Με αφορμή τις αλλαγές κριτηρίων στη μοριοδότηση για την επιλογή εκπαιδευτών ενηλίκων στα ΔΙΕΚ, οι εκπαιδευτές ενηλίκων συντάξαμε, υπογράψαμε και αποστείλαμε επιστολές διαμαρτυρίας στο Υπουργείο Παιδείας και το ΙΝΕΔΙΒΙΜ, τις οποίες και δημοσιοποιήσαμε στα ΜΜE.

Από περιέργεια τις πρώτες μέρες μέτρησα τις υπογραφές και διαπίστωσα πως υπέγραφαν 185 γυναίκες και 65 άνδρες. Αναρωτήθηκα: είναι λιγότερο μαχητικοί οι άνδρες συνάδελφοι ή υπερτερούμε στον κλάδο οι γυναίκες αριθμητικά σε αναλογία 2 προς 1; Θα έδινε μια ευκαιρία αποτύπωσης το νεοσύστατο μητρώο εκπαιδευτών, παρότι δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Ωστόσο, αμφιβάλλω εάν κάποιος αρμόδιος θα ενδιαφερθεί για αυτό το στοιχείο.

Ενδιαφέρομαι, βέβαια, εγώ και πιστεύω πως ενδιαφέρονται κι άλλες συνάδελφοι εκπαιδεύτριες. Κυρίως όσες βρέθηκαν στο χώρο αυτό επειδή, παρά την ακαδημαϊκή γνώση και την προϋπηρεσία στο αντικείμενο τους, αδυνατούν να βρουν εργασία με ελκυστικότερους όρους, μη επισφαλή, με ένσημα που υπό κανονικές συνθήκες θα τους εξασφάλιζαν στο μέλλον βιώσιμη σύνταξη. Οι συνάδελφοι αυτές επένδυσαν σε επιπλέον κατάρτιση, και κάθε χρόνο προσβλέπουν -μη βρίσκοντας άλλη εργασιακή διέξοδο που να τους εξασφαλίζει ικανοποιητικό μισθό και ασφάλιση- να εργαστούν στα Δ.ΙΕΚ, παραμένοντας σε συνθήκες ομηρείας, χωρίς έγκαιρα υπογεγραμμένες συμβάσεις, με πληρωμές που καθυστερούν μήνες, με όσα ένσημα «έτυχε να περάσουν από το κόσκινο» να εμφανίζονται ακόμα και μετά από ένα χρόνο, ενώ τρέχουν από το ένα ΔΙΕΚ στο άλλο, για να διδάξουν δυο ώρες εδώ, τρεις ώρες εκεί, κι άλλες τέσσερεις παραπέρα, κάνοντας καθημερινά διαδρομές με 2 και 3 διαφορετικά ΜΜΜ ή οδηγώντας από γειτονιά σε γειτονιά, από πόλη σε πόλη, από νομό σε νομό. Πού βρίσκουν τα λεφτά για βενζίνη όλοι αυτοί οι χρονίως απλήρωτοι μεμονωμένοι περιφερόμενοι – ούτε καν θίασος.

Τα ίδια δεδομένα ισχύουν, βεβαίως, και για όσους άνδρες συναδέλφους βρέθηκαν στην κρίση έξω από το εργασιακό παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες.  Ως σύνολο είμαστε πολλοί. Αλλά φοβάμαι πως οι γυναίκες αποτελούμε την συντριπτική πλειοψηφία -ή πιο σωστά- τη συντριμμένη πλειονότητα.

Ενίοτε αστειεύομαι πικρά πως θα πρέπει να φτιάξουμε μια Γενική Συνομοσπονδία Εργατριών Ελλάδος διότι, μη γελιέστε, δεν είναι το ίδιο να είσαι εργαζόμενος και εργαζόμενη στην Ελλάδα. Θυμάμαι στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, που «είχε πιάσει σύγκρυο» την «ελληνική πραγματικότητα» επειδή τα ποσοστά ανεργίας των ανδρών είχαν ξεπεράσει το «ψυχολογικό όριο» του 15%. Το ίδιο ποσοστό ήταν μια παγιωμένη κατάσταση για τις γυναίκες ήδη προ κρίσης, μια κανονικότητα που δεν απασχόλησε ποτέ κανέναν – εκτός από τις άνεργες γυναίκες.

Ο πραγματισμός μέσα μας θα πει «ε, ο άντρας είναι ο κουβαλητής στην Ελλάδα, η γυναικεία εργασία είναι το δευτερεύον – επικουρικό εισόδημα στον οικογενειακό προϋπολογισμό, συνήθως χαμηλότερο, συχνά επισφαλές». Ποια γυναίκα δεν θεωρεί αναμενόμενο να χάσει τη δουλειά της αν παντρευτεί, διότι μπορεί να μείνει έγκυος; Ποια γυναίκα δεν γνωρίζει πως για τους ίδιους λόγους «καλό είναι» να μην έχει μεγάλες προσδοκίες να ανέλθει σε υψηλές θέσεις στον εργασιακό στίβο και να λαμβάνει υψηλές αποδοχές;

Παρ’ όλα αυτά οι γυναίκες σπουδάζουν, παίρνουν πτυχία, μεταπτυχιακά, ενίοτε και διδακτορικά -στα ίδια πανεπιστήμια με τους άνδρες- όχι σε ειδικά κοριτσο-πανεπιστήμια. Ακολούθως αναζητούν και, για κάποια χρόνια, βρίσκουν εργασία μέχρι να έρθει η ώρα να «αναλάβουν τον πιο σημαντικό ρόλο της ζωής τους» -τι βολικός ευφημισμός για να σε ξεφορτωθεί η αγορά εργασίας…

Αυτή η παγιωμένη συνθήκη εργασιακής ανισότητας έγινε πολύ πιο σκληρή τα χρόνια της κρίσης. Με βάση τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, το ποσοστό των ανέργων γυναικών είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό των αντρών για το πρώτο εξάμηνο 2020, με τις γυναίκες να πλήττονται πολύ συχνότερα από μακροχρόνια ανεργία. Επιπλέον, δε γνωρίζουμε πόσες γυναίκες με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης «παροπλίζονται» σε εργασιακές θέσεις αναντίστοιχα χαμηλών απαιτήσεων προς τα τυπικά προσόντα τους. Η δουλειά δεν είναι ντροπή, θα μου πείτε. Πράγματι! Είναι όμως ντροπή να κλαιγόμαστε για το brain drain όταν διαχρονικά αδιαφορούμε πλήρως για την πιθανότητα -η οποία θα έπρεπε να είναι υποχρέωση- της ορθολογικής διαχείρισης κι αξιοποίησης του άλλου μισού -με υψηλό μορφωτικό επίπεδο- εργατικού δυναμικού της χώρας.

Σ’ αυτή την παγιωμένη συνθήκη εργασιακής ανισότητας αναζητήθηκε ως διέξοδος από πολλές έμπειρες και καταξιωμένες επαγγελματίες, νυν συναδέλφους η διδασκαλία ενηλίκων. «Πέσαμε στην ανάγκη» ενός φορέα που διαχρονικά καθυστερεί να πληρώσει μισθούς, καταβάλλει επίσης καθυστερημένα και με κατά λάθος «εκπτώσεις» τα ένσημα που αναλογούν στις ώρες εργασίας και εν γένει συμπεριφέρεται με απαξίωση προς τις εκπαιδεύτριες και τους εκπαιδευτές που εργοδοτεί.

Υποθέτω πως αλλάξαμε το δημογραφικό αποτύπωμα των εκπαιδευτών ενηλίκων όσες κι όσοι διδάσκουμε στις δομές εκπαίδευσης ενηλίκων ως κύρια απασχόληση κι όχι μόνο για να συμπληρώσουμε εισόδημα. Εδώ εντοπίζεται η αγωνία των συναδέλφων μας οι οποίοι ως κύρια απασχόληση έχουν εργασία στον δημόσιο τομέα, ή είναι συνταξιούχοι, και οι οποίοι παραγκωνίστηκαν και τοποθετήθηκαν σε άλλη, δεύτερη «δεξαμενή εκπαιδευτών» με τις άνεργες και τους άνεργους να περνούν μπροστά, στερώντας τους το συμπληρωματικό εισόδημα. Οι λιγότερο ευαίσθητοι κοινωνικά, μας χαρακτηρίζουν «αναξιοπαθούντες» που με αυτή την ιδιότητα περνάγαμε ως τώρα μπροστά στις λίστες των εκπαιδευτριών και των εκπαιδευτών.

Αναξιοπαθούσες θα είμαστε πράγματι η πλειονότητα των γυναικών συναδέλφων με τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά στις συνθήκες που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, διότι διαχρονικά οι εργοδότες και οι φορείς αυτής της χώρας εμάς τις γυναίκες παραγκωνίζουν για να έχουν εργασιακές θέσεις και μισθό οι παραδοσιακοί «κουβαλητές». Αυτοί οι «κουβαλητές» σύντροφοι (αν υπάρχουν) θα επιφορτιστούν ίσως να φροντίσουν για τις φτωχοποιημένες, καίτοι με υψηλή μόρφωση και επαγγελματική εξειδίκευση damsels in distress του σήμερα, ανασφάλιστες κι άνευ δικαιώματος σύνταξης στο μέλλον. Ας συνεχίσουμε να θρέφουμε τις νοσηρές, κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις εξάρτησης που επιβεβαιώνουν την παραδοσιακή «εθνική ταυτότητά» μας, αυτές που κάνουμε πως δεν ακούμε να αντηχούν ως ριάλιτι σόου εσωτερικής καύσης στους φωταγωγούς και τους ακάλυπτους των πολυκατοικιών -με ενισχυμένη ένταση από την έλευση της κρίσης κι έπειτα. Ας μην ανοίξω τώρα το διαχρονικά ανομολόγητο θέμα της οικονομικής βίας -θα μείνω στην σημείωση πως έχει γερές συστημικές βάσεις.

Είμαστε πράγματι η πλειονότητα; Αν ναι, γιατί; Άραγε επειδή οι άνδρες συνάδελφοι εκπαιδευτές έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διοχετευτούν ξανά στους επαγγελματικούς χώρους από τους οποίους αρχικά προέρχονται, ενώ για τις γυναίκες το «γυάλινο ταβάνι» έχει μετατραπεί σε «γυάλινη πόρτα»; Ανάλογα με τη θέση στην οποία βρίσκεται ο καθένας βιώνει την πραγματικότητα. Ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία κοιτάζει την πραγματικότητα, την ερμηνεύει. Αναρωτιέμαι τι κάνει τις γυναίκες εκπαιδεύτριες πιο ανθεκτικές σε τούτο το προσβλητικό εργασιακά περιβάλλον. Μήπως ότι έχουμε ήδη πολύ περιορισμένες εκ των συνθηκών επιλογές;

Υπάρχουν έρευνες ή έστω στοιχεία που να διαψεύδουν ή να επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις που έκανα έτσι πρόχειρα; Αν ναι, προτίθεται κάποιος αρμόδιος να τα κοινοποιήσει και να τα αξιολογήσει; Είθε! Θα κλείσω με το φετινό ισοζύγιο στα ποσοστά ανεργίας ανδρών (37%) – γυναικών (63%) όπως καταγράφεται από τους αρμόδιους φορείς, στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, την Ελλάδα μας. Κι εμείς, αγαπητές συνάδελφοι, ας μετρηθούμε ώστε να υπολογίσουμε πόσο θα αυξηθεί το ποσοστό των γυναικών ανέργων αν (όταν) βρεθούμε ξανά χωρίς καν αυτή την επισφαλή, επαγγελματική διέξοδο.


Δανάη Βλάχου,  Γραφίστας, Φωτογράφος, MFA in Digital Media, MSc in Communication, Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το