Ολο και περισσότεροι Αμερικανοί βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο αδιέξοδο ενός φαύλου εκπαιδευτικού συστήματος, όπου για να σπουδάσει κανείς ακόμα και σε δημόσιο πανεπιστήμιο χρειάζεται να πάρει ένα μεγάλο τραπεζικό δάνειο για τα δίδακτρα, τη στέγη και το φαγητό. Όμως η δόση του δανείου είναι αβάσταχτη, οι φοιτητές δεν μπορούν να το εξυπηρετήσουν, οι τόκοι αυξάνονται και έτσι σήμερα 44,7 εκατ. πολίτες οφείλουν σπουδαστικά δάνεια συνολικού ύψους πάνω από 1,56 τρισ. δολάρια

● Μπράντον Αϊζακς: απόφοιτος του Κολεγίου Gettysburg (2005), πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Detroit Mercy (2009).

Οταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, όφειλε 139.000$ σε σπουδαστικά δάνεια. Μέχρι τα τέλη του 2018 είχε ξεπληρώσει 58.000$, καταβάλλοντας κατά μέσο όρο δόση 640$ τον μήνα. Σήμερα το χρέος του φτάνει τα 161.000$.

● Μισέλ Κουιντέρο Μίλαν: πτυχίο από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα (2004), πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του Ντένβερ (2012). Με την αποφοίτησή του χρωστούσε 341.000$. Μέχρι τώρα έχει ξεπληρώσει 35.000$. Η μηνιαία δόση του είναι κατά μέσο όρο 530$. Σήμερα το χρέος του είναι 410.000$.

● «Πιστεύω ότι έκανα όσα μου έμαθαν μεγαλώνοντας. Πήγα στο σχολείο, πήρα πτυχίο, βρήκα μια καλή δουλειά και όλα αυτά για να αποκτήσω μια καλή ζωή. Ακολούθησα όλους τους κανόνες». Οταν όμως η Χαϊλί Ανταμσον βγήκε στην αγορά εργασίας, οι συνθήκες είχαν αλλάξει προς το χειρότερο, ξέσπασε η κρίση, η ανεργία αυξήθηκε, οι μισθοί συρρικνώθηκαν, οι δουλειές ήταν επισφαλείς. Και το φοιτητικό της χρέος από 65.000$ που ήταν όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, σήμερα έχει αυξηθεί κατά 20.000$. Οι μηνιαίες πληρωμές των 200$, επί σειρά ετών, κάλυπταν μόνο τους τόκους.

«Ζω στο όριο», λέει. «Μπορώ προς το παρόν να πληρώνω τα 206$ τον μήνα. Αλλά αυτό το ποσό θα πρέπει να το πληρώνω για όλη μου τη ζωή».

● Λι Μακ Ιλβέιν: πτυχία από το Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού (2006) και από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα (2008). Φοιτητικό χρέος στην αποφοίτηση: 70.000$. Μέχρι στιγμής έχει πληρώσει 50.000$ με κατά μέσο όρο μηνιαία δόση 410$. Ακόμα οφείλει… 70.000$, δηλαδή πίσω στην αφετηρία, στο αρχικό κεφάλαιο του δανείου.

Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη αυτή η λίστα των Αμερικανών που έχουν βουλιάξει στο χρέος, πριν ακόμα ξεκινήσουν με όνειρα και φιλοδοξίες την επαγγελματική τους ζωή: 44,7 εκατομμύρια οφείλουν σήμερα σπουδαστικά δάνεια. Ετσι μεγάλωσαν. Aυτό το όνειρο «κληρονόμησαν»: ότι η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, τα πολλά πτυχία και μεταπτυχιακά θα οδηγήσουν σε καλύτερους μισθούς, σε καλύτερες δουλειές, σε καλύτερη ζωή, σε κοινωνική άνοδο.

Το κόστος όμως αυτού του ονείρου αυξήθηκε δυσανάλογα με το όφελος τις τελευταίες δεκαετίες.

Και το συνολικό χρέος, που υπολογίζεται στο 1,56 τρισ. δολάρια, δεν αποτελεί μόνο μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας, αλλά έχει -και θα έχει για τις επόμενες γενιές- εξίσου βαριές επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό και το δημογραφικό.

Στα 35 της η Κάθριν έχει δάνεια ύψους 118.000$. «Εχω βουλιάξει τόσο πολύ στο χρέος», λέει στο Buzzfeed, «που δεν πρόκειται να το εξοφλήσω ποτέ. Κι όλα αυτά που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του -γάμος, ταξίδια, παιδιά, σπίτι, καριέρα, να μη ζεις με τη μητέρα σου σε διαμέρισμα ενός δωματίου, να μη ζεις διαρκώς με τον φόβο- ποτέ δεν θα μπορέσω να τα πετύχω. Μου λείπει η ασφάλεια. Επισκέφθηκα οδοντίατρο μία φορά στα 15 χρόνια. Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι εάν αρρωστήσω με καρκίνο, θα τον αφήσω να με πάρει. Τι άλλο μπορώ να κάνω; Δεν θα έχω τη δυνατότητα να τον πολεμήσω».

Το 1983, ο σπουδαστής δανειζόταν για τις σπουδές του κατά μέσο όρο 746$ τον χρόνο (1.881$ με σημερινές τιμές).

Οι πιο πρόσφατες στατιστικές δείχνουν ότι το 2018, το ετήσιο δάνειο για προπτυχιακές σπουδές ήταν 4.510$, ενώ για ένα πτυχίο το αντίστοιχο ποσό κυμαίνεται στα 17.990$. Την εκπαιδευτική χρονιά 2016-2017 ο σπουδαστής τελείωνε το κολέγιο έχοντας φορτωθεί χρέος από δάνεια -ομοσπονδιακά και ιδιωτικά- κατά μέσο όρο 37.172$.

Και αυτή η κλιμάκωση δεν αφορά μόνο τη γενιά των Millennials ή αλλιώς Generation Y.

Σύμφωνα με μελέτη του 2017, και προηγούμενες γενιές πλήρωσαν το τίμημα: 2,8 εκατ. Αμερικανοί άνω των 60 ετών έχουν στη συνταξιοδότησή τους τουλάχιστον ένα φοιτητικό δάνειο να αποπληρώσουν (αύξηση τετραπλάσια τα τελευταία 12 χρόνια). Οπως αναφέρει το Bloomberg, στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, 1,8 εκατ. Αμερικανοί άνω των 62 ετών χρωστούσαν 62,5 δισ. $ σε ομοσπονδιακά φοιτητικά δάνεια, ενώ η ηλικιακή ομάδα 50-61 ετών χρωστούσε 213,6 δισ. $.

Εν ολίγοις, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, μέσα σε έναν χρόνο το ποσό που όφειλαν οι άνω των 50 αυξήθηκε κατά 28,8 δισ. $ ή 11,6%.

Οι Millennials όμως (δηλαδή τα παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980-1990) έχουν φορτωθεί τρεις φορές περισσότερο φοιτητικό χρέος απ’ ό,τι οι γονείς τους, εν μέρει διότι το κόστος των σπουδών (δίδακτρα και διαμονή) συνεχώς κλιμακώνεται. Υπολογίζεται ότι για 4ετείς σπουδές σε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, τα δίδακτρα έχουν αυξηθεί περισσότερο από 313% μέσα στα τελευταία 30 χρόνια.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ το χρέος μου χωρίς να σκεφτώ και την αυτοκτονία», λέει μια 30χρονη με δάνεια 43.000$. «Στην αρχή είχα μεγάλο άγχος και μια αίσθηση ντροπής, ότι ήμουν μια αποτυχημένη, ένα παράσιτο που δεν μπορούσα να πληρώνω τις δόσεις μου. Ακόμα νιώθω ντροπή και άγχος, αλλά η αίσθηση της αποτυχίας έχει αντικατασταθεί από την οργή. Οργή επειδή μου είπαν ψέματα, με πίεσαν και με εκμεταλλεύτηκαν. Μας είχαν πει ότι κάνουμε μια βασική, σχεδόν υποχρεωτική επένδυση για το μέλλον μας. Και τώρα καταλήξαμε να είμαστε ενοικιαζόμενοι υπηρέτες».

Το… δόγμα Τρούμαν για την εκπαίδευση

«Η δημοκρατική κοινότητα δεν μπορεί να ανεχθεί μια κοινωνία με εκπαίδευση μόνο για τους έχοντες. Εάν οι ευκαιρίες για κολεγιακές σπουδές περιορίζονται σε όσους έχουν υψηλά εισοδήματα, ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία και τη διαιώνιση μιας ταξικής κοινωνίας η οποία δεν έχει θέση στον αμερικανικό τρόπο ζωής».

Αυτό απεφάνθη η επιτροπή που συγκροτήθηκε επί προεδρίας Χάρι Τρούμαν το 1947 και η οποία πρότεινε, μεταξύ άλλων, τον διπλασιασμό των νέων που σπουδάζουν σε κολέγια μέχρι το 1960, μέσω κρατικής βοήθειας -με τη μορφή είτε δανείων, είτε επιχορηγήσεων- προκειμένου σταδιακά να γίνει πραγματικότητα η ανώτατη εκπαίδευση για όλους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όμως περίπου το ένα τέταρτο των μαθητών δεν τελείωνε καν την ανώτερη εκπαίδευση και από τους αποφοίτους μόνο οι μισοί συνέχιζαν τις σπουδές τους σε κολέγιο, ως επί το πλείστον λευκοί, καθώς επί σειρά ετών πολλά πανεπιστήμια και κολέγια αρνούνταν να δεχθούν μαύρους φοιτητές.

Για να αυξήσει αυτούς τους αριθμούς, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον υπέγραψε, το 1965, τον νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση, για να γίνει ακόμα πιο «προσιτή σε όλους» η πρόσβαση στα πτυχία.

Τότε όμως τέθηκαν οι βάσεις του σημερινού χρέους. Για να δεχθούν οι Ρεπουμπλικανοί να προσυπογράψουν την κρατική δαπάνη, ο Τζόνσον «συμβιβάστηκε»: τα ομοσπονδιακά κονδύλια θα συμπλήρωναν δάνεια από ιδιωτικές τράπεζες, τα οποία θα επιχορηγούνταν από το Δημόσιο, διασφαλίζοντας έτσι τις τράπεζες ότι ακόμα και εάν ο οφειλέτης δεν μπορούσε να τα αποπληρώσει, αυτές δεν θα έχαναν ούτε ένα σεντ.

Για να εξισορροπήσει κάπως το κόστος αυτού το προγράμματος η κυβέρνηση άρχισε να συνεργάζεται με ΜΚΟ, αλλά και πολιτειακές υπηρεσίες συμφωνώντας ότι το κράτος θα πλήρωνε 1% του κάθε δανείου που διαχειρίζονταν τρίτοι. Και εάν το δάνειο «κοκκίνιζε», τότε αυτοί οι τρίτοι θα αποζημίωναν την τράπεζα και στη συνέχεια θα λειτουργούσαν ως «εισπρακτικές» τσεπώνοντας 16 σεντ για κάθε δολάριο χρέους.

Η γενική ιδέα ήταν ότι η χρηματοδότηση από τις πολιτειακές κυβερνήσεις θα βοηθούσε να κρατηθούν χαμηλά τα δίδακτρα, ενώ η χρηματοδότηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα βοηθούσε τους φοιτητές να αντεπεξέλθουν σε αυτό το κόστος.

Ο Τζόνσον πέτυχε μεν τον στόχο του και οι εγγραφές στα κολέγια αυξήθηκαν μεν, αλλά ταυτόχρονα αυξήθηκαν και τα δίδακτρα, με ρυθμούς που δεν συμβάδιζαν με τους μισθούς.

Το πρόγραμμα τροποποιήθηκε πολλές φορές και κατέληξε το 2004 οι υπηρεσίες και οι οργανισμοί που δημιουργήθηκαν για τη διαχείριση των φοιτητικών δανείων να έχουν κέρδη δισεκατομμυρίων και ως «αρπακτικά» της αγοράς να «πακετάρουν» και να πουλάνε τα προβληματικά φοιτητικά δάνεια στη Γουόλ Στριτ.

Η «γενεαλογία» του χρέους

Με χαμηλά δίδακτρα, κρατική ενίσχυση και παράλληλη δυνατότητα εύρεσης εργασίας, η πλειονότητα των παππούδων και των γιαγιάδων της γενιάς των Millennials κατάφερε ως επί το πλείστον να τελειώσει τις σπουδές της χωρίς δανεισμό, και σε ορισμένες περιπτώσεις να βοηθήσει τα παιδιά της να σπουδάσουν. Αυτή η τάση άρχισε να αλλάζει τις δεκαετίες 1980-1990.

Ολο και περισσότεροι μαθητές άρχισαν να αποφοιτούν από τη μέση εκπαίδευση και όλο και περισσότεροι θεωρούσαν αυτονόητο δικαίωμα και απαραίτητο εφόδιο τις σπουδές σε κολέγια/πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και η περίοδος που η χρηματοδότηση προς τα πολιτειακά εκπαιδευτικά ιδρύματα άρχισε να συρρικνώνεται σημαντικά, καθώς οι πολιτικοί που είχαν εκλεγεί με την υπόσχεση να μειώσουν τις κυβερνητικές δαπάνες, έκαναν περικοπές στους προϋπολογισμούς. Και από πού θα κόψουν; Από την εκπαίδευση.

Ετσι το κόστος των σπουδών -τόσο στα δημόσια κολέγια όσο και στα ιδιωτικά- άρχισε να αυξάνεται και η εκπαίδευση από «κοινωνική επένδυση» έγινε «προσωπική επένδυση», που εν τέλει πρέπει να βαρύνει τον κάθε πολίτη προσωπικά.

Μια ολόκληρη βιομηχανία είδε την ευκαιρία και την άρπαξε: τράπεζες, ιδιωτικά κερδοσκοπικά ή μη κολέγια, ιδιωτικές επιχειρήσεις χορήγησης δανείων, εργολάβοι που αναλάμβαναν για λογαριασμό του υπουργείου Παιδείας την εξυπηρέτηση αυτών των δανείων.

Οι πανεπιστημιουπόλεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε όλη τη χώρα (εκατοντάδες έχουν κλείσει έκτοτε), οι πρακτικές «στρατολόγησης» φοιτητών έγιναν πολύ πιο επιθετικές και οι εγγραφές διπλασιάστηκαν μεταξύ του 1998 και του 2014, φτάνοντας τα 2,1 εκατ. σπουδαστές. Μαζί αυξήθηκε και το φοιτητικό χρέος – ομοσπονδιακό, αλλά και ιδιωτικό.

Η πρακτική των ιδιωτικών κολεγίων ήταν τα δίδακτρά τους να είναι κάτι περισσότερο από το ανώτατο όριο του ομοσπονδιακού δανείου που μπορούσε να πάρει ένας φοιτητής, έτσι ώστε να είναι διασφαλισμένα τα κέρδη τους.

Την εκπαιδευτική χρονιά 2017-2018, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι φοιτητές των δημόσιων πανεπιστημίων πλήρωναν κατά μέσο όρο 21.000$ για δίδακτρα, στέγη και φαγητό, κόστος διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο πριν από 30 χρόνια.

Στα ιδιωτικά ιδρύματα όμως, το συνολικό κόστος ήταν 47.000$, όταν το 1987 ήταν 22.500$. Εάν σε αυτή την εξίσωση προστεθούν η αυξανόμενη ανισότητα των εισοδημάτων και η στασιμότητα των μισθών, τότε δημιουργείται το τέλειο περιβάλλον για τις τράπεζες και κάθε είδους ιδιώτες δανειστές να αποκομίσουν τεράστια κέρδη, από φοιτητές που βούλιαζαν από το χρέος προκειμένου να αποκτήσουν κάποτε «μια καλύτερη ζωή».

Η «διαγραφή» του χρέους

Το 2007, παραμονές της κρίσης των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, «γεννήθηκε» η υπηρεσία διαγραφής των ομοσπονδιακών δανείων για όσους εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες (PSLF). Πέρασε ο σχετικός νόμος από το Κογκρέσο και υπεγράφη από τον τότε πρόεδρο Τζορτζ Μπους. Δεν ήταν όμως όλοι ευχαριστημένοι.

Κυρίως οι τράπεζες που έχαναν δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις, αλλά και οι «μεσάζοντες» οργανισμοί και υπηρεσίες, στους οποίους το υπουργείο Παιδείας πρόσφερε ένα «καρότο»: εργολαβία τη διαχείριση των φοιτητικών δανείων, την είσπραξη των οφειλών και εν γένει την «εξυπηρέτηση» των οφειλετών.

Η κεντρική ιδέα πίσω από τον νόμο ήταν ότι ναι μεν η απασχόληση στον δημόσιο τομέα δεν πληρώνει ικανοποιητικούς μισθούς, αλλά χρειάζεται η στελέχωση πολλών τομέων -όπως η εκπαίδευση και οι κοινωνικές υπηρεσίες- με πτυχιούχους. Δηλαδή, νέους ανθρώπους φορτωμένους από νωρίς με μεγάλα χρέη, λόγω των φοιτητικών δανείων.

Πώς θα ενθαρρύνει λοιπόν το Δημόσιο τους νέους να εκπαιδευτούν γι’ αυτές τις κακοπληρωμένες δουλειές που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του κράτους, ακόμα και εάν πρέπει να υπερχρεωθούν για να σπουδάσουν;

Απλούστατα, προσφέροντας στο πακέτο της απασχόλησης και «τη διαγραφή του χρέους». Πώς επιτυγχάνεται αυτή η διαγραφή; Η γενική λογική και εδώ είναι απλή: ο απασχολούμενος εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα αποπληρωμής του φοιτητικού του δανείου με βάση το εισόδημά του, εργάζεται στο Δημόσιο για μία δεκαετία ενώ πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις του δανείου του και μετά τη δεκαετία, δικαιούται ένταξη στο πρόγραμμα διαγραφής του χρέους του.

Το πρόβλημα ήταν όμως, αφ’ ενός ότι δεν υπήρχαν σαφείς οδηγίες εφαρμογής αυτής της απλής ιδέας και αφ’ ετέρου ότι εφαρμόστηκε με τον «αμερικανικό τρόπο»: το ανέλαβαν εργολαβικά κερδοσκοπικές εταιρείες, που εξυπηρετούν και το πρόγραμμα αυτό και άλλα προγράμματα φοιτητικών δανείων.

Και ποιος εργολάβος θα ήθελε να χάσει την προμήθειά του διεκπεραιώνοντας δάνεια, όταν το κέρδος του στην ουσία είναι αυτό το χρέος να είναι σε συνεχή εκκρεμότητα;

Το αποτέλεσμα είναι ένα χάος, με καταγγελίες και μηνύσεις και δεκάδες χιλιάδες εξαπατημένους δανειολήπτες, που είδαν το χρέος τους αντί να μειώνεται να αυξάνεται.

Μέσα σε λίγα χρόνια, λοιπόν, μαζί με το εκπαιδευτικό τοπίο, άρχισε να αλλάζει στην Ουάσινγκτον και η λογική πίσω από το καθολικό «δικαίωμα στην εκπαίδευση». Και πρόκειται τώρα να γίνει μία ακόμα «στροφή», με την κυβέρνηση Τραμπ να ετοιμάζεται να καταργήσει το πρόγραμμα.

Οπως λέει σε αφιέρωμα που δημοσίευσε στο Buzzfeed ο καθηγητής δικαίου στο Πανεπιστήμιο Georgetown, Τζον Μπρουκς:

«Οι άνθρωποι που έτρεχαν το ομοσπονδιακό πρόγραμμα βοήθειας προς τους φοιτητές απέκτησαν μια “αντίσταση” στην ιδέα της διαγραφής του χρέους. Θεωρούν τους εαυτούς τους κάτι σαν τραπεζίτες: “Σας δανείσαμε και πρέπει να μας ξεπληρώσετε”. Η βασική τους δουλειά είναι να διασφαλίσουν ότι η κυβέρνηση θα πάρει πίσω τα λεφτά της συν κάτι παραπάνω, πράγμα που δεν είναι επωφελές ούτε για τους φοιτητές ούτε για την ανώτερη εκπαίδευση και την κοινωνία γενικότερα».

Με άλλα λόγια, όπως σημειώνει η Αν Ελεν Πέτερσεν στο σχετικό άρθρο, πλέον ο δανειζόμενος φοιτητής δεν αντιμετωπίζεται ως «το μέλλον της χώρας», αλλά ως ο πελάτης του συστήματος και μάλιστα «κακός πελάτης», ενώ η εκπαίδευση είναι άλλη μία συναλλαγή, που πρέπει να εξοφληθεί στο ακέραιο. Και βεβαίως όλα αυτά ισχύουν για τα κρατικά δάνεια. Διότι υπάρχει και το βάρος των δανείων από τράπεζες ή ιδιωτικές εταιρείες. Και αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία.

Συχνά πιστεύουμε ότι οι μόνοι που υποφέρουν από τα φοιτητικά δάνεια είναι όσοι δεν μπορούν να τα αποπληρώσουν, λέει στο Buzzfeed ο πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Καταναλωτή, Σεθ Φρότμαν. «Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Υπάρχουν κι αυτοί που πρέπει να πάρουν πτυχία για να κρατήσουν τη δουλειά τους. Που δεν έχουν οικονομίες, που δεν έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα συνταξιοδότησης και που δεν μπορούν να αποταμιεύσουν τίποτα για να διασφαλίσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους. Είναι ένας φαύλος κύκλος».

Δωρεάν δίδακτρα για όλους;

Κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει την κρίση, που δοκιμάζει πολλούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας και ορισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα εξετάζουν διάφορα προγράμματα για να την αντιμετωπίσουν:

Στο Χάρβαρντ, για παράδειγμα, οι φοιτητές που έχουν οικογενειακό ετήσιο εισόδημα κάτω από 65.000$ δικαιούνται δωρεάν σπουδές. Το Πρίνστον προσφέρει δωρεάν τις σπουδές, τη στέγη και τη διατροφή για φοιτητές των οποίων οι οικογένειες έχουν εισόδημα κάτω από 54.000$. Το ίδιο αποφάσισαν τα Πανεπιστήμια Brown και Columbia.

Πέρσι ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Αντριου Κουόμο, υιοθέτησε το πρώτο πρόγραμμα σε εθνικό επίπεδο, που προσφέρει δωρεάν δίδακτρα για τετραετείς σπουδές στα δημόσια κολέγια και πανεπιστήμια της Πολιτείας σε φοιτητές με οικογενειακό εισόδημα έως 100.000$. Ενώ η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε ότι καταργεί τα ετήσια δίδακτρα των 55.000$ για όλους τους φοιτητές της, νέους και παλιούς, με γνώμονα το συμφέρον της ιατρικής επιστήμης, προκαλώντας και άλλες Ιατρικές Σχολές να ακολουθήσουν το παράδειγμά της.

Πηγή: Αθηνά Κουφοπάνου – efsyn.gr

Διάβασε και αυτό:

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το