“[…] Παιδί σε χτίσαν, γέρασες χωρίς σταλιά να ζήσεις.
Μήνες και χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι όλο η πηγάδα βάθαινε κι αψήλωνεν ο τοίχος,
παρηγοριά και μάθημα φτωχολαού δεμένου.. […]”

Ετούτοι οι στίχοι, απόσπασμα ποιήματος που περιλαμβάνεται στη συλλογή “Οργή Λαού”, αφιερώνονται από τον Κώστα Βάρναλη στον Τάκη Φίτσιο – ιδρυτικό στέλεχος της ΟΚΝΕ, ηγετική μορφή του εαμικού κινήματος και του ΔΣΕ κι εθνοσύμβουλο της ΠΕΕΑ – μετά το θάνατό του. Λέγεται ότι το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτόν τον ισχνό, αγέρωχο άντρα, ούτε πίσω απ’ τα σίδερα της Ακροναυπλίας, ούτε στην εξορία της Φολεγάνδρου, της Γαύδου ή της Ικαριάς, ούτε τη στιγμή της εκτέλεσής του στις 16 Απρίλη του ’49 στη Χαλκίδα – με απόφαση έκτακτου στρατοδικείου. Δευτερόλεπτα πριν την εκτέλεση στο χώρο του νεκροταφείου, ο Φίτσιος πλησίασε το νεκροθάφτη και του πρόσφερε την καμπαρντίνα του λέγοντας: “Παρ’ την αυτή σύντροφε… Εκεί, που πάω δε μου χρειάζεται…”.

Μεταξύ άλλων, ο Φίτσιος μυεί – από το ’24 ακόμα – τον συμπατριώτη του Άρη Βελουχιώτη στο κομμουνιστικό όραμα – οι δυο άντρες θα συνδεθούν με δυνατή φιλία, και θα συνυπάρξουν ως εξόριστοι στη Γαύδο τη 2ετία ’31-33, μαζί με τον Αντρέα Τζήμα, τον κατοπινό Σαμαρινιώτη του ΕΛΑΣ, τότε ακόμα που ο Βελουχιώτης ήταν Θανάσης Κλάρας.

Οι εκτοπισμένοι της Γαύδου, όλοι σχεδόν κομμουνιστές, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια δολοφονική συνθήκη. Χωρίς στέγη πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τρεφόμενοι για καιρό σχεδόν αποκλειστικά με κεδρόκοκκα που τους προκαλούν αιμορραγίες, υποκύπτουν κάθε τόσο στον τύφο και τη φυματίωση που θερίζουν• ο Φίτσιος θα πεθάνει φυματικός. Αυτοί όμως οι ρακένδυτοι καταδιωγμένοι, θα εκπέμψουν μήνυμα ανυποχώρητης αντίστασης το ’33: «Σύντροφοι στο πόδι! Στις προσπάθειές σας για την άμεση οικονομική μας ενίσχυση αγωνισθείτε για να γίνει σύνθημα της μάζας, σύνθημα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων της πόλης και του κάμπου η κατάργηση της Γαύδου, η γενική αμνηστία στους φυλακισμένους και εξορίστους αγωνιστές της εργατικής τάξης». Γαύδος, 15 Μάη 1933

Αυτοί οι ίδιοι θα φτιάξουν αυτοσχέδιο χειρόμυλο, φούρνο και πρότυπο περβόλι, θ’ ανοίξουν καφενείο και θα κατακτήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, θα μάθουν γραφή και ανάγνωση στους ελάχιστους αναλφάβητους, και θα χτίσουν σπίτι σε κρητικό ρυθμό. Στη Γαύδο θα εκτοπιστούν τη 2ετία ‘34-’35 κι οι Μπαρτζιώτας και Πορφυρογένης, και στις 30 Μάη του ’41, επτά ακόμα εξόριστοι μεταξύ των οποίων οι Πολύδωρας Δανιηλίδης, Μάρκος Βαφειάδης, Λεωνίδας Στρίγγος, Μήτσος Βλαντάς, θα δραπετεύσουν, ενώ μέσα στη δίνη της γερμανικής εισβολής, όλοι σχεδόν θα διαφύγουν στην Κρήτη. Αρκετοί θα πάρουν μέρος στη μάχη της Κρήτης, κι οι περισσότεροι θα στελεχώσουν στη συνέχεια την Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Η ιστορία του Φίτσιου, του Δανιηλίδη και των συντρόφων τους, είναι χρονικό ενεργητικής αντίστασης, ασίγαστης πάλης και δημιουργίας, από την ίδρυση ακόμα του ΣΕΚΕ, στα 1918. Το αστικό κατεστημένο αντιδρά με ανυπόκριτη βιαιότητα στο επαναστατικό κύμα που σαρώνει την υφήλιο μετά το ’17, και που θα πυροδοτήσει μια δίχως προηγούμενο έξαρση των εργατολαϊκών αγώνων. Η ζωή των Ελλήνων κομμουνιστών και των αριστερών αγωνιστών κυριαρχείται εφεξής από ανηλεείς διώξεις, φυλακίσεις κι αλλεπάλληλες εκτοπίσεις• καμιά δοκιμασία δεν θα είναι σκληρότερη από την εξορία. Αντιπροσωπευτικός δείκτης του αυταρχισμού του νεότερου αστικού κράτους και της μοναρχοφασιστικής βαρβαρότητας, θα χρωματίσει ανεξίτηλα την πολιτική των ξενόδουλων, αντιδραστικών κυβερνήσεων από τον μεσοπόλεμο ως τις μέρες της χουντικής 7ετίας, αποτυπώνοντας απερίφραστα το μέτρο της ηθικής και του “πολιτισμού” της εγχώριας μεγαλοαστικής τάξης. Μιας τάξης που, παίρνοντας σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές θέση απέναντι στο λαό, εγκλωβισμένη στο αντικομουνιστικό της μένος και ταπεινωτικά υποτασσόμενη στους ξένους δυνάστες του τόπου, θα παράγει μόνο δεινά – και οπισθοδρόμηση.

Η καθιέρωση της εκτόπισης ως κρατικού μηχανισμού καταστολής, διενεργείται για πρώτη φορά με νομοθετικό Διάταγμα στις 19 Απριλίου του 1924 (“Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας”). Oι Επιτροπές Δημόσιας Ασφάλειας θα χρησιμοποιηθούν συστηματικά στο εξής για τη δίωξη και τον εκτοπισμό χιλιάδων κομμουνιστών και αγωνιστών της Αριστεράς. Το διάταγμα θα τροποποιηθεί επί τα “βελτίω” από την κυβέρνηση Πάγκαλου στα 1926, με προσθήκη που διευρύνει τη δικαιοδοσία των Επιτροπών, ώστε να επιβάλλουν αναιτιολόγητα βαριές ποινές εκτοπισμού (μέχρι και τρία χρόνια) σε μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, με κατασκευασμένες κατηγορίες.

Θ’ ακολουθήσει στα 1929 το διαβόητο Ιδιώνυμο, αλλιώς Νόμος 4229/1929 του φιλελεύθερου Βενιζέλου, ο οποίος δεν άφησε το παραμικρό ερωτηματικό ως προς τους στόχους του: “Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξει τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ’ Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής. […] Το νομοσχέδιον επιδιώκει την δίωξιν των οπαδών της Γ’ Διεθνούς”.

Η βίαιη πολεμική προς το ΚΚΕ θα κλιμακωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της 10ετίας του ’30 ευθέως ανάλογα προς την ενδυνάμωσή του & τη μαζικοποίηση του εργατολαϊκού κινήματος. Οι Έλληνες κομμουνιστές κι οι συνοδοιπόροι τους θα πληρώσουν με αίμα τη δημιουργία και την απελευθερωτική δράση της παλλαϊκής Εαμικής Αντίστασης. Μετά τη Βάρκιζα ειδικά και σε μεγάλο βάθος χρόνου μετά τη λήξη του Εμφυλίου, η άσκηση πολιτικής θα είναι έκφραση ακραίας καταστολής• η οποία διενεργείται κατ’ αρχάς άνομα, από παρακρατικές φασιστικές συμμορίες, δοσίλογους και ταγματασφαλίτες της Κατοχής, που δρουν καθ’ υπόδειξη και με τις ευλογίες των αγγλο-αμερικανών και την πλήρη ανοχή των αστικών κομμάτων, και στη συνέχεια υπό την σκέπη νομοθετημάτων, που στοχεύουν στην απονομιμοποίηση και διάλυση του ΚΚΕ και των δυνάμεων της Αριστεράς. Με την έναρξη του Εμφυλίου οι άνομες διώξεις θα γίνουν κανόνας. Τα προωθούμενα νομοθετήματα, όπως το Γ’ Ψήφισμα του Ιουνίου του ’46, με το οποίο στοχοποιούνται κατ’ αρχήν τα μέλη του ΚΚΕ αλλά και το σύνολο των αριστερών αγωνιστών, δεν θα λειτουργήσουν παρά προσχηματικά. Δρομολογείται κατά προτεραιότητα ο μαζικός εκτοπισμός των ”υπόπτων” και “επικινδύνων”, με στόχο ν’ αποκοπούν ενεργητικές μάζες δημοκρατών πατριωτών κι εξεγερμένων αγωνιστών από τον ΔΣΕ – ώστε αφενός μεν να μείνουν έξω από τις γραμμές του, κι αφετέρου να παρεμποδιστεί κάθε μορφής στήριξή του. Το νέο, επαχθέστερο Ιδιώνυμο που νομοθετείται στην αμέσως επόμενη φάση, θέτει εκτός νόμου το ΚΚΕ και τις φίλιες οργανώσεις.
“Αναγκαστικός νόμος 509 της 27ης Δεκεμβρίου του 1947”

Λογοκριμένο γράμμα του Γιάννη Ρίτσου από τον Άη Στράτη προς την αδερφική του φίλη Καίτη Δρόσου.

Γιάννης Ρίτσος Δίδα Καίτη Δρόσου
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου Τιμοθέου 45 – Αθήνα

11.Χ.50. – Καιτούλα – το βράδυ κι η λάμπα μου – ένα τραγούδι μακρινό σε κάποια σκηνή – τ’ ακούς; είναι όμορφο το τραγούδι και συ και η ώρα που σου κουβεντιάζω μην ξέροντας τι να σου πω – παρά μόνο πως σε θυμάμαι και σ’ αγαπώ – πως τώρα που σε ξανάδα σ’ αγαπώ πιότερο και σε ξέρω – και δε θέλω να ‘ναι λυπημένα τα μάτια σου, Καιτούλα, ναι, να το ξέρεις, είσαι πιο όμορφη όταν είσαι χαρούμενη – γέλασε λοιπόν – έτσι μπράβο – κι εγώ, σαν θα ξανανταμώσουμε θα σ’ αφήσω να με φιλάς στο στόμα γιατί τώρα είμαι καλά – πολύ καλά – το νιώθω – ά, Καιτούλα, Καιτούλα, τι όμορφο που ‘ναι τούτο το βράδυ – γιομάτο αγάπη, – και το τραγούδι κι η καρδιά μας. Καληνύχτα κοριτσάκι μου. Καληνύχτα.

Σημείωση: Από τον Μάρτη του 1950, ο Γιάννης Ρίτσος βρίσκεται στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του στρατοπέδου της Μακρονήσου (με υποτροπή της φυματίωσης που τον ταλαιπωρεί), απ’ όπου απολύεται τον Ιούλιο – ενώ νοσεί ακόμα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα συλλαμβάνεται και πάλι, ξαναστέλνεται στο υπό διάλυση στρατόπεδο της Μακρονήσου και μεταφέρεται – μαζί με όλους τους συντρόφους του και συναγωνιστές που επέμεναν στην άρνησή τους να υπογράψουν δηλώσεις “νομιμοφροσύνης” -στον Άη Στράτη. Εκεί, σε ανθρωπινότερες συνθήκες διαβίωσης – σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου (“είμαι καλά, πολύ καλά – τώρα μάλιστα βρίσκομαι κάτω από στέγη – όχι πια σε αντίσκηνα – καταλαβαίνεις;”), θα μετρήσει δυο ακόμα καλοκαίρια ως τον Αύγουστο του 1952, οπότε θα επιστρέψει ελεύθερος πια στην Αθήνα.

Θέμις Αμάλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το