Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

          «Είναι νόμος του κράτους η αξιολόγηση, έχει ψηφιστεί από τον Ιούνιο. Σε αυτή την αξιολόγηση είχε τοποθετηθεί θετικά και η ΟΛΜΕ στο 8ο Συνέδριό της», τόνισε η υπουργός Παιδείας στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ 100.3 και την εκπομπή «Σκάει Είδηση» με τους Δημήτρη Οικονόμου και Εύα Αντωνοπούλου την Παρασκευή 5/3 διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι  «θα βρεθεί η καλύτερη λύση και η αναγκαία προσαρμογή λόγω της πανδημίας,  αφού και οι δύο πλευρές θέλουν την αξιολόγηση και υπάρχει κοινός τόπος και κοινή παραδοχή σε αυτό». Τέλος, σημείωσε ότι οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει «να θεωρούν ότι η αξιολόγηση θα είναι τιμωρητική, αλλά θα αναδείξει το πλούσιο και σημαντικό τους έργο»

Επιλεκτική μνήμη

Η υφυπουργός παιδείας, όπου σταθεί και όπου βρεθεί συνεχώς … έχει κάνει σημαία της τις θέσεις τους 8ου συνεδρίου της ΟΛΜΕ από το σχετικά μακρινό 1997 με τις αντιφατικές θέσεις ότι «η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αποτέλεσε και αποτελεί έναν από τους κύριους άξονες των συνδικαλιστικών θέσεων και διεκδικήσεων του κλάδου μας» αλλά «το προσωποπαγές, ιεραρχικό, γραφειοκρατικό και αυταρχικό σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης (νόμος 2043/92), οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης του εκπαιδευτικού θα είναι αναπόφευκτα διαδικασία συμμόρφωσης και ελέγχου, που θα διαιωνίζει την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.»

Ωστόσο, οι θέσεις του 13ου Συνεδρίου το 2007 είναι ξεκάθαρες και αντίθετες με την αξιολόγηση- χειραγώγηση και κατηγοριοποίηση των σχολείων, αλλά και με την «αποκέντρωση/αυτονομία».

Αναλυτικά: «Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο με κατάργηση ολόκληρου του νομοθετικού πλαισίου με το οποίο επιχειρείται η «συμμόρφωση» – χειραγώγηση του εκπαιδευτικού.

Κατάργηση του «Καθηκοντολόγιου».

Όχι στην αξιολόγηση – χειραγώγηση των εκπαιδευτικών.

Όχι στην κοινωνική κατηγοριοποίηση των σχολείων μέσω της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων

Στο ίδιο μήκος κύματος και η απόφαση του 16ου Συνεδρίου της ΟΛΜΕ (Ιούλιος 2013): «Ι) Να μην περάσει οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής μηχανισμού αξιολόγησης που διαλύει εργασιακές – εκπαιδευτικές σχέσεις, κατηγοριοποιεί σχολεία, καθηλώνει μισθολογικά τους εκπαιδευτικούς και οδηγεί σε απολύσεις. Κανείς αξιολογητής στην τάξη.

Ακυρώνουμε στην πράξη τα μέτρα υλοποίησής της με συλλογική δράση Κατάργηση όλου του θεσμικού πλαισίου που αφορά στην αξιολόγηση».

Επιχείρηση «νεκρανάστασης» της «καλής αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης» και του 8ου Συνεδρίου

Σήμερα που οι εκπαιδευτικοί σε ποσοστό πάνω από 80% συμμετέχουν στην απεργία – αποχή από την αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση οδηγώντας σε αδιέξοδο την πολιτική της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ, οι εκπρόσωποι του κυβερνητικού συνδικαλισμού δεν ξεχνούν τον ρόλο τους στις κρίσιμες στιγμές να παίζουν τον ρόλο της πέμπτης φάλαγγας στο εκπαιδευτικό κίνημα νεκρανασταίνοντας το 80 Συνέδριο της ΟΛΜΕ. Μάλιστα η κυβερνητική παράταξη στον χώρο των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προβάλλει εμφατικά τη θέση για αυτοαξιολόγηση που δεν εκφράζει και δεν είναι θέση του κλάδου: «Είναι προφανές ότι η ΔΑΚΕ Καθηγητών, η οποία από θέση αρχής, είναι υπέρ της αυτοαξιολόγησης θα επιθυμούσε ένα νομοθέτημα λιγότερο γραφειοκρατικό, περισσότερο λειτουργικό και χωρίς εξωτερικούς αξιολογητές.» 

«…θα αναδείξει το πλούσιο και σημαντικό τους έργο»

Η ψευδαίσθηση ότι η αυτοαξιολόγηση θα αναδείξει όψεις της δουλειάς των εκπαιδευτικών και θα τις επιβραβεύσει (με τι άραγε σε μια εποχή άγριων περικοπών;), δηλαδή το πόσα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κάνουν στο σχολείο, πόσα θεατρικά έργα, τι εκδηλώσεις, αν βγάζουν ή όχι εφημερίδα, χωρίς να υπολογίζεται η επίδοση των μαθητών τους σε εθνικές εξετάσεις ή σταθμισμένα τεστ, διαλύεται από τους ίδιους τους θεωρητικούς της αυτοαξιολόγησης. Όλη αυτή η ρητορική περί αποτίμησης και ανάδειξης της προσπάθειας των εκπαιδευτικών και πώς μπορούν να τα πάνε καλύτερα είναι μέχρι να γίνει αποδεκτή στη συνείδηση τους η ανάγκη της αυτοαξιολόγησης.

Η ιστορία της εκπαίδευσης και η συγκριτική παιδαγωγική καταδεικνύουν ότι όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση οδήγησε στην εξωτερική αξιολόγηση των μαθητών, δηλαδή σε εξετάσεις. Η «αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας, η οποία στην πιο ακραία έκφραση της θα συνδέεται με τις εξεταστικές επιδόσεις των μαθητών εκτός του ισοπεδωτικού της χαρακτήρα, θα χωρίζει τα σχολεία σε κατηγορίες, θα οξύνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, δηλητηριάζοντας εκπαιδευτικές και κοινωνικές σχέσεις, διαφοροποιώντας τους τρόπους χρηματοδότησης, βάζοντας τους χορηγούς από το παράθυρο και τους γονείς να στηρίζουν οικονομικά τη λειτουργία, οδηγώντας πολλά σχολεία στο μαρασμό και τελικά στο κλείσιμο.

Συμπερασματικά η αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων. Οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε ένα κυκεώνα συνεδριάσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Είναι μια διαδικασία αλλοτρίωσης και χειραγώγησης.

*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το