Συνεχείς είναι οι προσπάθειες απόλυτου ελέγχου και φίμωσης της ενημέρωσης από την κυβέρνηση.

Παράλληλα, εξίσου σοβαρή και επικίνδυνη, είναι η άρση ασυλίας της βουλευτή του ΜέΡα25 Αγγελικής Αδαμοπούλου – μια άρση ασυλίας που δεν έχει προηγούμενο στα μεταπολιτευτικά χρονικά.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή.

Προτάσεις άρσης της ασυλίας βουλευτών φτάνουν συχνά στη Βουλή και σύμφωνα με τον Κανονισμό του σώματος αναλαμβάνει σε πρώτο στάδιο να τις αξιολογήσει η αρμόδια Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας. Αλλά αυτό που συνέβη την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου δεν έχει προηγούμενο.

Η Επιτροπή κλήθηκε να εξετάσει την αίτηση άρσης ασυλίας της βουλεύτριας του ΜέΡΑ 25 Αγγελικής Αδαμοπούλου, έπειτα από μήνυση που κατέθεσε η «Ενωση Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας Κεντρικής Μακεδονίας» με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αυτή η Πρωτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση Αστυνομικών έκρινε ότι κάποια φράση από αγόρευση της κυρίας Αδαμοπούλου είναι συκοφαντική συλλήβδην για τους αστυνομικούς και κατέθεσε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση.

Αγορεύοντας στις 1.7.2020, κατά τη συζήτηση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σχετικά με τις διαδηλώσεις, η Αγγελική Αδαμοπούλου είχε πει μεταξύ άλλων: «Είναι γνωστοί αυτοί οι μπαχαλάκηδες. Είναι γνωστοί και στην Ελληνική Αστυνομία. Συχνά είναι τα ίδια τα αστυνομικά όργανα, τα οποία ως κουκουλοφόροι θα ρίξουν μια μολότοφ για να διαλύσουν τη διαδήλωση.Πραγματικά, ρητορικό το ερώτημα: γιατί δεν εξαρθρώνονται, γιατί δεν προβαίνετε σε πολύ πιο αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να τους εντοπίσετε; Διότι πολύ απλά τους εργαλειοποιείτε. Είναι μία εργαλειοποίηση για να διαλύονται οι διαδηλώσεις και για να φιμώνονται οι φωνές διαμαρτυρίας».

Το ζήτημα δεν είναι βέβαια το τι κάνει ένα οποιοδήποτε σωματείο, αλλά το τι κάνει η Βουλή. Το σκανδαλώδες στην περίπτωση αυτή ήταν ότι οι εκπρόσωποι της Ν.Δ. στην Επιτροπή παρέπεμψαν την υπόθεση στην Ολομέλεια, κρίνοντας ότι πρέπει να γίνει δεκτή η άρση της ασυλίας. 

Η βουλευτής του ΜέΡΑ, μετά την χθεσινή υπερψήφιση της άρσης της ασυλίας της, αντιμετωπίζει πια ποινική δίωξη για πολιτική θέση/εκτίμηση που είχε εκφράσει από το βήμα του ελληνικού κονοβουλίου ως αιρετός εκπρόσωπός του. Δηλαδή, η ελληνική Βουλή έβαλε η ίδια την σφραγίδα της στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης των εκπροσώπων της. Και άνοιξε, με 162 ψήφους, πολύ επικίνδυνους δρόμους ποινικοποίησης της πολιτικής άποψης της μειοψηφίας.

Την άρση ασυλίας Αδαμοπούλου καταψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25, η Ελληνική Λύση δήλωσε «παρών», ενώ στο ΚΙΝΑΛ επικράτησε πολιτικό χάος με κάποιους βουλευτές να ψηφίζουν υπέρ, κάποιους κατά και κάποιους να απέχουν.

Το Σύνταγμα είναι απολύτως σαφές σ’ αυτό το σημείο. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 61 ξεκαθαρίζει ότι «βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων». Στην προκειμένη περίπτωση, κατά παράβαση του Συντάγματος, επιδιώκεται να «καταδιωχτεί» η γνώμη μιας βουλεύτριας που διατυπώθηκε σαφώς «κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων».

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ

Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι δεκάδες είναι οι παλαιότερες αναφορές στη Βουλή για σχέσεις της ΕΛ.ΑΣ. με κουκουλοφόρους, ακόμα και από τον σημερινό υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχ. Χρυσοχοΐδη (2006-07), χωρίς βέβαια να διανοηθεί κάποιος την άσκηση δίωξης κατά βουλευτού.

Εντελώς ενδεικτικά θα αναφέρουμε ομιλία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ως στελέχους ακόμα του ΠΑΣΟΚ, στις 20.12.2006, στην οποία καταφέρεται εναντίον της Ν.Δ. επειδή η τότε κυβέρνηση Καραμανλή συνέδεε τους κουκουλοφόρους με το ΠΑΣΟΚ: «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ακούγοντας τον υπουργό Δημόσιας Τάξης να αναζητά τους “κουκουλοφόρους” μέσα στα κοινοβουλευτικά κόμματα, μου ήρθε στη μνήμη μια παρόμοια υπόθεση από τα παλιά. Οπως ο κ. Πολύδωρας τώρα, έτσι πολλοί από τη Ν.Δ. πριν πολλά χρόνια αναζητούσαν τη “17 Νοέμβρη” μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Και κανείς δεν ζήτησε συγνώμη τέσσερα χρόνια τώρα μετά την εξάρθρωση της οργάνωσης αυτής».

Λίγους μήνες αργότερα ήταν η σειρά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ Μιλτιάδη Παπαϊωάννου να απευθύνει ανάλογη κατηγορία στην κυβέρνηση της Δεξιάς: «Οι κουκουλοφόροι δρουν είτε με παραλείψεις είτε με την ανοχή του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, για να μην πω πολλές φορές ενδεχομένως και με τη συμμετοχή» (6.3.2007).

Στην ίδια συνεδρίαση, ο κ. Χρυσοχοΐδης είχε συνταχθεί με τη θέση της κ.Αδαμοπούλου ότι η Δεξιά εργαλειοποιεί την παρουσία των κουκουλοφόρων: «Είναι καταπληκτικό, αλλά χαίρεστε, πολώνετε την κατάσταση, δημιουργείτε συνεχώς εντάσεις για να μην ανοίξουν τα πανεπιστήμια, πότε με τους κουκουλοφόρους, πότε με το άσυλο».

Τρεις μέρες αργότερα, ο κ. Χρυσοχοΐδης ξιφουλκούσε ενάντια στην αστυνομική βία, κατά τρόπο που ταιριάζει απολύτως με όσα του καταλογίζονται σήμερα από την αντιπολίτευση: «Δυστυχώς, η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να υπηρετήσει ούτε τα θέματα ασφάλειας και τάξης με αποτέλεσμα να ανθεί η βία η αστυνομική και όχι μόνο, και να έχουμε φαινόμενα τα οποία θυμίζουν πολλές φορές άλλες εποχές. […] Τελευταία, όλο και περισσότερο ορισμένοι ζητούν βία, αστυνομική βία. Ομως η αστυνομική βία και η βία γενικότερα δεν έλυσε ποτέ τα κοινωνικά προβλήματα» (9.3.2007).

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το