Δημήτρης Μαυρίδης

Υποσυνείδητα σε πολλούς το άκουσμα του ονόματος μιας πόλης φέρνει στο μυαλό τους τα τελευταία ή τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη αυτή. Για παράδειγμα, σήμερα, αν σε μια συζήτηση αναφερθεί ή σ’ ένα ντοκιμαντέρ ακουστεί το όνομα της πόλης Τίρασπολ στη Μολδαβία, το μυαλό ανατρέχει στην ποδοσφαιρική τοπική ομάδα της Σέριφ και στο πρόσφατο γεγονός της νίκης της επί της Ρεάλ Μαδρίτης προ ολίγων ημερών.

Επίσης, κάτι ανάλογο θα συνέβαινε αν γινόταν μια τυχαία αναφορά στη μικρή ιταλική πόλη Μπέργκαμο, η οποία στη συνείδηση των Ευρωπαίων έχει ταυτιστεί με τις εκατόμβες νεκρών που μετέφεραν τα στρατιωτικά οχήματα στα αποτεφρωτήρια, ακόμα κι αν έχει περάσει από τότε σχεδόν ενάμισης χρόνος.

Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε εάν μιλούσαμε σήμερα για τη διώρυγα του Σουέζ. Κανένας συνειρμός σχετικός με τις αραβοϊσραηλινές διαμάχες δε θα γινόταν, αλλά θα κυριαρχούσε σίγουρα η εικόνα του τεράστιου πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων Ever Given να έχει φράξει τη δίοδο του καναλιού προκαλώντας ασφυξία στο παγκόσμιο εμπόριο. Λιμάνι το Σουέζ, λιμάνι και η Θεσσαλονίκη.

Όμως η ελληνική πόλη έχει και Λεμπέτι. Και εδώ, σκοπίμως χρησιμοποιείται η παλαιότερη ονομασία της Σταυρούπολης, ώστε αφενός μεν να διαχωριστεί αυτή – προς αποφυγή συγχύσεως – από άλλες ομώνυμες περιοχές της χώρας και αφετέρου να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κάθε καρντάση που προβληματίζεται για τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τις τελευταίες μέρες στις δυτικές συνοικίες της πόλης του.

Πέρυσι το Μάρτιο, λοιπόν, το γύρο του κόσμου έκαναν οι εικόνες του πλοίου μεταφοράς κοντέινερ στο Σουέζ που μπλοκάρισε για έξι ημέρες το κανάλι και που προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στο παγκόσμιο εμπόριο. Το γεγονός αυτό ήταν η πρώτη καλή αφορμή για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ελληνικού τύπου να μιλήσουν πλέον απροκάλυπτα για τις επερχόμενες ανατιμήσεις και επ’ ευκαιρία για την ακρίβεια που θα επέφερε το τέλος της πανδημίας. Μπορεί στο μυαλό του μέσου πολίτη η παράθεση από τα ΜΜΕ μιας ορολογίας οικονομικής καταστροφολογίας ή σωτηρίας των εθνικών οικονομιών μέσω επιβάρυνσης των νοικοκυριών να μη βρίσκει ανταπόκριση, αλλά η εικόνα των πλοίων που υποχρεώνονται σε αναστροφή, για να περιπλεύσουν την Αφρική, με επιπλέον επιβάρυνση της κατανάλωσης καυσίμων και του χρόνου παράδοσης φορτίων, έχει καταλυτική επίδραση. Τα όρια ανοχής του γίνονται πιο ελαστικά και δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο τη χασούρα.

Όμως, τα πράγματα φαίνεται να ήταν προδιαγεγραμμένα εδώ και πολύ καιρό και το κολλημένο καράβι ήταν μόνον η αφορμή. Γιατί, απλούστατα, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα διείδε από την αρχή ακόμα της πανδημίας ότι με πολύ μεγάλη δυσκολία θα ανταποκρινόταν τόσο στις συνθήκες που αυτή δημιουργούσε όσο – και κυρίως – στην δυσμενή για το κεφάλαιο κατάσταση που θα επικρατούσε με το πέρας της. Σήμερα, βρισκόμαστε στο τέλος της υγειονομικής κρίσης. Από τη μια ο λαός που στενάζει υπό το ζυγό της ανεργίας, των εξευτελιστικών ημερομισθίων και της ανέχειας και από την άλλη οι μεγαλοσχήμονες διαμορφωτές πολιτικής που απεργάζονται νέους τρόπους οικονομικής αφαίμαξής του, ώστε να καλύψουν τη χασούρα των αφεντικών τους στο όνομα μάλιστα ενός απροσδιόριστου «εθνικού συμφέροντος».

Ωστόσο, επειδή ελήφθησαν πολύ σοβαρά υπόψη όλο αυτό το διάστημα οι ενδεχόμενες αντιδράσεις των σημερινών και μελλοντικά αδικημένων, είδαμε τις απαρχές υλοποίησης ενός σχεδίου επιβολής, υπακοής, πειθάρχησης του πολίτη σε κάθε παράλογη απαίτηση των κυβερνώντων και σκόπιμης διασποράς ενός καθολικού αισθήματος φόβου, ενίοτε μεταφυσικής προέλευσης.

Πιο συγκεκριμένα, εν καιρώ πανδημίας, υπό καθεστώς αναστολής των βασικών ελευθεριών του πολίτη ψηφίστηκαν τα πιο αντιδραστικά, αντεργατικά και αντιεκπαιδευτικά νομοσχέδια προλειαίνοντας το πεδίο για τον περιορισμό ή εκμηδενισμό των γενικευμένων λαϊκών αντιδράσεων στη μετά-κόβιντ εποχή.

Και η μετά-κόβιντ εποχή πλησιάζει «επικίνδυνα», όπως πλησιάζει και η επέτειος της καταδίκης των νεοναζιστών, του Πολυτεχνείου και της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου.

Δύσκολη, λοιπόν, η συγκυρία για τους ιθύνοντες, οι οποίοι τώρα συνειδητοποίησαν ότι το σχέδιο επιβολής που εκπόνησαν άρχισε να μπάζει και ότι αυτό στις πρώτες μάχες με γιατρούς, νοσηλευτές και εκπαιδευτικούς διήρκεσε μόνο λίγες ώρες. Ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης, οι αποτυχίες του σχεδίου καθυπόταξης και επιβολής υπήρξαν απανωτές. Αναπόδραστα, λοιπόν, τέθηκε σε εφαρμογή ένα plan B, που βασίζεται σε παλιές καλές συνταγές. Η αξιοποίηση ενός πολιτικού αλλά δολοφονικού αντίβαρου απέναντι στο δίκαιο αγώνα του λαού. Της χρυσής φασιστικής και νεοναζιστικής εφεδρείας, η οποία μες την ευήθειά της εξυπηρετεί πάντα την οικονομική ολιγαρχία του τόπου, βαυκαλιζόμενη πως κάποτε θα λάβει κι αυτή το μερτικό της στην εξουσία και στο χρήμα.

Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο Λεμπέτι της Θεσσαλονίκης…

Πολλοί ασχολήθηκαν με τα τελευταία περιστατικά έξω από σχολική μονάδα της Σταυρούπολης και κάποιοι απ’ αυτούς αναφέρθηκαν εκτεταμένα στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιοχής και στην πρόσφατη εκλογική συμπεριφορά του πληθυσμού της. Οι περισσότεροι συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η γιγάντωση της ακροδεξιάς στην περιοχή έχει να κάνει με την ανεργία, λόγω της αποβιομηχάνισης της περιοχής τα τελευταία χρόνια και την αύξηση της εγκληματικότητας. Σημαντικός παράγοντας, επίσης, αναδεικνύεται και η επιρροή του ποδοσφαίρου, ως κύριας αιτίας οπαδικής συμπεριφοράς και χουλιγκανικής νοοτροπίας.

Από την πλευρά του το κράτος δεν έχει μεριμνήσει ποτέ για την θεραπεία των προβλημάτων που ταλανίζουν αυτήν και άλλες περιοχές παρόμοιας κοινωνικής ιδιοσυστασίας. Όχι γιατί δε μπορεί, αλλά γιατί δε θέλει. Γιατί ανά πάσα στιγμή και σε κάθε περίσταση αυτό πρέπει να είναι έτοιμο να δημιουργεί το προαναφερθέν αντίβαρο απέναντι σε δίκαιες και νόμιμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας του λαού. Και ο χώρος της παιδείας είναι καίριος για τη διεξαγωγή «πολέμου» με το λαό. Δεν είναι τυχαίο που στην προκειμένη περίπτωση της «μάχης» έξω από το σχολικό συγκρότημα της Σταυρούπολης οι ακροδεξιοί ήταν αυτοί που επιτέθηκαν στους φοιτητές που μοίραζαν φυλλάδια για την ΕΒΕ, συντασσόμενοι εμμέσως με τη στάση και την επιμονή του υπουργείου για επιβολή μιας πολιτικής αυταρχικής και βαθιά αντιδραστικής στο χώρο της εκπαίδευσης.

Συνεπώς, όσο απλοϊκός κι αν δείχνει ο συλλογισμός, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ηθικοί αυτουργοί της επαναδραστηριοποίησης φασιστών και νεοναζιστών είναι όλοι αυτοί που σχεδιάζουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και αναζητούσαν όλο αυτό το διάστημα τρόπους εφαρμογής των επαχθών μέτρων για τη μετά-κόβιντ εποχή.

Οι ανατιμήσεις σε όλα τα βασικά προϊόντα διατροφής, του πετρελαίου, της βενζίνης και του φυσικού αερίου, οι αυξήσεις στα τιμολόγια πάσης φύσεως και η συρρίκνωση των μισθών δε γνωρίζουμε σε τι βαθμό οφείλονται στο εξαήμερο έμφραγμα του παγκοσμίου εμπορίου στο Σουέζ. Αν, όντως, φταίει το Σουέζ, τότε αυτό αποτελεί μια ακόμη παραδοχή αποτυχίας του καπιταλισμού να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες παγκόσμιες απαιτήσεις, όπως συνέβη άλλωστε και στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Σε χώρες, όπως η Ελλάδα, η χασούρα του κεφαλαίου λόγω κρίσεων αποδείχθηκε ότι αντιμετωπίζεται με το σχεδιασμό και την υλοποίηση αντιλαϊκών πολιτικών. Και, αν υπάρχει αντίδραση, τότε πίπτει ράβδος κρατική και παρακρατική. Η αρχή έγινε με την αστυνομική βία στα συλλαλητήρια της πανδημίας και συνεχίζεται από τις ακροδεξιές οργανώσεις με την ανοχή του επίσημου κράτους. Η πολιτική της λιτότητας και του αυταρχισμού θα πρέπει να περάσει με κάθε θυσία. Γιατί τα λεφτά είναι πολλά, καρντάση. Κι αν υπάρξει και κανένας νεκρός στο μεταξύ… δε βαριέσαι, ρε αλάνι; Κομμουνιστής θα ‘ναι.

Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το