Του Γιώργου Κ. Καββαδία* 

Στο επίκεντρο των συζητήσεων και των προβληματισμών της εκπαιδευτικής κοινότητας και όχι μόνο η απόφαση του ΥΠΑΙΘ για κατάθεση τηλεβαθμολογίας με στόχο τη νομιμοποίηση της τηλεκπαίδευσης και τη δημιουργία ψευδαισθήσεων περί κανονικότητας. Παρόλο που πέρσι, ανώτερα κυβερνητικά στελέχη (Μητσοτάκης, Γεραπετρίτης, Υπουργείο Παιδείας μέσω επίσημων οδηγιών) διατύπωναν την άποψη ότι «η τηλεκπαίδευση δεν είναι κανονική εκπαιδευτική διαδικασία», ότι «αυξάνει τις ανισότητες» και ότι «στόχος δεν είναι η κάλυψη της διδακτέας ύλης, αλλά η συνέχιση της επαφής των μαθητών με τη μαθησιακή διαδικασία». Φέτος απαιτούν την υποταγή των εκπαιδευτικών στην κανονικότητα της τηλεκαπίδευσης.  

Σημαντικές αντιστάσεις συναντά αυτή η απόφαση με την πλειονότητα των εκπαιδευτικών να αρνούνται να την εφαρμόσουν. Με το θέμα ασχολήθηκαν και τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών με την ΟΛΜΕ σε σχετική ανακοίνωση να αναφέρει εκτός των άλλων ότι «η κείμενη νομοθεσία προβλέπει ξεκάθαρα τη δυνατότητα μη κατάθεσης βαθμολογίας». Μια θέση επί της ουσίας στη λογική του «Πόντιου Πιλάτου» που βρίσκεται πίσω από τις διαθέσεις της πλειονότητας των εκπαιδευτικών. Αντί τα συνδικαλιστικά όργανα να πρωτοστατούν και να αφυπνίζουν τους εκπαιδευτικούς να μην νομιμοποιήσουν την τηλεκπαίδευση και τη βαθμολογία έρχονται ως ουραγοί δείχνοντας ανοχή στην εκπαιδευτική πολιτική νομιμοποίησης της τηλεκπαίδευσης. 

Η μη κατάθεση βαθμολογίας δεν είναι δυνατότητα, αλλά καθήκον των εκπαιδευτικών να μη νομιμοποιήσουν την τηλεκπαίδευση που όχι μόνο δεν αποτελεί «εξαίρεση» και «προσωρινό φαινόμενο», αλλά έχει καταστεί «κανονικότητα». Μια κανονικότητα που συνθλίβει παιδαγωγικές αρχές και αξίες, καταργεί την καθολική πρόσβαση των μαθητών, υποβαθμίζοντας την εκπαιδευτική διαδικασία σε μία μονόδρομη μετάδοση πληροφοριών εν είδει «ραδιοφωνικής εκπομπής». Αποκλείει εκ των πραγμάτων από τη στοιχειώδη επαφή με το μάθημα ένα μεγάλο τμήμα μαθητών που προέρχονται από τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις και στρώματα και τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας είτε επειδή δεν έχει ηλεκτρονικό υπολογιστή ή τη δυνατότητα σύνδεσης, είτε επειδή παρακολουθεί σποραδικά με προβλήματα συνδεσιμότητας, άρα είναι δέκτης θραυσμάτων τηλεκπαίδευσης ως στιγμιοτύπων ενός ιδιότυπου «ζάπινγκ». Ουσιαστικά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιδιότυπη σχολική διαρροή, ιδίως των παιδιών των λαϊκών οικογενειών. Κανένα τάμπλετ δεν μπορεί να αλλάξει αυτή τη σκληρή πραγματικότητα της τηλεκπαίδευσης. Τα «καθρεφτάκια» τους δεν μπορούν να αμβλύνουν τη γιγάντωση των ανισοτήτων που αυτή προκαλεί. Είναι δεδομένο ότι οι μαθητές ξεκινούν από διαφορετικά σπίτια κάθε πρωί και με διαφορετικές μορφωτικές αποσκευές. Αυτή είναι η αλήθεια μιας ακραία ταξικής κοινωνίας. Συγχρόνως, διακυβεύεται και η ψυχική υγεία των μαθητών/-τριών μας, σε συνθήκες μάλιστα οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, φτωχοποίησης και αλλαγής των ενδοοικογενειακών ισορροπιών λόγω του υποχρεωτικού εγκλεισμού. 

Η μη κατάθεση βαθμολογίας δεν είναι δυνατότητα, αλλά καθήκον των εκπαιδευτικών, γιατί η  «τηλεκπαίδευση» δεν είναι εκπαίδευση και το  δημόσιο σχολείο δε χωράει στην οθόνη ενός κινητού! Γιατί η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να χωρέσει τους στόχους και τους σκοπούς της δημόσιας εκπαίδευσης. Όσο και αν κυβέρνηση και ΥΠΑΙΘ το επιδιώκουν, οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να ξεχνούν και να αφήνουν πίσω τους μαθητές που αδυνατούν να βρεθούν στις «ηλεκτρονικές τάξεις». Και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιτρέψουν να ισοπεδωθούν με το άθλιο ιδεολόγημα της «ατομικής ευθύνης» οι μαθητές που αδρανοποιούνται στην καλύτερη περίπτωση, όταν από την κουζίνα ενός αγροτικού νοικοκυριού προσπαθούν να κάνουν «μάθημα» από ένα κινητό. Όταν το καράβι πετάει επιβάτες στη θάλασσα, το ταξίδι δε συνεχίζεται κανονικά! 

Η μη κατάθεση βαθμολογίας δεν είναι δυνατότητα, αλλά καθήκον των εκπαιδευτικών, γιατί δεν υπάρχουν πειστικές απαντήσεις στα παρακάτω αμείλικτα ερωτήματα για την τηλεαξιολόγηση: 

· Πώς μπορεί ο δάσκαλος να αξιολογεί και να βαθμολογεί τον μαθητή του που δεν τον βλέπει, και που καλά-καλά δεν τον ακούει σε μία ολόκληρη διδακτική ώρα; 

· Πώς μπορεί ο δάσκαλος να βαθμολογεί τους μαθητές που δεν έχουν εξοπλισμό και δυνατότητες πρόσβασης; 

· Τι βαθμός θα παραδοθεί στα εργαστηριακά μαθήματα, που πρακτικά δεν έχουν πραγματοποιηθεί; 

· Μία αναπάντητη ερώτηση προς τον μαθητή, αποτελεί τεκμήριο ικανό για να καταλήξουμε σε βαθμό; 

· Υπάρχει η δυνατότητα ο μαθητής, στο πλαίσιο της σημερινής κατάστασης, να κινητοποιηθεί, να διορθώσει, να αλλάξει στάση; 

·  Μπορεί ο δάσκαλος με κάποιες ερωτήσεις μέσω webex να διαμορφώσει εικόνα του μαθησιακού επιπέδου του μαθητή; Το μέσο δε δίνει τη δυνατότητα σε κάθε παιδί να εκφραστεί, τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο που αυτό θα ήταν εφικτό στη δια ζώσης διδασκαλία. Η συστολή, ο δισταγμός, δεν μπορεί να θεωρούνται πάντα ως ένδειξη αδιαφορίας. 

· Είναι δυνατόν ένα διαγώνισμα που παραδόθηκε πριν το κλείσιμο των σχολείων, να αρκεί για να διαμορφωθεί πλήρης εικόνα για τη μαθητική επίδοση; 

Μπορεί ο δάσκαλος να μετατραπεί σε διεκπεραιωτή δημόσιο υπάλληλο που αξιολογεί τους μαθητέςτου, και σε αυτές τις συνθήκες, σα να μην τρέχει τίποτα;  

Η μη κατάθεση βαθμολογίας δεν είναι δυνατότητα, αλλά καθήκον των εκπαιδευτικών που έχουν χρέος να σταθούν όρθιοι! Το Υπουργείο γνωρίζει πολύ καλά τι συμβαίνει. Απαιτεί βαθμούς τετραμήνου, επειδή ακριβώς θέλει να βάλουν την υπογραφή τους οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί κάτω από την παρωδία της «τηλεκπαιδευσης». Εκμαιεύοντας έτσι την συμφωνία τους, ότι αυτό που ο καθένας αναγνωρίζει ότι αποτελεί τον ευτελισμό του δημόσιου σχολείου και της εκπαιδευτικής πράξης, μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης διδασκαλία. Στοχεύοντας στην παγίωση της τηλεκπαίδευσης και την αξιοποίησή της για τους διακηρυγμένους αλλά και τους ανείπωτους αντιεκπαιδευτικούς σχεδιασμούς τους. Για αυτό και παρά τα όσα συμβαίνουν επιμένει να απαιτεί απουσίες, ύλη και βαθμούς. 

Η μη κατάθεση βαθμολογίας δεν είναι δυνατότητα, αλλά καθήκον των εκπαιδευτικών, γιατί είναι δάσκαλοι όλων των μαθητών και όχι όσων «μπορούν»!  Οι εκπαιδευτικοί έχουν χρέος, αλλά και δικαίωμα να αντισταθούν στην παρωδία της τηλεαξιολόγησης των μαθητών τους, να μη συναινέσουν στον ευτελισμό του παιδαγωγικού τους ρόλου και την αυτοκατάργησή τους. Οφείλουν να λειτουργήσουν με παιδαγωγικές αρχές με το βλέμμα στραμμένο στις ανάγκες και τα μορφωτικά δικαιώματα όλων των μαθητών. Για αυτό, όσο τα σχολεία μένουν κλειστά  οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στη μετατροπή τους σε τηλεχειριστές που καταχωρούν βαθμούς και απουσίες και διεκπεραιωτές της ύλης. Να καταγγείλουν αποφασιστικά τις πιέσεις που ασκούνται για να νομιμοποιηθεί η διαδικασία απογείωσης των ανισοτήτων και μαζικού αποκλεισμού των μαθητών, μέσω της κίβδηλης «κάλυψης ύλης» ενώ τα σχολεία είναι κλειστά. 

Το διακύβευμα για τη διαφύλαξη της παιδαγωγικής αξιοπρέπειας και για την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης δε χωρά σε λογικές «ατομικής ευθύνης» που διακηρύσσουν οι κυβερνώντες και αποδέχεται η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ και του υποταγμένου συνδικαλισμού. Η πλειοψηφία του νέου και του πρώην κυβερνητικού συνδικαλισμού λειτούργησε και λειτουργεί ως στυλοβάτης των αντιλαϊκών μέτρων, είτε συναινώντας ανοιχτά στην αντιλαϊκή πολιτική, είτε υπονομεύοντας τους αγώνες καλλιεργώντας την ηττοπάθεια και την υποταγή. Εν τέλει κανείς δεν απαλλάσσεται από τις ευθύνες απέναντι στους μαθητές και τη δημόσια εκπαίδευση επειδή απλά «κάνει τη δουλειά του».  

*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος μέλος της ΣΕ του περιοδικού Αντιτετράδια και του Εκπαιδευτικού Ομίλου   

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το