Fish Tank της Αντρέα Άρνολντ

Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ (2009)

Απόβλητη από το σχολείο, η 15χρονη Mία σκοτώνει το χρόνο της τριγυρνώντας άσκοπα στις αλάνες του Έσσεξ ή προβάροντας χορευτικές φιγούρες σε εγκαταλειμμένα γιαπιά.
Όταν η μητέρα της εγκαθιστά τον καινούργιο γοητευτικό φίλο της στο σπίτι, τα πράγματα αλλάζουν σημαντικά για τη Mία και τη μικρότερη αδερφή της.

Δεύτερος σταθμός του μικρού αφιερώματος της στήλης στο σύγχρονο βρετανικό κοινωνικοπολιτικό σινεμά, το “Fish tank” της Άντρεα Άρνολντ, που έχει βραβευτεί στις Κάννες και για τις τρεις μεγάλου μήκους ταινίες της (μεγάλο βραβείο της Επιτροπής): “Κόκκινος δρόμος” (2006), “Fish tank” (2009), “Αμερικάνικο μέλι” (2016).

Από τη δεκαετία του ’70 και ένθεν, η εργατική τάξη είναι σταθερά στο επίκεντρο μιας πλειάδας αξιοπρόσεκτων Βρετανών κινηματογραφιστών, ως αντιπροσωπευτικό κάτοπτρο μιας ολόκληρης κοινωνίας στην εξέλιξή της. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη θεματική επιλογή, η Άρνολντ δεν αποτελεί εξαίρεση. Εκεί που διαφοροποιείται δραστικά όμως, είναι στη συνειδητή, συστηματική αποφυγή κάθε πρόσφορου στερεότυπου.
Με ειλικρίνεια, τόλμη αλλά κυρίως επιστρατεύοντας ένα ακτινογραφικό βλέμμα που διαπερνάει τα πάντα, η 55χρονη Βρετανίδα ξεπερνάει κάμποσους σκοπέλους κι ανατρέπει άλλες τόσες συμβάσεις για να σκιαγραφήσει το πιο σπαραχτικό ίσως πορτραίτο σύγχρονης έφηβης της εργατικής τάξης, καταθέτοντας ταυτόχρονα μια πραγματεία – γροθιά για την εφηβεία, αλλά και την αποσάθρωση της δυτικής κοινωνίας όπως και των σχέσεων που την ορίζουν. Κι ενώ δεν χαρίζεται σε τίποτα και κανέναν, παραμένει απόλυτα ανθρωποκεντρική ως το τέλος, περισώζοντας μ’ ένα συμβολικό κλείσιμο ματιού τις μόνες αξίες που δεν έχουν ανεπανόρθωτα τρωθεί. Την ανθρωπιά και την ελπίδα.
«Δεν θέλω να επεξηγήσω το περιεχόμενο της ταινίας», τόνιζε σε συνέντευξή της στις Κάννες λίγο μετά την προβολή της ταινίας το 2009.

Νομίζω πως κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τη γοητεία της. Είχα στο μυαλό μου την εικόνα της ηρωίδας, κι αναρωτιόμουν τι κάνει, γιατί το κάνει, και ξεκίνησα να γράφω πάνω σ’ αυτήν την εικόνα. Και πραγματικά πιστεύω πως η εικόνα της αναδείχτηκε σε σημαντικό βαθμό στην ταινία».

Λίγο μετά την κυκλοφορία της πρώτης αμερικάνικης ταινίας της “Αμερικάνικο μέλι” το 2016, η Άρνολντ είχε πολλά να πει για την Αμερική και τα γυρίσματα της ταινίας της εκεί. «Όταν μου είπαν στο αεροδρόμιο -ενώ είχα ήδη τσεκάρει την αποσκευή μου- ότι υπήρχε διαθέσιμο αυτοκίνητο, πήγα και πήρα τη βαλίτσα μου κι άφησα την πτήση να φύγει. Ήταν όλα πολύ αυθόρμητα, αλλά τα ένιωσα απόλυτα σωστά. Μπήκα στο αμάξι κι αποφάσισα να εξερευνήσω λίγο την Αμερική. Θέλησα με κάποιον τρόπο να συνδεθώ μ’ όλο το πράγμα συναισθηματικά, και μια περιπλάνηση μ’ αυτοκίνητο φαινόταν σαν τον καλύτερο τρόπο να το πετύχω αυτό. […] Διέσχισα το Νότο, τις κεντρικές πολιτείες, οπουδήποτε μπορούσα να φτάσω. […] Η Αμερική είναι ένας τεράστιος και πολυσύνθετος τόπος με πολλών ειδών αλήθειες και αντιθέσεις», καταθέτει. «Αν δεν είχε υπάρξει αυτός ο συναισθηματικός σύνδεσμος, δεν θα είχα κάνει αυτήν την ταινία. Πρόκειται για ένα μείγμα αυτών που είδα κι έμαθα σ’ αυτά τα ταξίδια, αλλά κι αυτών με τα οποία μεγάλωσα βλέποντας ταινίες – η μυθική Αμερική των γουέστερν και των ταινιών δρόμου. Μπλέκονται όλα αυτά μαζί».

Γεννημένη στο Έριθ του Κεντ, η μεγαλύτερη ανάμεσα σε τέσσερα παιδιά (η μητέρα της ήταν 16 κι ο πατέρας της 17 όταν γεννήθηκε), η Άρνολντ συγκαταλέγεται δίκαια μεταξύ των απογόνων του Μάικ Λι και του Κεν Λόουτς. «Κατάγομαι από μια οικογένεια της εργατικής τάξης, μπορεί επομένως να πει κανείς ότι γράφω γι’ αυτά που γνωρίζω». Εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκάξι, και κάποια στιγμή, έχοντας προηγουμένως περάσει από τη βρετανική τηλεόραση, βρέθηκε να σπουδάζει σκηνοθεσία στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογρά­φου του Λος Άντζελες. Δείχνει να ενοχλείται όταν οι κριτικοί χαρακτηρίζουν τις ταινίες της “σκοτεινές”. «Η τελευταία δημοσιογράφος που μου πήρε συνέντευξη, χρησιμοποίησε τη λέξη “ζοφερή”. Μου το λένε συχνά, δεν μ’ ενοχλεί πια. Δεν νομίζω ότι οι ταινίες μου είναι στο ελάχιστο ζοφερές», προσθέτει. Ως προς την έλξη που φαίνεται να της ασκούν οι περιθωριακοί κι οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, σπεύδει να το επικυρώσει, όπως και την επίδραση των παλαιότερων αποκαλούμενων “κοινωνικών” Βρετανών σκηνοθετών. «Υπάρχει ίσως αυτό, δεν προσπαθώ όμως να αντιγράψω κανέναν. […] Είναι γεγονός ότι κάνω ταινίες με κοινωνική ματιά. Δεν πρόκειται για τίποτα μεγαλεπήβολο, ή για κάτι που θέλω να επιβάλλω οπωσδήποτε στους θεατές, αλλά είναι πάντα εκεί, στον τρόπο που σκέφτομαι κι αισθάνομαι. Είναι ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο. Δεν κάνω εύκολες επιλογές, και για μένα υπάρχει πάντα κάτι πολύ περισσότερο από το να κάνω απλά μια ταινία».
Αξιοπρόσεκτη ανταπόκριση του Μίκαελ Φασμπέντερ του “HUN­GER” σ’ ένα ρόλο μεγάλων απαιτήσεων, συνταρακτική η πρω­τοεμφανιζόμενη Κέιτι Τζάρβις.
Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών για την Άρνολντ.

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το