Αν το παρακάτω κείμενο έχει μία αξία αυτή σχετίζεται με το ρόλο της εκκλησίας σε ότι αφορά την διαχείριση των κληροδοτημάτων αλλά και την
εν γένει στάση της στα τεκταινόμενα στη χώρα. Σε ότι αφορά τους λεγόμενους εθνικούς ευεργέτες αυτοί οι αξιοθαύμαστοι (;) πραγματικά
επιχειρηματίες όλοι τους ανεξαιρέτως είναι υπεύθυνοι για την καταπίεση και την εκμετάλλευση χιλιάδων εργατών. Ακόμα για πληθώρα οικονομικών
σκανδάλων. Οι περιουσίες τους ,όπως κάθε περιουσία, χτίστηκε με τον κόπο και το αίμα όλων αυτών των εργατών που για χρόνια δούλευαν κάτω
από τις χειρότερες συνθήκες. Περιττό να επισημάνουμε ότι πληρώνονταν με πενταροδεκάρες.

Nα τι έλεγε ο Γ. Κορδάτος, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ιστορικούς δεκαετίες πριν. «Δυστυχισμένοι Αρβανίτες της Αττικής, πού να ξέρετε πως τα έργα και οι δωρεές του Συγγρού, το πιο πολύ είναι ιδρώτας και αίμα δικό σας. Κακόμοιροι αγρότες που σας μαθαίνουν στα σχολεία ένα σωρό παραμύθια για τους «μεγάλους ευεργέτες του Έθνους», πού να ξέρετε πως οι Τοσίτσηδες , οι Ζαππαίοι, οι Μπενάκηδες, οι Αβέρωφ, οι Ζωγράφηδες, οι Βαλλιάνοι, οι Μαρασλήδες και τράβα κορδέλα, ήταν σκληροί εκμεταλλευτές των αγροτών και εργατών της Αιγύπτου, Τουρκίας, Ρουμανίας, Ρωσίας…» «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», τ. 4, έκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα 1958, σ. 445).

Γιατί μένει άλυτο το πρόβλημα με τα Ηπειρωτικά Kληροδοτήματα…

του Λευτέρη Ζώλα, Συνταξιούχου Δικηγόρου

Με αφορμή την συζήτηση του γνωστού θέματος των Ηπειρωτικών Κληροδοτημάτων στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης μας, είδαν το φως της δημοσιότητας αρκετά δημοσιεύματα που θα πρέπει να προβληματίσουν όλους μας και ιδιαίτερα τους οικονομικά και πολιτικά υπεύθυνους, για την απαράδεκτη πλέον κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, εξ αιτίας ενός προβλήματος, που παραμένει άλυτο επί πολλές δεκαετίες.
Επανέρχεται λοιπόν για άλλη μια φορά το θέμα των παλαιών κληροδοτημάτων της πόλης και της περιοχής των Ιωαννίνων και κυρίως των κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας γνωστών κληροδοτημάτων του Νικ. Ζωσιμά, Γεωργ. Σταύρου, Ζ. Καπλάνη πού έχουν άμεση σχέση με την πόλη των Ιωαννίνων και το Τούλειο Κληροδότημα τού Μετσόβου- τα οποία όπως είναι γνωστό, ευρίσκονται παράνομα και αντισυνταγματικά στα χέρια των λεγομένων “Αγαθοεργών Καταστημάτων της Μητροπόλεως Ιωαννίνων” από τα οποία και διοικούνται για αρκετές 10ετίες μέχρι και σήμερα παρά τον νόμο και ενάντια στη θέληση των διαθετών ως και των συστατικών τους πράξεων.
Το πρόβλημα αυτό έχει εξελιχθεί δυστυχώς σε μείζον πολιτικό πρόβλημα λόγω των σχέσεων διαπλοκής Κράτους και Εκκλησίας και λόγω της σκόπιμης απροθυμίας όλων σχεδόν των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων να εφαρμόσουν το Σύνταγμα και τους νόμους, με αποτέλεσμα τα κληροδοτήματα αυτά να παραμένουν παράνομα στα χέρια εκκλησιαστικών παραγόντων και φορέων, χωρίς κανένα διοικητικό και οικονομικό κρατικό έλεγχο.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο τοπική εφημερίδα, μετά την γνωστοποίηση του από 21-9-2018 εγγράφου του Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ως προέδρου των Αγαθοεργών Καταστημάτων των Ιωαννίνων, προς τον Δήμο Ιωαννιτών, με πρωτοσέλιδο τίτλο… «Έτσι βούλιαξαν τα Αγαθοεργά» να διεκτραγωδεί την οικτρή κατάσταση των πιο πάνω, άλλοτε ανθηρών οικονομικά κληροδοτημάτων, εξ αιτίας της κακοδιαχείρισης, όλων των προηγουμένων ετών, προς μεγάλη ζημία των ευεργετούμενων από αυτά και της πόλης γενικότερα σύμφωνα με την βούληση των διαθετών. Ενώ θα περίμενε κανείς εν όψει της συνεδρίασης του Δημ. Συμβουλίου για την κατάσταση αυτή των Αγαθοεργών, κάποια διάθεση συγκατάβασης και συνεργασίας, το έγγραφο που στάλθηκε στον Δήμο από τον πιο πάνω Μητροπολίτη οξύνει ακόμη περισσότερο την υπάρχουσα άσχημη κατάσταση –οικονομική και διοικητική. Το περίεργο εν προκειμένω είναι ότι αντί ο πρόεδρος των Αγαθοεργών να προσπαθήσει να αναζητήσει τα αίτια και τους υπεύθυνους για την κατάσταση αυτή, εμμέσως πλην σαφώς κηρύσσει «πόλεμο» έναντι πάντων, ακόμη και στον Δήμο Ιωαννιτών, υπαινισσόμενος ότι κακώς επεμβαίνει στα «χωράφια» της Εκκλησίας και ότι τα Αγαθοεργά Καταστήματα είναι ανεξάρτητο ΝΠΙΔ και ότι «δεν έχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες για την οικονομική και την εν γένει κατάσταση αυτών, παρά μόνο στα αρμόδια κρατικά όργανα».
Αλλά και εδώ ατύχησε ο νέος Μητροπολίτης μας, διότι δυστυχώς φαίνεται ότι δεν είναι επαρκώς ενημερωμένος για την κατάσταση που επικρατούσε –και δυστυχώς συνεχίζεται- στα Αγαθοεργά πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του.
Ακόμη από το εν λόγω κείμενο αποδεικνύεται και εμμέσως πλην σαφώς συνομολογείται ότι ο ιδιωτικός αυτός Φορέας των Αγαθοεργών δεν έχει κανένα νόμιμο έρεισμα και εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα παράνομα, ως προς τα προαναφερθέντα εθνικά κληροδοτήματα, αφ’ ετέρου δε υπεραμύνεται ενός αναχρονιστικού θεσμού, που ίσχυε αναγκαστικά εις βάρος του υπόδουλου γένους στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Είναι γνωστό ότι κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας ίσχυε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς επί των περιουσιών, τις οποίες άφηναν Έλληνες πολίτες (εθνικοί ευεργέτες) για κοινωφελείς σκοπούς υπέρ των Ελλήνων υποδούλων, διότι ο Σουλτάνος δεν ανεγνώριζε Εθνικές Κοινότητες, αλλά μόνον Θρησκευτικές, λόγω των γνωστών προνομίων τα οποία είχαν παραχωρηθεί στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Είναι επίσης γνωστό ότι μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της Ηπείρου και το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και συγκεκριμένα το 1920, το επίσημο Ελληνικό Κράτος (Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου) αποφάσισε με το Ν. 2508/1920 να ρυθμίσει όλα τα θέματα τα σχετικά με τις περιουσίες που προέρχονταν από διαθήκες, κληροδοτήματα και δωρεές, τις οποίες κατά την Τουρκοκρατία διαχειρίζονταν η Δημογεροντία και οι Εφοροεπιτροπείες των Χριστιανικών Κοινοτήτων. Έτσι λοιπόν με τον νόμο αυτό κατηργήθησαν οι Χριστιανικές Κοινότητες των Νέων Χωρών και διαλύθηκαν οι Διοικήσεις και Εφοροεπιτροπείες (άρθρον 1), καθορίστηκε δε και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνονταν στο εξής η εκκαθάριση, η διοίκηση και η διαχείριση των περιουσιών που ανήκαν, σ’ αυτά τα Κληροδοτήματα ή τα αυτοτελή Ιδρύματα, ανάλογα με τα προβλεπόμενα στις συστατικές ιδρυτικές πράξεις αυτών. (Άρθρα 2,11 κλπ).
Συγκεκριμένα, ο νόμος Βενιζέλου προέβλεπε ότι “από 1-4-1921 καταργούνται και θεωρούνται αυτοδίκαια διαλελυμένες όλες οι από τουρκοκρατίας στις νέες Χώρες υφιστάμενες Ορθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες και οι Διοικούσες αυτών Αντιπροσωπείες, Εφορίες και άλλες Επιτροπείες”, επί πλέον δε προέβλεψε και την διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι επί μέρους περιουσίες των Κληροδοτημάτων και Ιδρυμάτων αυτών κατατάσσονταν σύμφωνα με τον σκοπό και τη βούληση του διαθέτου σε 5 κατηγορίες θα εκκαθαρίζονταν εντός ενός έτους και στη συνεχεία θα περιέρχονταν στο φυσικό Διοικητή και Διαχειριστή τους, κατά τα οριζόμενα στη συστατική πράξη και τον νόμο.  Συγκεκριμένα οι περιουσίες αυτές διακρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 τού ιδίου νόμου σε: 1) Σχολικές, 2) Ενοριακές, 3) Εκκλησιαστικές, 4) Ευαγών και κοινωφελών Ιδρυμάτων και 5) Κοινοτικές.
Ο Νόμος αυτός δεν εφαρμόσθηκε μόνο στα… Γιάννενα, διότι ο τότε πανίσχυρος Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, σφόδρα αντιβενιζελικός και εκμεταλλευόμενος τις προσβάσεις πού είχε -ιδιαίτερα σε περιόδους ανωμαλίας και συνταγματικής εκτροπής- στην πολιτική εξουσία, αρνήθηκε να εφαρμόσει το νόμο του Βενιζέλου. Βρήκε μάλιστα την ευκαιρία, το 1926, με τη δικτατορία του Πάγκαλου και κατέφερε να εκδοθεί: 1) Διάταγμα -άρθρο μόνο- “Περί διαχειρίσεως των περιουσιών των επί Τουρκοκρατίας Χριστιανικών κοινοτήτων της περιφέρειας του Νομού  Ιωαννίνων” (ΦΕΚ 153/14-5-1926), με το οποίο “..αι διατάξεις τού Ν.2508/1920 δεν εφαρμόζονται στην Περιφέρεια των Ιωαννίνων, η δε διαχείριση των περιουσιών των επί Τουρκοκρατίας τέως Χριστιανικών Κοινοτήτων ενεργείται επί τη βάσει Κανονισμού.. εκδοθησομένου εντός 20 ημερών… κλπ.” Το Διάταγμα αυτό, με το οποίο καθιερώνεται το γνωστό “πλην Ιωαννίνων” αποτελεί νομικά, συνταγματικά, ηθικά και κοινωνικά στίγμα το οποίο θα σημαδεύσει για 10ετίες τα Γιάννενα και ολόκληρη την περιφέρεια των Ιωαννίνων.
Επακολούθησε στη συνέχεια το Διάταγμα “Περί Κανονισμού διαχειρίσεως περιουσιών των επί Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων της πόλεως των Ιωαννίνων” (ΦΕΚ 218/1-7-1926 τευχ.Α), το οποίο επικαλείται στην απάντησή του ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων και το οποίο αποτέλεσε και την “πέτρα τού σκανδάλου” για την γνωστή απαράδεκτη Γνωμοδότηση τού ΝΣΚ για την οποία θα αναφερθώ πιο κάτω. Να σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο Κανονισμός, όπως προανέφερα, δεν είχε καμία σχέση με τον προαναφερθέντα αυτοδιοικητικό «Κανονισμό της Πόλης και της Επαρχίας Ιωαννίνων» του 1908.
Ο εν λόγω “Κανονισμός”, ο οποίος έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα, τους νόμους και τις θελήσεις των διαθετών Ευεργετών, αποτελεί θλιβερό κατάλοιπο απαραδέκτου αναχρονισμού και προσβάλει το κύρος μιας συντεταγμένης Πολιτείας, αφού από το άρθρον 1 προβλέπεται ότι: “Η διαχείριση των περιουσιών των επί Τουρκοκρατίας τέως Χριστιανικών Κοινοτήτων, ενεργείται και εφ’ εξής υπό της Εφοροεπιτροπείας της πόλεως Ιωαννίνων εκπροσωπούσης το νομικό πρόσωπο των “Ελεών ή Αγαθοεργών Καταστημάτων Ιωαννίνων”, εχούσης υπό την δικαιοδοσία αυτής όλους τούς ιερούς Ναούς, Νεκροταφεία, Εξωκλήσια και πάντα τα κοινωφελή, ευαγή, φιλανθρωπικά και άλλα ιδρύματα, άτινα υπήγοντο μέχρι τούδε υπό την τέως Εφοροεπιτροπείαν των Ελεών ή Αγαθοεργών Καταστημάτων της πόλεως Ιωαννίνων”.
Πέραν αυτού, τα Διατάγματα αυτά ακυρώθηκαν αυτοδικαίως στη συνέχεια, δεδομένου ότι, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση και με το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1927, διότι με τον ως άνω παράνομο Κανονισμό -τον οποίο επικαλούνται μέχρι σήμερα- που είχε συντάξει με παράνομο και ανεπίτρεπτο τρόπο η επανασυσταθείσα Εφοροπεριτροπεία, καταργούσε την αυτοτέλεια των κληροδοτημάτων αυτών και δεν ελάμβανε υπ’ όψη την βούληση των διαθετών και όσον αφορά στους όρους της διοικήσεως και διαχειρίσεως ενός εκάστου κληροδοτήματος και ως προς τους σκοπούς αυτών, στοιχεία δηλαδή της βουλήσεως των διαθετών, τα οποία τελούν υπό αυστηρή συνταγματική προστασία.
Το ίδιο δυστυχώς ανώμαλο καθεστώς συνεχίστηκε με δύο ακόμη δικτατορικά καθεστώτα. Είναι γεγονός ότι η Εκκλησία και κύρια το ανώτατο Ιερατείο της –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν μας έχουν πείσει για την δημοκρατικότητά τους, διότι είναι ιστορικά γνωστό ότι δεν παρέλειψαν να “ευλογήσουν” κάθε αντιδημοκρατική εκτροπή στην Πατρίδα μας και κάθε Δικτατορία. Άνθρωποι και θεσμοί όπως η Εκκλησία πού εξ ορισμού διεκδικούν το αλάθητο και την μοναδικότητα του απόλυτου δόγματος και πού ανάγουν σε “αίρεση” και την πλέον απλή έκφραση άλλης άποψης, νομίζω ότι δεν δικαιούνται να μιλούν για Δημοκρατία.
Συγκεκριμένα: 1) Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, τού Ι. Μεταξά, η οποία με τον Α.Ν. 2039/1939 (Κεφ. Θ άρθρα 113- 124) εξαίρεσε και πάλι την πόλη των Ιωαννίνων και όρισε τα Κληροδοτήματα να διοικούνται με βάση τον παράνομο και καταργημένο ήδη Κανονισμό του 1926. Παρά το γεγονός ότι όλες οι πιο πάνω διατάξεις, αν. νόμοι, Διατάγματα και Κανονισμοί καταργήθηκαν για άλλη μία φορά με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο από το Σύνταγμα του 1952, δυστυχώς και πάλι συνεχίστηκε για την πόλη μας το παράνομο αυτό καθεστώς.
Συγκεκριμένα: α) Στο άρθρο 3 του Συντάγματος του 1952 ορίζεται ότι “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”. Δυστυχώς όμως το άρθρο αυτό δεν εφαρμόστηκε για τους κατοίκους της πόλης των Ιωαννίνων, δεδομένου ότι το άρθρο 113 Α.Ν. 2039/1939 εξαιρεί την πόλης των Ιωαννίνων από τις ρυθμίσεις που επιβάλλει στις υπόλοιπες πόλεις και διατηρεί ένα αντισυνταγματικό καθεστώς –το γνωστό «πλην Ιωαννίνων».
β) Επίσης στο άρθρο 105 του Συντάγματος του 1952 ορίζεται ότι: “Όλοι σι νόμοι και τα διατάγματα, καθόσον αντιβαίνουσιν εις το παρόν Σύνταγμα καταργούνται”: Το από 30 -4-1926 Ν.Δ. το από 1-7-1926 Ν.Δ., το από 11-11-1927 Ν.Δ., και τα άρθρα 113-124 του Α.Ν. 2039/1939, αντιβαίνουν στο άρθρο 106 του Συντάγματος του 1952 που ορίζει ότι “δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης ή δωρεάς κατά τας υπέρ του δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπούς διατάξεις αυτής”, άρα, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Συντάγματος, καταργούνται.
Συνεπώς το καθεστώς των Αγαθοεργών Καταστημάτων της Μητρόπολης Ιωαννίνων και με βάση το Σύνταγμα του 1952, είχε ήδη καταργηθεί και είναι συνταγματικά και νομικά ανύπαρκτο. Δηλαδή κατά τρόπο παράνομο και αντισυνταγματικό (άρθρο 109 τού ισχύοντος Συντάγματος) καταστρατηγείται η βούληση των διαθετών και ως προς τα πρόσωπα και τον φορέα της διοίκησης καθώς και ως προς τους ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς των ευαγών και κοινωφελών αυτών Ιδρυμάτων, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τα καθαρά εκκλησιαστικά και ενοριακά κληροδοτήματα. Η διαχρονικότητα και η ισχύς της συνταγματικής αυτής διάταξης, σύμφωνα με την οποία “απαγορεύεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων της διαθήκης, κωδίκελλου ή δωρεάς κατά τας διατάξεις αυτής υπέρ τού Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού…” αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αύτη η διάταξη πέρασε σχεδόν αυτούσια σε όλα τα Συντάγματα της Πατρίδος μας, ήτοι και στο Σύνταγμα τού 1927 (άρθρον 20) και στο Σύνταγμα τού 1952 (άρθρα 105 και 106) και στα Συντάγματα τού 1975 και 2001 (άρθρο 109).

Β΄ ΜΕΡΟΣ
2) Εν συνεχεία το 1967, η Χούντα των γνωστών επίορκων συνταγματαρχών κατήργησε κάθε ίχνος δημοκρατικότητας που υπήρχε και σ’ αυτόν εισέτι τον Κανονισμό τού 1926, αφού κατάργησε το αιρετό των εκλεγμένων εκλεκτόρων εκ των 5 Ενοριών των Ιωαννίνων, εις το εξής δε αυτοί θα διορίζονται από τον εκάστοτε Μητροπολίτη, με αποτέλεσμα σήμερα στα Αγαθοεργά να επικρατεί καθεστώς χειρότερο και απ’ αυτό της …Τουρκοκρατίας, της εποχής του Πάγκαλου και του Μεταξά.
Συγκεκριμένα, επί της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, σύμφωνα με το νέον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, που συντάχθηκε το 1969 (Ν.Δ. 126/1969) εκδόθηκε νέος Κανονισμός… περί “Ιερών Ναών και Ενοριών” (8/1979 Ιεράς Συνόδου) –σύμφωνα με τον οποίο περιέχεται ειδική διάταξη στην οποία ορίζεται ότι:… “η διά τού άρθρου 68 παρ.1 τού Α.Ν. 2200/1940 προβλεπομένη ρύθμισις ως προς την συγκρότησιν των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων πόλεως Ιωαννίνων -δηλ. ειδικά για τα Ιωάννινα- και της Εφοροεπιτροπείας των Αγαθοεργών Καταστημάτων διατηρείται εν ισχύι, τροποποιουμένων μόνον των διατάξεων των αφορωσών εις την εκλογήν των 5μελών Εκκλησιαστικών Επιτροπών, αίτινες από της ισχύος του παρόντος διορίζονται υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου προτάσσει του οικείου Μητροπολίτου μετά των αναπληρωτών αυτών, οι οποίοι μετέχοντες των συμβουλίων εν απουσία των τακτικών μελών- δικαιούνται ψήφου ως και των δέκα μελών της Εφοροεπιτροπείας διοριζομένων κατά το αυτό ως άνω τρόπον”.
Δηλαδή, με το πρόσχημα της νομοθετικής κύρωσης του νέου Κανονισμού Λειτουργίας των Ιερών Ναών και Ενοριών, ενός δηλ. καθαρώς εκκλησιαστικού θέματος, με μία πονηρή διάταξη στο τέλος του Κανονισμού καταργείται για άλλη μία φορά το σύνταγμα και οι νόμοι του Κράτους που προστατεύουν τη βούληση των διαθετών και το αιρετό των μελών των Ενοριακών Συμβουλίων.
Δηλαδή, εκ του συνόλου των 43 εκλεκτόρων οι 25 είναι διορισμένοι υπό του Μητροπολίτου, προσέτι δε και εκ της 21μελούς Εφοροεπιτροπείας τα 10 μέλη επίσης διορίζονται υπό του ιδίου Μητροπολίτου και ως εκ τούτου με την δική του ψήφο (συνολικά 11 στους 21) ο Μητροπολίτης δύναται να ελέγχει τα Αγαθοεργά Καταστήματα της Μητροπόλεως.
Συνεπώς η Εφοροεπιτροπεία των Αγαθοεργών με αυτόν τον τρόπο αυθαίρετα και παράνομα λειτουργούσε, διοικούσε και διαχειρίζονταν τα πιο πάνω κοινωφελή και ευαγή Ιδρύματα, καθώς και τα άλλα σχολικά και Κοινοτικά, από 1-1-1921 μέχρι το Διάταγμα του 1926, αφού ήδη από του Ν. 2508/1920 εθεωρείτο “ως αυτοδικαίως διαλυθείσα”, επί πλέον δε και μετά την έγκριση του “Κανονισμού” η μη νομίμως επανασυσταθείσα Εφοροεπιτροπεία δεν μπορούσε να διοικεί και να διαχειρίζεται τα κληροδοτήματα αυτά και τα λοιπά ευαγή Ιδρύματα και κύρια τα Κληροδοτήματα των Ιωαννίνων Γ. Σταύρου, Νικ. Ζωσιμά, Ζώη Καπλάνη, το Τούλειο Κληροδότημα (Μετσόβου) κ.α. διότι κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος και την βούληση των διαθετών τους δεν της ανήκαν.
Έτσι λοιπόν, με αυτό τον παράνομο και αντισυνταγματικό τρόπο τα Αγαθοεργά Καταστήματα με έναν απλό “Κανονισμό” κατόρθωσαν να διοικούν και να διαχειρίζονται κεφάλαια… δισεκατομμυρίων ως και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ανυπολόγιστης αξίας, – τα οποία ανήκουν στην πόλη των Ιωαννίνων και τους κατοίκους της – χωρίς ποτέ να ελεγχθούν από τον αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών, κατά παράβαση του Ν.2508/1920 ως και των συναφών νόμων που επηκολούθησαν ήτοι του Ν. 2442/1920, τού Ν. 5019/1931 περί σχολικών περιουσιών, ως και των Ν. 1895/1990, Ν.2009/1992 κ.α..
Μετά από μια μακρά περίοδο ανωμαλίας στη διοίκηση, λειτουργία και διαχείριση των Κληροδοτημάτων από τα Αγαθοεργά Καταστήματα, το αντισυνταγματικό, παράνομο και αυθαίρετο αυτό καθεστώς ηθέλησε να καταργήσει ο σύγχρονος Νομοθέτης και έτσι φθάσαμε τελικά στο Ν. 1473/1984 και δη τις διατάξεις των άρθρων 37 και 47 εδαφ. ια και ιγ τούτου.
Η Βουλή των Ελλήνων μετά από ομόφωνη απόφαση-παρέμβαση και του Δήμου Ιωαννιτών ψήφισε το νόμο 1473/1984, “Περί μεταρρυθμίσεων στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλων διατάξεων (ΦΕΚ Α 127), ρύθμισε πλέον το θέμα των παλιών Κληροδοτημάτων των Ιωαννίνων, ο οποίος κατάργησε τις σχετικές διατάξεις του Α.Ν.2039/1939 (άρθρα 113 έως 124) και όρισε τον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης σύμφωνα με όσα ισχύουν σε όλη την Ελλάδα. Με το Νόμο τούτο άνοιξε ο δρόμος για την αποκατάσταση της χρόνιας ανωμαλίας που επικρατούσε στα γνωστά Κληροδοτήματα των Ιωαννίνων, αφού σύμφωνα με ρητή διάταξη τού άρθρου 47 εδαφ. ια και ιγ  τούτου καταργήθηκαν τα άρθρα 113 έως 124 του Α.Ν. 2039/1939 με τα οποία προβλέπονταν η λειτουργία της Εφοροεπιτροπείας των Αγαθοεργών Καταστημάτων Ιωαννίνων, με το άρθρον δε 37 καθορίστηκε ο τρόπος διοίκησης και διαχείρισης αυτών εις το εξής.
Είναι άκρως χαρακτηριστική της βούλησης του Νομοθέτου η παρ. ιγ του άρθρου 47 του ως άνω Νόμου 1473/1984, η οποία ρητά και κατηγορηματικά “…καταργεί και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που ρυθμίζει θέματα διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος…”
Είναι συνεπώς περισσότερο από σαφές ότι το Διάταγμα του 1926 και οι σχετικές διατάξεις του Α.Ν. 2039/1939, απέβλεπαν στο να εμποδίσουν την εφαρμογή του Νόμου του Ελ. Βενιζέλου (Ν. 2508/1920) και ως εκ τούτου καταργουμένων των διατάξεων αυτών υπό του ως άνω Νόμου (1473/1984), άνοιξε ο δρόμος για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2508/1920 και την εκκαθάριση των κληροδοτημάτων αυτών για την πόλη των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, μετά την ψήφιση του Ν 1473/1984 το Υπουργείο Οικονομικών απέστειλε το υπ’ αριθμ. πρωτ. Κ 4849/1512/ 1-7-1986 έγγραφό του, το οποίο υπογράφεται από τον τότε αρμόδιο Υφυπουργό κ. Αθανασόπουλο, στον τότε Νομάρχη Ιωαννίνων και στο οποίο ορίζεται ότι «…η περιουσία του Κληροδοτήματος Γ. Σταύρου περιέρχεται εις τον Δήμο Ιωαννιτών ως Κεφάλαιο Αυτοτελούς Διαχείρισης, για το σκοπό που έταξε ο διαθέτης, δεδομένης της αδυναμίας διοίκησης του Κληροδοτήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις της διαθήκης και την αληθή βούληση του διαθέτη…» και παράλληλα κάλεσε τον Μητροπολίτη να παραδώσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία τούτου.
Ομοίως στην από 21-5-1998 Έκθεση διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου του κληροδοτήματος του ευεργέτου του Μετσόβου Γ. Τούλη, ο οποίος έγινε από τον επιθεωρητή κ. Γρηγόριο Ακονίδη αναφέρεται επί λέξει ότι «…Κατόπιν αυτών και έχοντας υπ’ όψη τις βουλήσεις των διαθετών, όπως αυτές είναι διατυπωμένες στις διαθήκες τους, καθώς επίσης και τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 37 του Ν. 1473/1984, φρονούμε ότι αυτές οι διατάξεις του νόμου κατισχύουν των διατάξεων του από 25-1-1933 Π.Δ. και για τον λόγο αυτό, προτείνουμε το Κληροδότημα να περιέλθει στην αρμοδιότητα του Δήμου Μετσόβου, το δε Δημοτικό Συμβούλιο ν’ αποτελέσει την Διοικητική και Διαχειριστική Επιτροπή του Κληροδοτήματος».
Η κοινή απαίτηση της πόλης των Ιωαννίνων και των πολιτών της να τεθεί τέρμα επί τέλους στο παράνομο και αντισυνταγματικό καθεστώς των Εθνικών μας Κληροδοτημάτων, γέννησε την ανάγκη της συγκρότησης στις 5-7-1997 της «Επιτροπής Αγώνα για τα Ηπειρωτικά Κληροδοτήματα» στην οποία συμμετείχαν διάφοροι Φορείς της πόλης μας, μεταξύ των οποίων η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία και ο Δικηγορικός Σύλλογος, η οποία Επιτροπή από την πρώτη στιγμή ζήτησε την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, την άμεση εφαρμογή των άρθρων 34 και 47 του Ν. 1473/1984, ώστε να γίνει επιτέλους σεβαστή η βούληση των Ηπειρωτών Ευεργετών, όπως αυτή διατυπώνεται στις συστατικές τους πράξεις, να αποδοθούν οι σχολικές περιουσίες των παλιών κληροδοτημάτων στους ΟΤΑ, όπως ορίζεται από τους νόμους 2508/1920, 5019/1931, 1894/1990 και 2009/1992 -οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τα Αγαθοεργά Καταστήματα- και να διαταχθεί διαχειριστικός έλεγχος όλως αυτών των Κληροδοτημάτων, τα οποία παράνομα και ανεξέλεγκτα διοικούνται από τα Αγαθοεργά Καταστήματα της Μητροπόλεως.
Το έτος 1999 το Δημοτικό Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, παρά τον νόμο και τις αντίθετες απόψεις που διατυπώθηκαν στο Δημ. Συμβούλιο αποφάσισε να στείλει δυο εκπροσώπους στη Γενική Συνέλευση των Αγαθοεργών, με την 22/1999 απόφασή του.
Κατά της ως άνω αποφάσεως του Δημ. Συμβουλίου η Ένωση Πολιτών Ιωαννίνων και ο Σύνδεσμος Αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής προσέφυγαν στην Επιτροπή του άρθρου 18 του νόμου 2218/1994 του νομού Ιωαννίνων, στην οποία προεδρεύει τακτικός Δικαστής (πρωτοδίκης) η οποία με την 4/1999 απόφασή της αποφαίνεται επίσης ότι: Μετά την ψήφιση του άρθρου 47 του Ν. 1473/1984 οι διατάξεις των άρθρων 113 και 114 του Α.Ν. 2039/1939, με τις οποίες προβλέπονταν η λειτουργία της Εφοροεπιτροπείας των Αγαθοεργών καταστημάτων των Ιωαννίνων καταργήθηκαν. Ο Νόμος 1437/1984 (άρθρα 37 και 47) είναι σαφής τόσο ως προς την κατάργηση των διατάξεων 113 έως 124 του Α.Ν. 2039/39, όσο και ως προς την ισχύ των λοιπών διατάξεών του για τα παλιά κληροδοτήματα Νομού Ιωαννίνων. Έτσι με σαφήνεια ορίζεται ότι ο Κανονισμός του 1926 που προβλέπει τον τρόπο διαχείρισης των κληροδοτημάτων αυτών δεν ισχύει. Κατά συνέπεια των ανωτέρω «δεν υφίσταται νόμιμο έρεισμα για τη συγκρότηση της Εφοροεπιτροπείας, όσον αφορά τη διαχείριση των κληροδοτημάτων του Νομού Ιωαννίνων και ως εκ τούτου η απόφαση ορισμού εκπροσώπων του Δήμου για το όργανο αυτό είναι παράνομη» και ακύρωσε την ως άνω απόφαση του Δημ. Συμβουλίου. Συνεπώς το πρόβλημα δεν είναι αν νομίμως ή μη μετέχουν οι δύο δημοτικοί σύμβουλοι στην Εφοροεπιτροπεία των Αγαθοεργών, αλλά το γεγονός ότι αύτη έχει ήδη καταργηθεί έκτοτε (από το 1984) και ως εκ τούτου δεν υφίστατο ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά νόμιμο έρεισμα για την συγκρότησή του.
Κατά της παραπάνω απόφασης ασκήθηκε προσφυγή στο Υπουργεία Εσωτερικών από τα Αγαθοεργά καταστήματα Ιωαννίνων. Το Υπουργείο Εσωτερικών, κρίνοντας σύμφωνα με τον νόμο σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, με την υπ’ αριθμ. 24114/1999 απόφασή του απέρριψε την προσφυγή των Αγαθοεργών Καταστημάτων Ιωαννίνων, τα οποία από τότε εξακολουθούν να λειτουργούν παράνομα.
Κατά των αποφάσεων του Υπουργείου Εσωτερικών και Παιδείας, τα Αγαθοεργά άσκησαν προσφυγές στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο με τις υπ’ αριθ. 2139/2007 και 2140/2007 αποφάσεις τους “απέρριψε τις προσφυγές αυτές ως απαράδεκτες”. Το γεγονός της απόρριψης των Αιτήσεων των Αγαθοεργών Καταστημάτων κατέστησε αμετάκλητες τις αποφάσεις των Υπουργών και της Επιτροπής του άρθρου 18 και συνεπώς τα ισχυριζόμενα περί του αν τα Αγαθοεργά είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δεν έχουν καμία σημασία, διότι πρόκειται νομικά για ανύπαρκτο φορέα, ο οποίος λειτουργεί και διαχειρίζεται παράνομα τις περιουσίες των συγκεκριμένων πιο πάνω κληροδοτημάτων από την εποχή της τουρκοκρατίας κληροδοτημάτων.

Γ’ ΜΕΡΟΣ
Ας κάνουμε σήμερα μία συνοπτική «ακτινογραφία» των σημαντικότερων Κληροδοτημάτων της πόλης μας που έχουν καταλήξει να χάσουν την αρχική αποστολή τους:

Κληροδότημα Νικ. Ζωσιμά
Ο Νικ. Ζωσιμάς με την από 18-3-1841 διαθήκη του άρθρο Α γράφει τα εξής: «Αποκαθιστώ Γενικούς Επιτρόπους μου, πληρεξουσίους διοικητές της παρούσας διαθήκης μου τους… (παραθέτει τα ονόματα). Εάν από τους παραπάνω Επιτρόπους μου λείψει για οποιανδήποτε αιτίας ένας ή δύο, παρακαλώ το Γραικικό Μαγιστράτο της Νίζνας στη θέση των απόντων, να διορίζει απ’ τους ομογενείς της Μόσχας κατά προτίμηση δε από τους συμπατριώτες μου Γιαννιώτες, άλλους Επιτρόπους τους οποίους κρίνει αξιόπιστους, για να συνεργάζονται με τους υπολοίπους. Αυτό δε να συνεχιστεί και στην περίπτωση που τυχόν λείψουν κάποτε οι Επίτροποί μου».
Επίσης, ο ίδιος ο διαθέτης με την διαθήκη του -και τον κωδίκελλο που ενσωματώθηκε σ’ αυτή- άφησε 6 καθιδρύματα και για την συντήρησή τους προέβλεψε ανάλογα με την δραστηριότητά τους να εισπράττουν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά από τα ετήσια μερίσματα των μετοχών που άφησε στην Εθνική Τράπεζα, τα οποία πριν την ένταξη της Χώρας στο ευρώ κυμαίνονταν περίπου σε δεκάδες εκατομμυρίων δραχμ. κάθε χρόνο, δεδομένου ότι οι μετοχές στην Εθνική Τράπεζα του αείμνηστου Νικ. Ζωσιμά -και όχι των Αγαθοεργών Καταστημάτων-, ανέρχονταν σε 2 περίπου εκατομμύρια. Και ερωτώ: Πότε τηρήθηκαν αυτοί οι σκοποί τού διαθέτη από τα Αγαθοεργά Καταστήματα της Μητροπόλεως; Πότε δόθηκαν στη δημοσιότητα στοιχεία για το πώς προσαυξάνονται και διακινούνται οι εν λόγω μετοχές, πόσες έπρεπε να είναι, τί γίνεται με τις μετοχές πού μέσω του Χρηματιστηρίου εκφεύγουν δικαιώματα κατά τρόπο όχι ξεκάθαρο από τα χέρια τού Κληροδοτήματος Ν. Ζωσιμά, σύμφωνα με την θέληση του οποίου είναι εσαεί αναπαλλοτρίωτες και εις την υπηρεσία των σκοπών υπέρ των οποίων έθεσε με την διαθήκη του; Να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με την διαθήκη του Νικ. Ζωσιμά όλες οι μετοχές του κληροδοτήματος έπρεπε να κατανεμηθούν αναλογικά στα 6 καθιδρύματα, που συνέστησε και καθόρισε ο ίδιος για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους και κανείς δεν είχε το δικαίωμα, πολύ δε περισσότερο τα Αγαθοεργά –ένας ξένος ιδιωτικός Φορέας- να χρησιμοποιούν ή να ενεχυριάζουν αυτές για αλλότριους σκοπούς.
Εν προκειμένω είναι άκρως χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε στην Επιτροπή Αγώνα για το συγκεκριμένο Κληροδότημα, υπ’αριθμ. 1037960/1031/53993/23-4-2002 της αρμόδιας Δ/νσης Οικονομικών Επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών, μετά από σχετικό αίτημα που υπέβαλε η Επιτροπή, ότι «είναι δυνατός ο έλεγχος διαχείρισης του ως άνω Κληροδοτήματος, μόνο ως προς τα έσοδα και όχι τα έξοδα, δεδομένου ότι τα έξοδα αποτελούν μέρος των συνολικών δαπανών των Αγαθοεργών Καταστημάτων και δεν μπορούν να ελεγχθούν μεμονωμένα».
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 3659/16-12-2003 Έκθεση Διαχειριστικού και Οικονομικού Ελέγχου των Αγαθοεργών καταστημάτων Ιωαννίνων των ετών 1997-2001, όπου διαπιστώνεται από τους επιθεωρητές κ.κ. Γρηγ. Ακονίδη και Αλ. Δήμου ότι «Από την Εφοροεπιτροπεία των Αγαθοεργών Κατ/των Ιωαννίνων έχουν συνταχθεί για τα έτη 1997- 2001 οι Προϋπολογισμοί, Απολογισμοί και Ισολογισμοί των Αγαθοεργών Κ.Ι., πλην όμως δεν έχουν υποβληθεί στο εποπτεύον Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως και για τα προηγούμενα έτη, αλλά ούτε και ελέγχθηκαν ποτέ».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εν λόγω Έκθεση αναφέρονται επακριβώς τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά που διέθεσε ο διαθέτης, ο αριθμός των μετοχών και τα ποσοστά που αναλογούν σε κάθε ένα από τα 6 καθιδρύματα, που ο ίδιος συνέστησε, από τα έσοδα των κληροδοτημάτων του για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους. Οι μετοχές αυτές σύμφωνα με την ίδια διαθήκη ήταν αναπαλλοτρίωτες, δεν μπορούσαν να είναι αντικείμενο χρηματιστηριακών συναλλαγών, ούτε επιτρεπόταν να αλλάξουν τα ποσοστά των 6 καθιδρυμάτων από τα έσοδα του κληροδοτήματος.
Από την απάντηση του Μητροπολίτη εμμέσως πλην σαφώς συνομολογείται ότι όλοι αυτοί οι σκοποί του διαθέτη δεν τηρήθηκαν, διότι τα έσοδα των κληροδοτημάτων εμφανίζονται συνολικά ως έσοδα των Αγαθοεργών, χωρίς να διευκρινίζεται πού και πώς κατανέμονταν οι δαπάνες και υπέρ ποιών σκοπών.
Τώρα μάλιστα πληροφορηθήκαμε, σύμφωνα με την απάντηση του Μητροπολίτη ότι ουσιαστικά αυτές (οι μετοχές) όχι μόνο έχουν εξανεμισθεί, αλλά ακόμη τα Αγαθοεργά σήμερα είναι χρεωμένα με πάνω από… 11 εκατομ. Ευρώ από δάνεια τα οποία ουδέποτε ελέγχθηκαν από κανένα αρμόδιο δημόσιο Όργανο και κανείς δεν ξέρει πού δαπανήθηκαν.
Αντί λοιπόν να επικαλείται αυτά που αναφέρει στην απάντησή του ο Μητροπολίτης ως νέος πρόεδρος των Αγαθοεργών, θα έπρεπε ο ίδιος, πριν αναλάβει την προεδρεία, να απευθυνθεί στους οικονομικούς Επιθεωρητές και στον αρμόδιο Εισαγγελέα να προβούν σε οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο των κληροδοτημάτων αυτών.
***
Κληροδότημα Γεωργίου Σταύρου
Ο αείμνηστος ευεργέτης της πόλης μας και ιδρυτής της Εθνικής Τράπεζας Γ. Σταύρου στην υπ’αριθμ. 1328/2-10-1868 διαθήκη του ορίζει: «Συνέλαβα την ιδέα τα εκτεταμένα ταύτα γήπεδα (στο ΓΥΑΛΙ Καφενέ και στον Αγ. Νικόλαο Κοπάνων) να χαρίσω και χαρίζω εις την πόλιν Ιωαννίνων δια να κτισθεί εν Ορφανοτροφείον». Συνεπώς το κληροδότημα του Γ. Σταύρου ανήκει στην πόλη των Ιωαννίνων την οποία εκπροσωπεί σήμερα ο Δήμος Ιωαννιτών. Με την ίδια διαθήκη δίνει εντολή στους εκτελεστές του να συντάξουν οργανισμό λειτουργίας του κληροδοτήματος και να τον στείλουν «εις τους εν Ιωαννίνοις κ.κ. Λ.Μίσιον, Α. Λιάμπεην και Π. Κολοβόν, τους οποίους να διορίσουν δια το Ορφανοτροφείο επιτρόπους και έφορον επ’ αυτών τον κατά καιρόν Πρόξενον της Ελλάδος εις Ιωάννινα».
Το κληροδότημα αυτό σήμερα διοικείται από μια διαχειριστική Επιτροπή, με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη και με ένα διοργανισμό προφανώς παράνομο και ανύπαρκτο ως επίσημο έγγραφο και ανυπόγραφο, που δεν έχει σχέση με τον Κανονισμό που ορίζει ο διαθέτης στη διαθήκη του, ούτε συντάχθηκε από τους εκτελεστές της διαθήκης του.
Ο διοργανισμός αυτός αναφέρει επί λέξει ότι: «……. Τελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν της Κυβερνήσεως της Α.Μ. του Σουλτάνου συσταίνεται εν Ιωαννίνοις εκ του προς τον σκοπόν τούτο Κληροδοτήματος του αοιδίμου Γεωργίου Σταύρου Ορφανοτροφείον των αρρένων».
Επ’ αυτού δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται κάποιο σχόλιο.
***
Κληροδότημα Γεωργίου Τούλη και της μητρός του Αφέντως (εκ Μετσόβου)
Ο Γεώργιος Τούλης με την από 4-4-1878 διαθήκη του ορίζει ότι μετά τον θάνατό του να λάβει «τις μετοχές της Εθνικής Τραπέζης και εις λοιπάς η πατρίς μου Μέτσοβο δια παντός προς οικοδομήν και διατήρησιν ενός Ορφανοτροφείου», ορίζει δε εκτελεστή της διαθήκης του την μητέρα του Αφέντω.
Η μητέρα του επίσης με την από 27-3-1885 διαθήκη της ορίζει ότι τα μερίσματα των μετοχών, «σύμφωνα με την διάταξιν του μακαρίτου υιού της Γεωργίου να περιέλθουσι εις την κοινότητα Μετσόβου και να διαχειρισθώσιν εις το Ορφανοτροφείον».
Και στις δύο διαθήκες πουθενά δεν αναφέρεται ο Μητροπολίτης και η Μητρόπολη των Ιωαννίνων. Έτσι με το από 23-6-1932 Ν.Δ. (ΦΕΚ 208/30-6-1932, τεύχος Α΄) έχει ορισθεί, ύστερα από την υπ’ αριθμ. 280/7-5-1932 Γνωμοδότηση του Συμβουλίου Επικρατείας, το Κοινοτικό Συμβούλιο Μετσόβου, ως Διοικητική Επιτροπή του Κληροδοτήματος. Ένα χρόνο αργότερα ο τότε Μητροπολίτης Ιωαννίνων μετά από προσφυγή του στο ΣτΕ , πήρε κυριολεκτικά και αυτό το Κληροδότημα και όρισε διαχειριστική Επιτροπή υπό την Προεδρία του.
Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω ότι στην από 21-5-1998 Έκθεση Οικονομικού και διαχειριστικού Ελέγχου που συνέταξε ο οικονομικός επιθεωρητής κ. Γρηγ. Ακονίδης προτείνεται εν τέλει «το κληροδότημα αυτό να περιέλθει στην αρμοδιότητα του Δήμου Μετσόβου, το δε Δημοτικό Συμβούλιο ν’ αποτελέσει την Διοικητική και Διαχειριστική Επιτροπή του Κληροδοτήματος».
* * *
Άλλο παράδειγμα κακοδιαχείρισης και μη τήρησης του σκοπού του διαθέτη αποτελεί και το οικόπεδο του Μαρούτσειου Δημοτικού Σχολείου, το οποίο προοριζόταν από τους αδελφούς Μαρούτση για διδακτήριο το οποίο να χρησιμεύει «ως Σχολείο των Ελλήνων Χριστιανών εις το διηνεκές» κατά τον όρο της διαθήκης τους και το οποίο πουλήθηκε στο …ΚΤΕΛ Πρεβέζης, αντίθετα προς την υπ’ αριθμ. 55/1959 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, η οποία εκδόθηκε μετά από ανακοπή των Αγαθοεργών Καταστημάτων. Δηλαδή πλήρης αδιαφάνεια στην διαχείριση των κληροδοτημάτων, δεδομένου ότι, τα ως άνω 3-4 σημαντικά και οικονομικά ανθηρά κληροδοτήματα έχουν χάσει στην ουσία την αυτοτέλειά τους και τα έσοδα αυτών εισέρχονται στο ταμείο -των Αγαθοεργών Kαταστημάτων- με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχος διάθεσης των εξόδων και η τήρηση των σκοπών ενός εκάστου Κληροδοτήματος.
Δυστυχώς ο εμπαιγμός των Γιαννιωτών συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μετά μάλιστα και την ψήφιση του νέου Κωδικοποιημένου Νόμου «Περί Κληροδοτημάτων» (Ν. 4182/2013) από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Το θέμα, όπως κατ’ επανάληψη έχει τονίσει η Επιτροπή Αγώνα, είναι καθαρά πολιτικό και δεν έχουμε κάτι με την Εκκλησία ή την Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Για τον Δήμο Ιωαννιτών η ευθύνη είναι μεγάλη, διότι έχει υποχρέωση απέναντι στους δημότες να απορρίψει το πιο πάνω έγγραφο των Αγαθοεργών  Καταστημάτων και να ξεκινήσει τις νόμιμες διαδικασίες στο αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση για τον ορισμό των νομίμων διοικήσεων των εν λόγω Κληροδοτημάτων, την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων αυτών (κινητών και ακινήτων) και την έκδοση της σχετικής Διαπιστωτικής Πράξης για την εγγραφή αυτών στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο.
Για την Εκκλησία πιστεύουμε ότι το θέμα είναι ηθικό και διαχειριστικό. Διότι πρώτον δεν είναι δυνατόν να διαχειρίζονται παρανόμως τα Αγαθοεργά Καταστήματα της Μητροπόλεως τις τεράστιες περιουσίες των πιο πάνω Ηπειρωτών Ευεργετών, που δεν τους ανήκουν και δεύτερον δεν είναι δυνατόν η διαχείριση αυτή να γίνεται ανεξέλεγκτα και χωρίς διαφάνεια. Για το τελευταίο εν όψει πλέον και του χρέους των 11 εκατομμυρίων ευρώ, νομίζουμε ότι αρμόδιοι είναι οι Οικονομικοί Επιθεωρητές και η Εισαγγελική Αρχή.

Από την εφημερίδα Πρωινός Λόγος Ιωαννίνων 19-20-21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το