Κουλουράς ήταν μικρός. Πουλούσε κουλούρια στα Πατήσια. Φτωχαδάκι. Στα δεκαπέντε του πρόσφυγας. Μετανάστης. Εφτά παιδιά στην οικογένεια. Έφυγε για Αυστραλία. Στα παγκάκια κοιμόταν στην αρχή, πραγματικά σε κίνδυνο ήταν, είχε πει. Τα πράγματα σιγά-σιγά ’φτιαξαν για εκείνον. Γύρισε πίσω στην πατρίδα. Κι όταν έφτασαν στον τόπο του οι «ξένοι», εκείνοι που κοιμόντουσαν τώρα στα παγκάκια, όταν έφτασε η προσφυγιά στον τόπο του, εκεί ήταν για εκείνους. Δεν ξέχασε ποιος ήταν. Ένας χρόνος πέρασε από το φευγιό του. Ένας χρόνος χωρίς τον Διονύση Αρβανιτάκη. Τον φούρναρη της Κω. Τον άνθρωπο που μοίραζε κάθε μέρα 100 κιλά φρέσκο ψωμί στους πρόσφυγες. Τον άνθρωπο που δεν άκουσε τον γιο του που του είπε να βοηθάς πατέρα, αλλά όχι και κάθε μέρα.

Ένας χρόνος χωρίς τον μπάρμπα-Διονύση. Δεν ξέρω αν η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, κείνο που ξέρω είναι πως κάποιοι άνθρωποι που ψήνουν τα κουλούρια τους και τα μοιράζουν στης γης τους φτωχοδιάβολους προσπαθούν να τον κάνουν καλύτερο.

«Αυτά που βλέπουμε και ζούμε τόσους μήνες τώρα δεν μεταφέρονται εύκολα. Μικρά παιδιά από τη Συρία, το Αφγανιστάν πέφτουν κάτω και φωνάζουν ‘μαμ’. Μας δείχνουν με τα χεράκια τους το ψωμί. Δεν γνωρίζουν τη λέξη φαγητό». «Ποιός άνθρωπος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος όταν βλέπει ένα μικρό παιδί να τρώει χώμα; Πείτε μου… Χωρίς κανέναν δισταγμό, καμία δεύτερη σκέψη, είπα κάθε μέρα θα τους φτιάχνω ψωμί και με το βαν θα τους το πηγαίνω. Όποιος δεν έχει πεινάσει, δεν μπορεί να μπει στη θέση αυτών των ανθρώπων. Πρόσφυγες… ‘Εμείς’ και ‘εκείνοι’ στο ίδιο νησί, βίοι παράλληλοι που συγκλίνουν στην έννοια άνθρωπος…» (Διονύσης Αρβανιτάκης)

Γιάννα Κουκά

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το