ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιόνα,
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σειέται η στεριά,
στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά …

Το αντάρτικο τραγούδι ‘στ’ άρματα – στ’ άρματα’, γράφεται στα τέλη του 1942 από τον ποιητή και δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη, που θα διατελέσει μεταξύ άλλων και υπεύθυνος γραφείου τύπου της ΠΕΕΑ (γνωστής ως Κυβέρνησης του Βουνού), όπως και του πρώτου ελεύθερου πρακτορείου ειδήσεων, και μελοποιείται από τον αντάρτη μουσικό Αστραπόγιαννο, αλλιώς Άκη Σμυρναίο, που θυμάται:
“Στο τέλος του 1942 και αρχές του 1943, οι Γερμανοί έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Βρισκόμουν τότε σ’ ένα αντάρτικο σώμα στην Αττικοβοιωτία. (…)Τότε λοιπόν, σε μα παράνομη μετακίνηση, μου έδωσαν ένα παράνομο έντυπο, τον «Ριζοσπάστη» νομίζω, όπου δημοσιεύονταν οι στίχοι του Καρβούνη. Το ποίημα είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και το επαναλάμβανα συνέχεια. Μέχρι που, στη διάρκεια μιας νυχτερινής πορείας, πηγαίναμε σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό – δε θυμάμαι τώρα τ’ όνομά του – το τραγούδησα, το μελοποίησα. Το πρωί στο χωριό, στην παραλία, μάζεψα μερικούς νέους, τους το έμαθα και το τραγούδησαν. Έγινε γνωστό πολύ γρήγορα (….)” Ο Νίκος Καρβούνης με τη σειρά του αποφαίνεται – λακωνικά: “Ήταν προϊόν έξαρσης και οργής μαζί”.
Η ταχύτατη εξάπλωση του Αντάρτικου Τραγουδιού, υπακούει κυρίως στην ανάγκη να τραγουδηθεί ο αγώνας και το όραμα, να περάσει στα χείλη ολονών. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο δημοφιλή μορφή τέχνης της Αντίστασης, γα την οποία κι επιστρατεύονται όλες οι πηγές. Ευνόητα και λόγιες δημιουργίες, όπως στην περίπτωση του Ύμνου του ΕΛΑΣ, που είχε αρχικά παραγγελθεί στην Έλλη Αλεξίου, και γράφτηκε εν τέλει, κατόπιν ύστερης συνεννόησης, από την εαμίτισσα ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη σε μουσική του αντάρτη μουσικού Νίκου Τσάκωνα, η συμβολή του οποίου δεν έγινε γνωστή παρά πολύ αργότερα, στη μεταπολίτευση.

Ύμνος του ΕΛΑΣ
Με το ντουφέκι μου στον ώμο σε πόλεις κάμπους και χωριά
της λευτεριάς ανοίγω δρόμο της στρώνω βάγια και περνά
Εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα το δίκιο και τη λευτεριά
σ’ ακροβουνό και σε κοιλάδα πέτα πολέμα με καρδιά
ένα τραγούδι είν’ η πνοή σου καθώς στη ράχη ροβολάς
κι αντιλαλούν απ’ τη φωνή σου
καρδιές και κάμποι Ε.Λ.Α.Σ. Ε.Λ.Α.Σ.
Παντού η Πατρίδα μ’ έχει στείλει φρουρό μαζί κι εκδικητή
κι απ’ την ορμή μου θ’ ανατείλει καινούργια λεύτερη ζωή
Με χίλια ονόματα μία χάρη ακρίτας ειτ’ αρματολός
αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι πάντα ειν’ ο ίδιος ο λαός.
Εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα…
Επιστρατεύονται ακόμα η φόρμα και σπανιότερα ο στίχος των κλέφτικων και των δημοτικών τραγουδιών, αλλά και ρώσικα επαναστατικά τραγούδια και μελωδίες, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου. Κυρίως όμως, τ’ αντάρτικα τραγούδια γεννιούνται, πλάθονται και μεταπλάθονται από ανώνυμους αγωνιστές στα βουνά, πριν τη μάχη ή και μετά. Αναφέρονται στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, σε τόπους, στις γυναίκες του αγώνα, στη μάνα, τ’ αδέρφια, στη φύση που τους περιβάλλει. Υμνούν τις αντιστασιακές οργανώσεις, αντάρτες κι αρχηγούς, ιστορικά και ηρωικά γεγονότα, επαναστατικά και αντιστασιακά ιδανικά που εμψυχώνουν στις δύσκολες ώρες, υμνούν την ίδια τη συνθήκη της ελευθερίας πάνω στο βουνό. Πάνω απ’ όλα όμως, το αντάρτικο τραγούδι είναι αγωνιστικό κάλεσμα.
Λίγο μόνο καιρό μετά την εκτέλεση 118 Εαμιτών – προδομένων από δοσίλογους – το Νοέμβρη του 1943 στο Μονοδένδρι Λακωνίας, γράφεται ένα ακόμα έξοχο αντάρτικο, που παραπέμπει ευθέως στην κλέφτικη και δημοτική παράδοση:
Αϊτός στον Ήλιο πέταξε, μ’ ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη
κι από βραδύς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδένδρι
εκεί που πέσαν εκατόν δέκα οκτώ λεβέντες
βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του
βάζουν μάνες τα κλάματα και σείστει ο κάτου κόσμος
– πάφτε μάνες τα κλάματα – πάφτε τα μοιρολόγια
τι πέφτουν τ’ άνθια των δεντρών σκίζουνε τα λιθάρια
κι απάνω στον Ταΰγετο ειν’ κι’ άλλα παλικάρια.

Η καταφυγή σ’ εμβατήρια και τραγούδια του ’21, όπως ο “Θούριος” του Ρήγα ή το “Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά”, σε κλέφτικα και δημοτικά, με τις παραλλαγές που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες, δεν είναι τυχαία• δείχνει την πρόθεση του ξεσηκωμένου λαού να συνδεθεί με την αγωνιστική παράδοση του τόπου, με την κλεφτουριά, αντανακλώντας την αγωνιστική ιστορική συνέχεια και τα εθνικά αλλά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της Αντίστασης.
Θεμελιώδη γνωρίσματα του αντάρτικου τραγουδιού, ο παραινετικός, ηρωικός τόνος, η πηγαιότητα κι η αμεσότητα, στοιχεία που αποτυπώνονται ανάγλυφα σ’ ένα πολυτραγουδισμένο ανυπόγραφο αντάρτικο, το οποίο μελωδικά στηρίχτηκε σ’ ένα παλιό ρώσικο επαναστατικό τραγούδι.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης
Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
Και για την ελευθεριά μας και τον θάνατο αψηφώ
Το ντουφέκι μου στον ώμο το σπαθί μου στο πλευρό
Απ’ τα όρη κατεβαίνω τους φασίστες κυνηγώ
Δεν φοβάμαι την κρεμάλα δεν φοβάμαι το σχοινί
Και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί
Ράλληδες ταγματαλήτες Μπουραντάδες, Γερμανοί
Τα κεφάλια σας θα πέσουν απ’ τ’ αντάρτικο σπαθί
Μάνα μου, γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
Θα σ’ ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς

Αντιστασιακά τραγούδια θα γράψουν πολλοί γνωστοί και μη συνθέτες, ποιητές, στιχουργοί της εποχής. Ανάμεσά τους οι Νίκος Τσάκωνας, Κώστας Καλαντζής ή ‘Θεσσαλός’, Γιώργος Κοτζιούλας, Μενέλαος Λουντέμης, Ναυσικά Φλέγγα, Απόστολος Σπήλιος, Γιάννης Μιχαλόπουλος ή ‘Ωρίων’, Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής, Βασίλης Ρώτας, Χάρης Σακελλαρίου, Γεράσιμος Σταυρολέμης ή ‘Γρηγόρης, Ευάγγελος Μαχαίρας.
Τέχνη λαϊκή και ριζοσπαστική, λοιπόν, που εμπνέεται από την παράδοση, ολοκληρώνεται συχνά συλλογικά, λειτουργεί άμεσα, κυκλοφορεί ταχύτατα, και βέβαια, συνεγείρει. Όπως εύστοχα περιγράφεται από τον Νικηφόρο Βρεττάκο: “Στις μεγάλες αγωνιστικές στιγμές του λαού μας ή και των λαών, δεν υπάρχει χρόνος για να περιμένει κανείς τη διαδικασία ωρίμανσης της ποιητικής δημιουργίας. Η ώρα της μάχης χρειάζεται στίχους για άμεση χρήση, όπως γι άμεση χρήση χρειάζεται τα βόλια και το μπαρούτι”.
Από τα πιο πολυτραγουδισμένα ως σήμερα αντάρτικα, είναι το τραγούδι που γράφτηκε με αφορμή την πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ, τη μάχη στο Μικρό Χωριό, υπόδειγμα συλλογικής αλλά και πηγαίας δημιουργίας. Λίγα λόγια για την ιστορία του: Από το φθινόπωρο του 1942, η ένοπλη Αντίσταση είναι μονόδρομος για τη Ρούμελη που βρίσκεται υπό τη σταθερή απειλή των Ιταλών. Η ομάδα του Άρη αριθμεί πια 300 αντάρτες. Μια ενέδρα τους με στόχο τους διερχόμενους από τον Τυμφρηστό Γερμανούς, προκαλεί τ’ αντίποινα των Ιταλών, που συλλαμβάνουν ομήρους απ’ το Μικρό και Μεγάλο Χωριό. Στις 17 του Δεκέμβρη τ’ αντάρτικα του Άρη φτάνουν μ’ ελάχιστα όπλα στο χωριό και στρατοπεδεύουν στο σχολείο. Ο Τάσος Λευτεριάς (πολιτικός επίτροπος στο αρχηγείο Ρούμελης του ΕΛΑΣ) δεν θέλει μάχη, κυρίως επειδή ο οπλισμός είναι υποτυπώδης. Αρνητικοί στο ενδεχόμενο είναι κι οι Μικροχωρίτες. Ο Άρης όμως, που νιώθει πως πρέπει να στεριώσει το αντάρτικο στη Ρούμελη, αντιδρά, θεωρώντας αναπότρεπτη την αναμέτρηση. Απ’ το φυλάκιο των Ελασιτών, πληροφορούνται ότι 2.000 Ιταλοί φτάνουν απ’ το Καρπενήσι, ειδοποιημένοι προφανώς από τις ντόπιες αρχές για την ύπαρξη ανταρτών στην περιοχή. Με την άφιξή τους στο Μεγάλο Χωριό, οι Ιταλοί πιάνουν ομήρους και τους κλείνουν στο σχολείο. Την ίδια ώρα στο Μικρό Χωριό στήνεται ενέδρα. Οι Ελασίτες στρατοπεδεύουν απέναντι απ’ τη ρεματιά που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού για να ’χουν ορατότητα. Άψογη ενέδρα, με πρόβλεψη πλαγιοφυλακών, υπόδειγμα αντάρτικης τακτικής. Σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδό τους στο χωριό, οι Ιταλοί δέχονται τα οργανωμένα πυρά των ανταρτών. Σε παράλληλο χρόνο, πολυβόλα χτυπούν απ’ το Μεγάλο Χωριό. Πρώτος σκοτώνεται ο Ιταλός διοικητής. Ακολουθούν 70 ακόμα. Απ’ την πλευρά των ανταρτών σκοτώνεται ο 16χρονος Κλέαρχος, ή αλλιώς Κώστας Μπίρτσας. Καθιερώνεται το αντάρτικο σύνθημα ‘Κλέαρχος’ – παρασύνθημα ‘Μικρό Χωριό’. Την ώρα της μάχης οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού με τα παιδιά καταφεύγουν σε μια χαράδρα, στη σπηλιά της Μπλουρέντζας, όπου βρίσκεται το βλαχόσπιτο του Κατσιγιάννη. Η νύχτα παγερή, η αγωνία περισσεύει και τα μωρά δεν σταματούν να κλαίνε. Εκεί κι η Επονίτισσα δασκάλα Ναυσικά Φλέγγα (που θα πρωτοστατήσει αργότερα στην δημιουργία των πρώτων παιδικών σταθμών του ΕΑΜ στην Ευρυτανία). Σ’ ένα μπακαλόχαρτο που βρίσκει, γράφει πέντε στίχους για τα βουνά που στενάζουν, τ’ αντάρτικα του Άρη, το δόλιο το Μικρό Χωριό. Δυο νέοι απ’ το χωριό που τραγουδούν καλά, οι Πολύζος και Γιαννακόπουλος, επιχειρούν να το μελοποιήσουν. Κοντεύει να ξημερώσει όταν πρωτοτραγουδιέται. Ο μαχητής και συνθέτης Αλέκος Ξένος γράφει τη μουσική σε παρτιτούρα, και το τραγούδι κυκλοφορεί στόμα με στόμα σ’ όλα τα γύρω χωριά. Το χαρτάκι μπαίνει σ’ ένα μικρό πορτοφολάκι στην τσάντα της Ναυσικάς κι εκεί μένει. Ο καπετάν Περικλής της ζητάει να του το δώσει για να βγάλει αντίγραφα. Εκείνη δεν το δίνει ούτε στον Άρη. Όταν ο τελευταίος το πρωτακούει, χαριτολογώντας της λέει: “Αυτό το «έσφαξε» θα μπορούσες να το παραλείψεις”.

Του Άρη
Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει
Το δόλιο το μικρό χωριό και πάλι ανταριάζει
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά πέφτουν ντουφέκια αλάργα
Ο Άρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλικάρια
Έλα βρε άπιστε Ιταλέ κορόιδο Μουσολίνι
Να μετρηθούμε εδώ μαζί να δεις το τι θα γίνει
Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους μικρά παιδιά να σφάξεις
μηδέ κορίτσια ντροπαλά ούτε χωριά να κάψεις
Αρνάδες για να τυραννάς στη μέση στο παζάρι
έχεις μπροστά σου σήμερα τον καπετάνιο Άρη
Που γρήγορος σαν τον αητό σαν το γοργό τ’ αγέρι
προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι

Τα τραγούδια που επενδύθηκαν με τη μουσική διεθνών εμβατηρίων ήταν ή μεταφράσεις των ξένων πρωτότυπων είτε ντόπιες δημιουργίες. Αυτά που πατούσαν σε σκοπούς δημοτικών τραγουδιών, ήταν δύο λογιών: Εκείνα που διατήρησαν τη μουσική αλλά και τη μορφή των δημοτικών με μικρές παραλλαγές στο περιεχόμενο των στίχων, κι από την άλλη, νέες δημιουργίες, που ‘ντύθηκαν’ μουσικά με παλιούς, καθιερωμένους σκοπούς, γεγονός που ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό την ταχύτατη διάδοσή τους.
Ο ποιητής Βασίλης Ρώτας, που πιστώνεται κάμποσους στίχους αντάρτικων τραγουδιών, σημειώνει σχετικά: “Σ’ όλες τις αφηγήσεις, οι αντάρτες που έρχονται και φεύγουν με τραγούδια, είναι εικόνα πολύ συχνή. (…) Σε κείνους που θεωρούν καθοριστικό το γεγονός ότι στην Κατοχή και τ’ αντάρτικο ακούγονταν παλιά δημοτικά τραγούδια και ρώσικες μελωδίες, έχουμε να πούμε πως η λαϊκή δημιουργία υιοθετεί δημιουργικά, με την ίδια ευκολία κι αφέλεια που δημιουργεί. Το χαρακτηριστικό της είναι το φυσικό και το αβίαστο, είτε τραγουδά κι εκφράζεται με δανεισμένη μελωδία, είτε παράγει και γεννά τη νέα. (…) Αρκεί ν’ αναφέρουμε σαν παράδειγμα γι αυτά πως το κλαρίνο, οι Έλληνες το πρωτογνώρισαν απ’ τις βαυαρικές μπάντες, το βιολί απ’ τους πλανόδιους γύφτους στα Βαλκάνια, πως η μελωδία «Ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ» είναι στρατιωτικό σάλπισμα του γαλλικού στρατού, κ.λπ. Στα θέματα αυτά, οι απαιτήσεις για καθαρότητα κι αυθεντικότητα είναι ρατσισμός”.
Θα ήταν παράλειψη, αν δεν αναφερόμασταν και στη συμβολή του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Αντίσταση. Θα ήταν άλλο τόσο ανιστόρητο, να ισχυριστούμε ότι οι ρεμπέτες ανέβηκαν στο βουνό. Δεν ανέβηκαν. Όταν όμως οι εκπρόσωποι του ελαφρού τραγουδιού σίγησαν μετά την αποχώρηση των Ιταλών, κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα δεν δίστασαν να ψυχαγωγήσουν τους Γερμανούς, οι ρεμπέτες εκφράστηκαν, γράφοντας αντιναζιστικά τραγούδια, περιγράφοντας ζωντανά την κατοχική συνθήκη, και σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλώντας από καθαρή ταξική θέση.
Κάποιοι από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του ρεμπέτικου της εποχής, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης κι ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, γράφουν τραγούδια που καταδικάζουν την κοινωνική ανισότητα και την καταστολή, κι υμνούν τους αντάρτες, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του τραγουδιού του Μπαγιαντέρα που ακολουθεί:

ΕΑΜ [Μπαγιαντέρα] Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,
Στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα
Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,
με τους συντρόφους περπατώ, μέρες, αυγές και βράδια
Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα
Και το ΕΑΜ μες στην καρδιά, γι αυτό θα μπω στο χώμα.

Το Σεπτέμβρη του ’43, μετά την παράδοση της ιταλικής Μεραρχίας Πινιερόλο στους Ελασίτες, ο Βασίλης Τσιτσάνης παίζει στην Πύλη Τρικάλων αυτοσχέδια τραγούδια για τους εκατοντάδες κατοίκους της περιοχής που έχουν μαζευτεί. Κάποια σε ρεμπέτικο σκοπό. Σ’ ένα απ’ αυτά, όπως θυμάται ο Σπύρος Οικονόμου, παλιός αντάρτης του ΕΛΑΣ, τραγουδά ο Δημήτρης Ασβεστάς, μέλος τότε της κομπανίας του Τσιτσάνη. Από κει και το μικρό απόσπασμα:
“Καλώς τα τ’ ανταρτόπουλα απ’ τα νερά τα κρύα
που πολεμάνε στα βουνά για την ελευθερία”.

Κλείνουμε το μικρό μας αφιέρωμα, με τα λόγια του Κώστα Βάρναλη, που καταθέτει για το αντάρτικο τραγούδι: “Και στα κλέφτικα τραγούδια, και στα τραγούδια της Αντίστασης, είναι κοινή η αγάπη της λευτεριάς και της πατρίδας, καθώς και το πνεύμα της θυσίας του ατόμου για το καλό του συνόλου. Όμως τα τραγούδια της Αντίστασης έχουνε και μερικά καινούργια στοιχεία, που η ιστορική εξέλιξη και η κοινωνική διαφοροποίηση τα έφερε σαν καινούργιες κινητήριες δυνάμεις ενάντια στην αντίδραση. Είναι ο ξεκάθαρος και συνειδητός σκοπός, όχι μονάχα για την εθνική απελευθέρωση, παρά και για την κοινωνική. Μέσα στα τραγούδια τούτα ορίζεται κατηγορηματικά ο δημοκρατικός χαρακτήρας του αγώνα. Μιλούνε για λαοκρατία, την ισότητα των ανθρώπων, για την κατάργηση της σκλαβιάς των δουλευτάδων, για την επικράτηση του Δίκιου. Αλλά και κάτι παραπάνου: ξέρουν οι αγωνιστές, πως δεν είναι μονάχα “λευτερωτές της νέας γενιάς κι εκδικητές”, παρά και “χτίστες” νέας ζωής. (…) Και ξέρουν ακόμα πως η εθνική τους λευτεριά απλώνεται ως την πανανθρώπινη (…)”.

Θέμις Αμάλου, μέλος της πολιτιστικής επιτροπής του Μ-Λ ΚΚΕ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το