός ψυχολόγος ; Γιατί δεν μπορεί να γίνει ένας πολύ καλός Μαθηματικός κάποιος των 8.000 μορίων, αν ξέρει Μαθηματικά αλλά στις πανελλαδικές δεν τα κατάφερε στη Φυσική, τη Χημεία ή τη Γλώσσα ; Είναι τα θέματα αυτών των μαθημάτων κριτήριο μαθηματικής ικανότητας ;;;

Μνημονιακός στόχος και επιθυμία των τελευταίων κυβερνήσεων είναι η μείωση του αριθμού των εισακτέων για να περιοριστούν οι δαπάνες για την παιδεία. Βάζοντας οποιαδήποτε «βάση» μπορούν να περιοριστούν οι εισακτέοι και να μείνουν χωρίς φοιτητές πολλά τμήματα της επαρχίας στα οποία, λόγω του κόστους διαβίωσης δεν μπορούν να σπουδάσουν πολλά παιδιά των μεγάλων αστικών κέντρων. Θα κλείσουν λοιπόν ως φυσιολογικό επακόλουθο, χωρίς κανένα «πολιτικό κόστος» Το ποιών κοινωνικών τάξεων τα παιδιά δεν θα σπουδάσουν είναι αυτονόητο, αλλά ας το εμπεδώσουμε με το επόμενο σημείο.

Η βάση του 10, ως πρώτη προϋπόθεση εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, εφαρμόστηκε πάλι από το 2006 έως το 2010. Με βάση την έρευνα του ΙΟΒΕ, τον Ιούλιο του 2017, «Εκπαιδευτικές ανισότητες στην Ελλάδα. Πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιπτώσεις της κρίσης», το μέτρο είχε ως επιπτώσεις τη μεγάλη μείωση των εισακτέων στα ΤΕΙ και τη συνολική μείωση του αριθμού των φοιτητών που προέρχονταν από οικογένειες με μεσαίο και χαμηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο (από περίπου 60% σε 50%των φοιτητών), έναντι αυτών που προέρχονταν από υψηλό έως πολύ υψηλό επίπεδο. Πέρα από το ότι έμειναν εκτός πανεπιστημιακών σχολών περισσότερα παιδιά από οικογένειες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, καμιά αξιοσημείωτη πρόοδος δεν σημειώθηκε στο μορφωτικό επίπεδο ούτε των μαθητών των Λυκείων ούτε των φοιτητών και των Πανεπιστημίων.

 Με τον τελευταίο νόμο Γαβρόγλου, τα διάφορα «κολλέγια» και «παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων» ισοτιμούνται εύκολα με τα ελληνικά, όπως και για όσους έχουν πτυχίο σχολών του εξωτερικού. Εκεί όμως δεν υπάρχει «βάση του10», ούτε και κανέναν τον πειράζει που φοιτούν υποψήφιοι «του 4 και του 5» στις πανελλαδικές. Μια χαρά θα πάρει το πτυχίο του, πληρώνοντας κι αυτός που έδωσε λευκή κόλλα στις πανελλαδικές (όλοι παίρνουν πτυχίο και μάλιστα στα 4 χρόνια στα κολλέγια…) κι έπειτα θα γραφεί στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο μαζί με αυτούς που κουράστηκαν να τελειώσουν το πραγματικά επιπέδου δημόσιο πανεπιστήμιο! Κι αν αργότερα ευδοκιμήσουν και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, εκεί μοναδική βάση εισαγωγής θα είναι το χρήμα που διαθέτει κάποιος. Ανάλογα με το ποσό που μπορεί να διαθέσει, θα παίρνει και το πτυχίο που επιθυμεί.

Απώτερος στόχος είναι, ταυτόχρονα με τη μείωση των κρατικών δαπανών για την παιδεία, η άνθιση των πάσης φύσεως ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κι επειδή είναι πλέον πολλοί και πολλές αυτοί που τα υποστηρίζουν, ας έχουμε μία αίσθηση όχι του επιπέδου διάσημων πανεπιστημίων, που είναι αναμφισβήτητο, αλλά του τρόπου εισαγωγής σε αυτό. Βοά ακόμη η Αμερική (και παρακολουθεί ο υπόλοιπος πλανήτης) από το τελευταίο σκάνδαλο, που έσκασε τον Μάρτιο του 2019  με την εξάρθρωση μεγάλου δικτύου παράνομων δωροδοκιών Συμβούλων για την αγορά θέσης σε μεγάλα πανεπιστήμια όπως το Γέιλ, το Στάνφορντ και το Τζορτζτάουν. Ποιά εισαγωγή στο πανεπιστήμιο με εξετάσεις ; Οι άνθρωποι της αγοράςe;inai μπροστά! Και όπως αναφέρουν σε σχολιασμό τους οι New York Times, με βάση τα στοιχεία του βιβλίου «Η τιμή της εισαγωγής σε ένα πανεπιστήμιο», οι νόμιμες «δωροδοκίες» ονομάζονται προσφορές και γίνονται απευθείας στο Πανεπιστήμιο από γονείς με ηχηρά επώνυμα. Κάπως έτσι εξασφάλισε την εισαγωγή του στο Χάρβαρντ ο γαμπρός του Τραμπ. Φήμες λένε ότι κάπως έτσι αποφοίτησαν από διάσημα αμερικάνικα πανεπιστήμια αστέρες της ελληνικής πολιτικής. Με το χρήμα και τις διεθνείς πολιτικές γνωριμίες. Στις πανελλαδικές όμως, α, όλα κι όλα, να μπει και βάση πάνω από το 10 αν το επιθυμούν οι σχολές !

Δεν είναι λοιπόν το πρόβλημα της εκπαίδευσης ούτε οι βαθμοί ούτε οι βάσεις. Είναι πολύ βαθύτερο και πάει πολύ μακρύτερα. Η κυρία Ν. Κεραμέως είναι γνωστή για την εργατικότητά της και φαίνεται ότι θέλει να παράξει έργο. Είναι και νέα και φιλόδοξη. Έχει όμως και αυτή ένα «δομικό» πρόβλημα. Οι σκληρές νεοφιλελεύθερες απόψεις της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχει φοιτήσει σε δημόσιο σχολείο, ούτε και σε ελληνικό πανεπιστήμιο, ίσως τη δυσκολέψουν να καταλάβει σε τί  συνθήκες προσπαθούν να παράξουν έργο οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται σε αυτό. Γιατί όπως σωστά είπε, οι εκπαιδευτικοί είναι η ψυχή κάθε εκπαιδευτικού οργανισμού. Χρειάζονται τη στήριξή της και η ίδια μπορεί να μάθει πολλά απ’ αυτούς. Αρκεί να τους συναντήσει και να τους ακούσει.

Για παράδειγμα η Ένωση Ελλήνων Φυσικών έχει τοποθετηθεί δημόσια : «Και τα φετινά αποτελέσματα  των εισαγωγικών διαγωνισμών απέδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο τις στρεβλώσεις και τις αδυναμίες του συστήματος εισαγωγής. Σύστημα ξεπερασμένο, με εμφανή σημάδια κόπωσης, που οδηγεί σε θέματα εξεζητημένα και αλλοιώνουν την ουσία των μαθημάτων, ενώ πιεστικά οδηγεί τους μαθητές στη στείρα εκμάθηση τεχνικών επίλυσης και τίποτα άλλο». Όσον αφορά τη Φυσική, η ΕΕΦ ζητά «την αναθεώρηση του τρόπου εξέτασής της, με εισαγωγή πειραματικών θεμάτων και αλλαγή της δομής της θεματολογίας, δίνοντας έμφαση στη Φυσική Επιστήμη κι όχι στις τεχνικές επίλυσης εξουθενωτικών προβλημάτων». Η ΕΕΦ   «έχει ολοκληρωμένη και εκσυγχρονισμένη διδακτική πρόταση για τη Φυσική Επιστήμη, για όλο το εύρος της Μέσης Εκπαίδευσης και ευελπιστεί ότι σύντομα θα κληθεί να την καταθέσει στο υπουργείο Παιδείας, στο πλαίσιο ενός ευρύ και αποδοτικού διαλόγου, που επείγει, πλέον, να ξεκινήσει».

Κι άλλες Ενώσεις έχουν έτοιμη ολοκληρωμένη πρόταση. Μπορούν να φανούν χρήσιμες. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι γνωρίζουν την παιδεία και τα προβλήματά της καλύτερα από όλους. Κερδισμένο θα βγεί το υπουργείο κι ας εμμένει στις απόψεις του. Φυσικά και δεν θα δούμε αποτελέσματα άμεσα. Είπαμε, η επένδυση στην παιδεία θέλει χρόνο για να αποδόσει. Να επενδύσουμε όμως, όχι να ξορκίσουμε.

Καλή σχολική χρονιά σε όλες και όλους.

Βαγγέλης Ντάλης, Χημικός – φροντιστής

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το