Το σχολικό έτος 2011-12 αποφασίζεται από το Υπουργείο Παιδείας στο ίδιο ΦΕΚ (1264/ΤΒ/11-4-2012) η μετονομασία του 2ου Γυμνασίου Ταύρου σε 2ο Γυμνάσιο Ταύρου «ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΕΣΜΕΡ» και του 3ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων σε 3ο Γενικό Λύκειο Τρικάλων «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ».
Η τυχαία συνάντηση των δύο προσώπων στο έγγραφο αυτό απόδειξε ότι η ιστορική συγκυρία και το τυχαίο ανατρέπουν πολλές φορές τις προθέσεις και τις σκοπιμότητες των ανθρώπων. Η Αθηνά συναντά τον Οδυσσέα όπως στα χρόνια του Ομήρου η θεά συνάντησε τον βασιλιά της Ιθάκης. Η Αθηνά τού Ταύρου, στο σύντομο πέρασμα απ’ τη ζωή (1924-1944), αγωνίστηκε με το δόρυ στο χέρι για τη Λευτεριά της Πατρίδας ενάντια στον φασισμό και τον Γερμανό κατακτητή. Θυσιάστηκε στον Βωμό της Εθνικής Αντίστασης, όπως αρμόζει σε μια θεά που δεν φοβάται τον φασισμό και τον θάνατο. Από την άλλη, ο Βασιλιάς Οδυσσέας, ποιητής περιπλανώμενος, διέρχεται ίσως από τα Τρίκαλα μέχρι να φθάσει στην Ιθάκη του. Η φήμη τού ποιητή μεγάλη και πολλά σχολεία της χώρας επιζητούν το όνομα τού Ελύτη για την προβολή τους. Ο Οδυσσέας στην περιπλάνησή του κρύβει την ευγενική καταγωγή του και πορεύεται μέσα στον κόσμο με όπλο τις λέξεις, για να γίνει γνωστός στο τέλος του ταξιδιού. Φεύγει πλήρης ημερών και έργων μέσα στη δόξα. Αυτή τη συνάντηση τού ποιητή Οδυσσέα και της πάνοπλης Αθηνάς έστησε τυχαία το περίφημο ΦΕΚ φέρνοντας κοντά δύο διαφορετικούς κόσμους. Μια συνάντηση απρόσμενη, παράξενη και γοητευτική για να παρατηρήσει κανείς τις αντιδράσεις των κοινών θνητών.
Το 3ο ΓΕΛ Τρικάλων με τη δημοσίευση της απόφασης τιμά δίχως αναβολή, τον βασιλιά-ποιητή και κοσμεί την είσοδο του σχολείου με την προσωπογραφία του Οδυσσέα Ελύτη και την ελληνική σημαία. Είναι η δικαίωση τού ποιητή σε μια από τις πολλές πόλεις της Ελλάδας που θέλουν να έχουν το όνομά του στα σχολεία τους. Ο Οδυσσέας Ελύτης, γόνος επώνυμης και εύπορης οικογένειας, δεν επιλέγει την ανώφελη σπατάλη της καθημερινότητας. Προσφέρει στον κόσμο έργο «Άξιον Εστί», βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας(1979), ένα διαβατήριο διεθνούς αναγνώρισης, και όλοι επιθυμούν το όνομά του για το δικό τους διαβατήριο.

Από την άλλη, η Ταυριώτισσα Χατζηεσμέρ-Εσθήρ Αθηνά, ένα κορίτσι με καταγωγή από την Ιωνία απλό και ασήμαντο, αποφασίζει να ορθώσει το ανάστημά της ενάντια στον φασισμό. Μέσα από τη φτωχογειτονιά του Ταύρου με τα λασπόνερα (Γερμανικά) ξεπρόβαλε η θεά με το δόρυ. Δεν είχε βέβαια σπουδαίο επώνυμο να τη συνδράμει, ούτε ήταν από ευγενή και πλούσια οικογένεια. Παιδί προσφύγων από την Μ.Ασία ήτανε και με επίθετο που δεν θύμιζε το αρχαίο κάλλος. Κανείς δεν την αναγνώριζε από τους ανθρώπους που οι αξίες τους περιορίζονταν στο «φαίνεσθαι» της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και τα εμπόδια στη ζωή της ήταν πολλά, από τις μέρες της Εθνικής Αντίστασης έως και την αναγνώριση του ονόματός της από την Πολιτεία. Αυτή την Αθηνά, γέννημα θρέμμα της εργατικής τάξης που θυσιάστηκε για τη Λευτεριά της Πατρίδας, συνάντησε ο ποιητής Οδυσσέας πολλά χρόνια πριν οι κοινοί θνητοί τούς ορίσουν ως ονόματα –σύμβολα για τα δύο σχολεία. Ο ποιητής Οδυσσέας «ανταμώνει» την Αθηνά Χατζηεσμέρ σ’ ένα έρμο οικόπεδο με τσουκνίδες, όπως ο ίδιος αφηγείται: «Μία από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα … σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό … με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισια, ίδιο άχερο, προστάζοντας να συναχτούν όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι … Τότε, από το άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας νά ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον …
Πάνω σε κείνη τη στιγμή ο Μεγάλος Ξένος κάγχασε: Ορίστε, είπε, οι άνθρωποι που θέλουνε λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρείς φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση πού ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί … πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα … πίσω απ’ τον ήλιο οι γυναίκες κλαίνε γονατιστές, πάνω σε ένα έρμο οικόπεδο γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων».
Σαν σήμερα, στην Καισαριανή 5 Σεπτέμβρη του 1944, ξημερώματα, η Επονίτισσα Αθηνά στάθηκε αλύγιστη μπροστά στο διατεταγμένο απόσπασμα των κοινών θνητών. Το δόρυ της καρφώθηκε στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες και ο τόπος πλημμύρισε από τις παπαρούνες της Λευτεριάς.
Λίγες μέρες αργότερα ο φασισμός είχε ηττηθεί και τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούσαν από την Ελλάδα.

Ανδριανή Στράνη

 

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το