Νίκος Βοσνίδης, ο αλύγιστος Μακρονησιώτης (Μουσειακό Αρχείο Μακρονήσου)

Κοντεύουν 8 χρόνια χρόνια από την Κυριακή 21.12.2014, που άφησε την τελευταία του πνοή στην Αλεξανδρούπολη ο σύντροφος μας, Νίκος Βοσνίδης, ένας ακλόνητος κομμουνιστής, στέλεχος του Μ-Λ ΚΚΕ.

Ο Νίκος Βοσνίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1924. Εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.  Ατρόμητος μαχητής του κομμουνιστικού κινήματος, πέρασε αλύγιστος μέσα από τις συμπληγάδες των διώξεων, των φυλακών και των εξοριών. Έζησε το μαζικό έγκλημα που διέπραξαν οι φασίστες στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όταν απρόκλητα στις 29 Φλεβάρη του 1948, άνοιξαν πυρ και εκτέλεσαν εν ψυχρώ στις πλαγιές του νησιού εκατοντάδες εξόριστους αγωνιστές. Η προσχεδιασμένη σφαγή παρουσιάστηκε από τους μοναρχοφασίστες σαν «ανταρσία» των εξορίστων και ο σ. Νίκος Βοσνίδης δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από το έκτακτο Στρατοδικείο του Λαυρίου σαν πρωταίτιος της «ανταρσίας».

Μακρονήσι – Στρατοδικείο Λαυρίου-θανατοποινίτης και μελλοθάνατος στις φυλακές της Αίγινας – Φυλακές στο Καλάμι Χανίων – Αβέρωφ – ξανά στις Φυλακές στο Καλάμι – φυλακές Λευκάδας (απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1954)- εξόριστος στον Αη Στράτη από το 1958 έως το 1962. Ήταν από τους τελευταίους εξόριστους που απολύθηκαν από το στρατόπεδο.

Με τη φασιστική δικτατορία το 1967, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στα Γιούρα και μετά στο Λακί και στο Παρθένι της Λέρου μέχρι το 1971. Μακρύ όσο και μαρτυρικό το αγωνιστικό οδοιπορικό του σ. Νίκου Βοσνίδη.
Σαν ακατάβλητος κομμουνιστής αγωνιστής ο σ. Νίκος Βοσνίδης αντιτάχθηκε στη συμβιβαστική και καταστροφική πολιτική του ρεβιζιονισμού που επικράτησε μετά το 1956 στο κομμουνιστικό κίνημα και στρατεύθηκε στις γραμμές του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος από την εξορία ακόμα. Μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι την τελευταία του πνοή έδωσε όλες τις δυνάμεις του για το κόμμα του, το Μ-Λ ΚΚΕ, στην καθημερινή πάλη, από «την πόλη του», την Αλεξανδρούπολη, χωρίς να αμφιταλαντευθεί ούτε μια στιγμή, «πιστεύοντας ακράδαντα πως η μεγάλη υπόθεση του λαού μας για την οποία αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν χιλιάδες αγωνιστές, παρά τα μεγάλα προβλήματα και τις δυσκολίες που χρειάζεται να ξεπεραστούν, θα προχωρήσει μπροστά».

Μειλίχιος ομιλητής, αλλά αταλάντευτος στις θέσεις του. Πίστευε βαθιά στις αξίες του κομμουνιστικού ιδεώδους και τις εφάρμοσε σε όλη του τη ζωή.  

Αναδημοσιεύουμε την συνέντευξη που είχε δώσει ο Νίκος Βοσνίδης στο «Λαϊκό Δρόμο» το 1998 για τις μαζικές δολοφονίες των εξόριστων αγωνιστών στη Μακρόνησο το 1948, όπου έζησε τα δραματικά γεγονότα.

Είναι μια ζωντανή μαρτυρία της ηρωικής πάλης και των απίστευτων δοκιμασιών των αγωνιστών του αριστερού και του κομμουνιστικού κινήματος. Την αναδημοσιεύουμε, αποχαιρετώντας τον παλαίμαχο σύντροφό μας, που διάβηκε άξια αυτό το καμίνι των σκληρών αγώνων και τίμησε την ιδιότητα του πραγματικού κομμουνιστή αγωνιστή,

-Σύντροφε Νίκο γνωρίζουμε ότι έζησες σαν εξόριστος στο Μακρονήσι τη μεγάλη σφαγή που έγινε πριν 50 χρόνια, το 1948, που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες αγωνιστές. Θα θέλαμε πριν πούμε γι’ αυτά τα γεγονότα, να μας πεις πώς και πότε βρέθηκες εξόριστος στο Μακρονήσι.

– Νίκος Βοζνίδης. Το 1946, στις 12 Αυγούστου κατατάγηκα στο στρατό, στο κέντρο Εκπαίδευσης της Δράμας. Από κει, αφού εκπαιδεύτηκα 3-4 μήνες αποσπάστηκα στην Καβάλα. Αφού μείναμε 15 μέρες στην Καβάλα, μετά μας αφόπλισαν και μας στείλαν σ’ ένα τόπο συγκεντρώσεως στην Ξάνθη. Από την Ξάνθη, στις αρχές του ’47 μας μετέφεραν στο στρατόπεδο της Μίκρας Θεσσαλονίκης, εκεί άρχισαν τα πρώτα κρούσματα. Μας είχαν κλείσει σ’ ένα κλωβό με συρματοπλέγματα – την εποχή εκείνη ήταν βαρυχειμωνιά, τα χιόνια ήταν 20-30 πόντους έξω από τις σκηνές – και δεν μας άφηναν να βγούμε έξω καθόλου. Εκεί άρχισαν τα πρώτα βασανιστήρια των συναδέλφων μας.
Αφού καθήσαμε 40-50 μέρες εκεί πέρα με αυτή τη ζωή, με τέτοια κατάσταση μας μετέφεραν σε ένα άλλο στρατόπεδο, από την άλλη πλευρά της Θεσσαλονίκης, σε κάτι αποθήκες πυρομαχικών ανατιναγμένες από τους Γερμανούς. Μας συγκέντρωσαν εκεί και δουλεύαμε μέρα-νύχτα για να φτιάξουμε από την αρχή τις αποθήκες. Εκεί η ζωή ήταν ίδια. Δουλειά, ξύλο και «ηθική αγωγή» για να αποσπάσουν μετάνοιες από τους στρατιώτες.
Στις 12 Ιούνη 1947, ήρθε ένα καράβι, μας φορτώσανε 300 άτομα επάνω και κατευθύνθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Φτάσαμε βράδυ στη Τζιά, ξημερώσαμε μέσα στο λιμάνι και την άλλη μέρα μας μετέφεραν στο Μακρονήσι.
Εκεί κατεβήκαμε σ’ ένα άγονο μέρος, δεν υπήρχαν ούτε δέντρα ούτε τίποτα, μερικές σκηνές στοιβαγμένες και καμιά δεκαριά βαρέλια που βρωμούσαν πετρέλαιο. Μόλις πετάξαν το πετρέλαιο τα γέμισαν νερό για νάχουμε δήθεν να πιούμε. Ήταν η πρώτη εντύπωση από το Μακρονήσι. Σιγά-σιγά άρχισαν και μάζευαν κόσμο, εμείς ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τη ζωή μας, να στήνουμε σκηνές, να δουλεύουμε συνέχεια, και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε εκεί το Γ’ τάγμα Σκαπανέων, διότι από όλα τα σώματα – ήταν τρία τα σώματα στρατού -, το καθένα δημιουργούσε το δικό του τάγμα Σκαπανέων.
Κι εκεί άρχισαν από το πρωί ως το βράδυ, τα βασανιστήρια, να κουβαλάμε πέτρες, να κουβαλάμε ξύλα, να φτιάχνουμε λιμάνια, ντουβάρια, όλα αυτά μαζί με βασανιστήρια καθημερινά.

-Ποια κατάσταση αντιμετωπίζατε στο Μακρονήσι πριν τη δολοφονική επίθεση; Πόσοι εξόριστοι ήταν την περίοδο εκείνη πάνω στο νησί;

– Νίκος Βοζνίδης: Κατεβήκαμε γύρω στους 300 στρατιώτες. Από κει και πέρα άρχισαν να συσσωρεύονται πολλοί, να μαζεύουν πολλούς στρατιώτες και σιγά-σιγά μαζευτήκαμε γύρω στις 6.000 στο Γ’ τάγμα Σκαπανέων. Η ίδια δουλειά γινόταν και στα άλλα τάγματα Σκαπανέων. Όταν ήρθε το Α’ Τάγμα λίγο αργότερα, επειδή είχε λίγους στρατιώτες, άρχισε να γίνεται αποσυμφόρηση από τα άλλα τάγματα και να συμπληρώνουν το Α’ Τάγμα για να ισορροπήσουν τις δυνάμεις όλες μεταξύ των ταγμάτων.
Αυτή η δουλειά διήρκησε μέχρι τον Οκτώβριο -Νοέμβριο του ’47. Και τότε ήρθαν τα τάγματα όλα και συγκέντρωναν γύρω στις 6.000 το κάθε Τάγμα. Εκτός από τα τρία τάγματα υπήρχε και ένα Κέντρο Παρουσίασης – όπως το λέγαμε- που είχε γύρω στους 300 με 400 αξιωματικούς. Παράλληλα, δίπλα στο Γ’ Τάγμα, φέρανε και τις φυλακές της Μακρονήσου. Στρατιωτικές φυλακές της Αθήνας τις οποίες βάφτισαν εκεί Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου. Και πάνω από τις Στρατιωτικές Φυλακές υπήρχε και ένας άλλος χώρος πολιτικών εξόριστων στις οποίες ήταν ο Σαράφης, ο Μάντακας, ο Γαβριηλίδης και το λέγαμε ο «κλωβός του Σαράφη». Την εποχή εκείνη αυτή ήταν η κατάσταση. Ο κόσμος που υπήρχε την εποχή εκείνη στο Μακρονήσι ξεπερνούσε τις 20.000, μπορεί να ήταν και 21.000 με 22.000.
Με την αποσυμφόρηση αυτή που γινόταν από τα Τάγματα, σε μια αποστολή έφυγα κι εγώ από το Γ’ Τάγμα και πήγα στο Πρώτο Τάγμα. Εκεί, η ζωή ήταν αβέβαιη. Άγνοια. Όλοι σκεφτόμασταν τι μας περιμένει. Γιατί δεν υπήρχε καμιά οργάνωση. Αλλά αυτοί ήξεραν τι μας περιμένει. Οργάνωσαν το έγκλημα, που εγώ πιστεύω ότι ήταν οργανωμένο από το Γενικό Επιτελείο, από τους υπεύθυνους, με επί κεφαλής τον Μπαϊρακτάρη, τον στρατηγό Μπαϊρακτάρη, ο οποίος ήταν πάνω στην ακταιωρό και περιφρουρούσε γύρω γύρω το Μακρονήσι. Αυτός έδινε τις εντολές και το τι θα γίνει πάνω στο Μακρονήσι.

-Πες μας σύντροφε Νίκο για τα γεγονότα του Φλεβάρη του ’48, πώς στήθηκε, από ποιους οργανώθηκε η σφαγή, πώς δικαιολόγησαν οι φασίστες το έγκλημα;

– Νίκος Βοζνίδης: Την Κυριακή το πρωί, στις 29 Φλεβάρη το 1948, κάναμε το πρωινό προσκλητήριο στο γήπεδο του Στρατοπέδου, και αφού τελείωσε το προσκλητήριο μας είπαν να πάμε στο χώρο του Θεάτρου για να γίνει μια θρησκευτική ομιλία. Άρχισαν οι λόγοι, 6.000 στρατός, εφτά λόχοι ήταν, 800-900 άτομα ο κάθε ένας, και κατευθυνόμασταν προς το θέατρο. Εκεί που τελείωνε ο στρατός, στον τελευταίο λόχο όρμησαν ορισμένοι Αλφαμίδες επάνω και άρχισαν να χτυπάνε τους στρατιώτες. Αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε τι γίνεται, αίσχος, τι κατάσταση είναι αυτή, και εκείνη την ώρα είχαν έτοιμα τα πολυβόλα, πάνω από το Λόχο Διοικήσεως, και βάλαν με τα πολυβόλα μέσα στον κόσμο. Έτσι, δίχως καμία άλλη εξήγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούνε έξι άτομα και να τραυματιστούν 10-11 άλλοι, οπότε σταματήσαμε οι υπόλοιποι, κατεβήκαμε μπροστά στη σκηνή του Διοικητή και αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε. Φωνάζαμε: «Θέλουμε δικαιοσύνη», «Τι κατάσταση είναι αυτή», κατεβάσαμε τη σημαία μεσίστια, τραγουδούσαμε τον Εθνικό Ύμνο. Τελικά μετά από μια ώρα ήρθε ο Βασιλόπουλος, που είχε διοριστεί για να προκαλέσει τα γεγονότα αυτά – εκείνες τις μέρες τον είχαν αλλάξει, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται, ο προηγούμενος διοικητής, ο Κωνσταντόπουλος, δεν είχε δεχτεί να αναλάβει να κάνει το έγκλημα. Είπε θα αποδώσει δικαιοσύνη, μαζευτήκαμε στις σκηνές μας εμείς και περιμέναμε. Αλλά αυτοί ετοιμάζανε άλλα, δεν ικανοποιήθηκαν μ’ αυτά τα γεγονότα.
Ξενυχτήσαμε μέσα στις σκηνές φοβισμένοι και την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο Μπαϊρακτάρης με την ακταιωρό, μπροστά από το Μακρονήσι και φώναζε από τα μεγάφωνα «Συγκεντρωθείτε στον 7ο λόχο, αφήστε τους μερικούς κομμουνιστές, συγκεντρωθείτε εκεί για να γλυτώσετε από τους κομμουνιστές. Εγκαταλείψτε τους».


Κανένας όμως δεν κουνιόταν. Άρχισε να λέει ότι όποιος δεν πάει στις 11 η ώρα θα μετανιώσει πικρά, και κάθε τέταρτο που περνούσε μας έλεγε ότι έμεινε μία ώρα, τρία/τέταρτα, μισή ώρα, ώσπου έφτασε 11 η ώρα και φέρανε τους ροπαλοφόρους με τα μπαμπού στα χέρια, αρχίσανε να μας βαράνε, να μας χτυπάνε, τους λέγαμε αδέλφια μας είστε, γιατί μας χτυπάτε; τι κάναμε; Αλλά όταν είδαν ότι με τα μπαμπού δεν μπορούσαν να διαλύσουν και να ποδοπατήσουν τον στρατό, τους απέσυραν και τους έδωσαν τα αυτόματα στο χέρι. Και αρχίσανε αυτοί να ρίχνουν ριπές μέσα στον κόσμο. Υποχρεωτικά μαζευτήκαμε κάτω, συγκεντρωθήκαμε μεταξύ των μαγειρείων και της θάλασσας που ήταν μια απόσταση 50μ., μας κλείσαν και από τις δυο πλευρές και μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε εμείς – ορισμένοι πέφταν στη θάλασσα για να πνιγούν – βλέποντας αυτή την κατάσταση καθίσαμε προσοχή, ψάλλαμε τον Εθνικό Ύμνο.
Και μετά είδαν που είδαν αυτοί, ανοίξαν τη μια πλευρά και από την άλλη πλευρά μας κυνηγούσαν με τα αυτόματα. Και μας μαζέψαν στον 7ο λόχο.
Αδιαμφισβήτητα το έγκλημα οργανώθηκε από το γενικό επιτελείο με επικεφαλής τον Μπαϊρακτάρη, ο οποίος ανέλαβε όλο το «έργο» – το έγκλημα – αυτό. Το κατηγορητήριο που μας είχαν απευθύνει μετέπειτα ήταν ότι εμείς θέλαμε να κάνουμε στάση, να πάρουμε το στρατό πάνω από το Μακρονήσι, να τον κατεβάσουμε στην Αττική, να καταλάβουμε την Αθήνα, και να την παραδώσουμε στους αντάρτες. Με αυτό το κατηγορητήριο θέλαν να δικαιολογήσουν το έγκλημα της Μακρονήσου.

– Απ’ ό,τι γνωρίζουμε στη συνέχεια στήθηκε η δίκη του Λαυρίου, αν δεν κάνουμε λάθος πριν 50 ακριβώς χρόνια, στις 10 Μάη του ’48, για να δικάσουν οι φασίστες τους «υπεύθυνους» και να ρίξουν την ευθύνη του εγκλήματος στους εξόριστους αγωνιστές. Ποια κατάσταση επικρατούσε στο Στρατοδικείο, πόσοι αγωνιστές δικάζονταν και ποια ήταν η απόφασή του;

– Νίκος Βοζνίδης: Πριν πάμε στη δίκη του Λαυρίου, τα θύματα που είχαμε, τους νεκρούς που είχαμε από την πρώτη μέρα, είχαμε πάρει άδεια να τους θάψουμε πάνω στο Μακρονήσι, και ετοιμαζόμασταν για την ταφή. Αλλά ο Μπαϊρακτάρης, επειδή είδε τις κινήσεις αυτές, γιατί παρακολουθούσαν όλες μας τις ενέργειες, έδωσε εντολή να πάρουν τους νεκρούς και να τους πάνε στο Κέντρο Παρουσιάσεως 2.000 μ. πάρα κάτω για να τους φορτώσουν στο καΐκι και να τους πάνε στο Λαύριο.
Μαζί τους πήρανε και ένα στρατιώτη, τον Γρηγόρη τον Μαγριπλή, για να τους βοηθήσει, να φορτώσει τους νεκρούς στο καΐκι. Γυρνώντας ο Μαγριπλής από το Κέντρο Παρουσιάσεως με τα πόδια και μόνος, γιατί τον εγκατέλειψαν, τον περιλάβανε στο φυλάκιο και τον μαυρίσανε στο ξύλο. Όταν έφτασε στο στρατόπεδο κοντά και τον είδαμε εμείς, αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε, να τον τραβάμε από τα χέρια. Αυτοί δεν τον άφηναν, μας απειλούσαν με τα αυτόματα, και εκείνη την ώρα άλλος έπαιρνε πέτρα, άλλος προσπερνούσε, κι εκείνη τη στιγμή επειδή μας απειλούσαν, ανοίγω εγώ τα στήθια μου, και του λέω: «Βάρα, ρε, άναδρε!»  Όταν είπα αυτό, ορμήσαν οι άλλοι πήραν τον στρατιώτη από τα χέρια του Αλφαμίτη. Αυτό ήταν, με σταμπάρισαν και μετά που μας συγκέντρωσαν στον 7ο λόχο, με αναγνώρισε και ήρθε και με πήρε για να περάσω μέσα από 50-100 μπαμπού που χτυπούσαν τους στρατιώτες. Περνώντας μέσα από κει κάποιο ήρθε πάνω στο κεφάλι μου έπεσα κάτω εγώ και με πετάξανε για νεκρό πίσω από την ουρά.  Όταν μαζέψανε τους κρατουμένους, 165 άτομα, για μια στιγμή εγώ άνοιξα τα μάτια μου, γιατί δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ακούω και μιλάγανε: «Αυτός ζει ακόμα, ζει». Με πήραν και με πήγανε στη γραμμή του Στρατοδικείου. Αυτό ήταν η αιτία για να βρεθώ με τους ανθρώπους του Στρατοδικείου. Μας πήραν από κει, είχαν μαζευτεί στην ουρά 165 κρατούμενοι και μας πήγαν στο 3ο Τάγμα Σκαπανέων, που ήταν οι φυλακές από πίσω. Εκεί είχαν τρεις καινούργιες όλες και όλες σκηνές για οκτώ άτομα η κάθε μία, και βάλαν 165 άτομα μέσα σε τρεις σκηνές. 50-55 άτομα σε κάθε σκηνή. Εκεί επί πέντε μέρες άρχισαν οι ανακρίσεις, με ξύλο φυσικά, δίχως φαΐ, δίχως νερό. Ανακρίσεις και ξύλο. Αφού τελείωσαν οι ανακρίσεις στις 10 Μάη, πήγαμε στο Στρατοδικείο. Εκεί με αθωωτικό βούλευμα είχαν απαλλαγεί ορισμένοι, και μέσα στο Στρατοδικείο καθίσαμε 114 άτομα. Η κατάσταση μέσα στο στρατοδικείο ήταν τρομερή. Αλφαμίτες γύρω – γύρω, με αυτόματα, δεν μας άφηναν να κουβεντιάσουμε με τους συγγενείς και υπήρχε μια τρομοκρατική κατάσταση.
Έφτασε η δικιά μου σειρά να απολογηθώ, να μιλήσω. Μετά την απολογία μου, ήρθε ο Αλφαμίτης που με έπιασε από το στρατόπεδο και με οδήγησε στο Στρατοδικείο, με ένα μαχαίρι στα χέρια και άρχισε μέσα στο Στρατοδικείο να λέει: «Μ’ αυτό θα σε σφάξω εγώ εσένα, μ’ αυτό θα σε εκτελέσω, θα σε σφάξω όπως σφάζουν ένα τραγί». Πήγε από τη μια μεριά, αλλά επειδή καθόμουνα εγώ από την άλλη – ήμασταν πέντε από τη μια και πέντε από την άλλη- δεν μπορούσε να περάσει μέσα στους πάγκους -ήμασταν 10-12 στη σειρά, κι εγώ καθόμουνα στη μέση, μαζί με τον Γιώργο τον Πετρίδη, τον ράφτη. Είδε αποείδε, δεν μπορούσε να περάσει από κει, δεν μπορούσε να περάσει από δω, καμιά φορά εδέησαν να σηκωθούν οι δικηγόροι (αυτά όλα γίνονταν μπροστά σε 30-40 δικηγόρους, μπροστά στους στρατοδίκες, μπροστά στον κόσμο που παρακολουθούσε το δικαστήριο) να διαμαρτυρηθούν: «Τι κατάσταση είναι αυτή, πώς θα γίνει η δίκη;» και διέταξαν τον αλφαμίτη να φύγει. Αλλά αυτός δεν έφυγε πήγε στην πόρτα και με απειλούσε από την πόρτα. Αυτή ήταν η κατάσταση μέσα στο Στρατοδικείο.

-Μετά την καταδίκη σας σε θάνατο, σ. Βοσνίδη, πού σας οδήγησαν, ποια κατάσταση αντιμετωπίσατε στη συνέχεια;

– Νίκος Βοζνίδης: Μετά την απολογία μου και μετά το επεισόδιο με τον αλφαμίτη, ο Στασινόπουλος, ο στρατοδίκης – βασιλικός επίτροπος – μετατρέπει το κατηγορητήριο, γιατί εγώ ήμουνα πεμπταίτιος, και με χαρακτηρίζει πρωταίτιο και με βάζει στους θανατοποινίτες, και έτσι στο τέλος με δικάζει σε θάνατο.
Μετά το τέλος του στρατοδικείου και την καταδίκη 5 ατόμων σε θάνατο, 5 ισόβια και τους υπόλοιπους από 10 χρόνια και κάτω και μικρότερες ποινές, όλοι – όλοι δικαστήκαμε 42, οι υπόλοιποι απαλλάχτηκαν. Την άλλη μέρα μας βάλαν πάλι στο καράβι και μας οδήγησαν ξανά στο Μακρονήσι.
 
– Σ. Νίκο, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, οι υπεύθυνοι της ηγεσίας του ΚΚΕ απευθύνθηκαν πολλές φορές σε σένα και σ’ άλλους αγωνιστές του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος και σας καλούν να «συμβάλετε» στην καταγραφή της «ιστορίας» που θέλουν να παρουσιάσουν για το Μακρονήσι λες και δεν μεσολάβησε τίποτα από τότε μέχρι σήμερα στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Ποια είναι η απάντησή σας σ’ αυτή την προσπάθεια των ηγετών του ΚΚΕ να αξιοποιήσουν και να καπηλευτούν τον αγώνα και τις θυσίες των κομμουνιστών;

– Νίκος Βοζνίδης: Μετά από 50 χρόνια, θυμήθηκαν αυτοί ότι έγινε η σφαγή αυτή στο Μακρονήσι και θέλουν να την προβάλουν, να την αξιοποιήσουν σύμφωνα φυσικά με τα δικά τους ιδεώδη, τα δικά τους πολιτικά δεδομένα. Ξέχασαν ότι από τότες μέχρι σήμερα, δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να πολεμάνε και να προδίδουν τους αγώνες αυτούς που έκανε ο ελληνικός λαός ολόκληρος, παράλληλα και οι αγωνιστές της Μακρονήσου και δεν σταματάνε μέχρι εδώ.
Ήρθαν και μου πρότειναν να πάω κάτω στο «Ριζοσπάστη» στον Περισσό για να δώσω κι εγώ αυτήν τη συνέντευξη, για να προβάλουν τη Δίκη της Μακρονήσου. Εγώ φυσικά τους αρνήθηκα γιατί πλέον δεν έχω καμιά σχέση, καμιά εμπιστοσύνη στο ΚΚΕ γιατί δεν έκανε τίποτ’ άλλο από τότες μέχρι σήμερα παρά να διαβρώνει τις γραμμές του αριστερού κομμουνιστικού κινήματος και να το οδηγεί από λάθος σε λάθος και να καταστρέφει ό,τι υπήρξε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα.
Νομίζω ότι μετά από μια τέτοια κατάσταση, μια τέτοια καταστροφή θα πρέπει να δούμε το ρόλο και τη θέση που είχε το ΚΚΕ μετά το 20ό Συνέδριο που ευθυγραμμίστηκε με την προδοτική γραμμή αυτού του Συνεδρίου και που οδήγησε το παγκόσμιο κίνημα στην προδοσία και την καταστροφή.
Μέχρι σήμερα, όχι μονάχα δεν αναγνωρίζει τα λάθη του 20ού Συνεδρίου που οδήγησαν στην καταστροφή το παγκόσμιο κίνημα, αλλά συνεχίζει την ίδια πολιτική και την ίδια τακτική σα να μην έχει συμβεί τίποτα.
Γι’ αυτό αρνήθηκα να δώσω συνέντευξη στην ηγεσία του ΚΚΕ. Θα πρέπει να γνωρίζει λοιπόν η ηγεσία του ΚΚΕ, από τη στιγμή που ευθυγραμμίστηκε με το 20ό Συνέδριο και διορίστηκαν από τον Χρουσ­τσιώφ, με την πολιτική του Χρουστσιώφ στην ηγεσία του ΚΚΕ, δεν κάναν τίποτ’ άλλο παρά να διαβρώνουν και να καταστρέφουν το ελληνικό κίνημα.
Έτσι βοηθούσαν στην καταστροφή και του παγκόσμιου κινήματος εν γνώσει τους και συνειδητά γιατί ήξεραν ότι με την κατάργηση των αρχών δεν υπάρχει άλλος δρόμος και ότι οδηγούμαστε συγκεκριμένα στο δρόμο του καπιταλισμού. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε.
Έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, στη σημερινή καταστροφή εν γνώσει τους και συνειδητά από την ηγεσία του ΚΚΕ.
Μέχρι που φτάσαν στο σημείο, – δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν αλλάζουν μυαλό – να συνεργαστούν με τη Δεξιά που είναι ο βασικός αντίποδας της εργατικής τάξης.

Δήλωση  του σ. Νίκου Βοσνίδη για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ, το 2004, στην οποία είχε πάρει μέρος:

«Η συνδιάσκεψη του κόμματός μας ήρθε να επιβεβαιώσει το σταθερό προσανατολισμό και την προσήλωση του Μ-Λ ΚΚΕ στο στόχο της ανασυγκρότητσης του κομμουνιστικού κινήματος, που δέχτηκε βαριά χτυπήματα από το ρεβιζιονισμό.


 Ένοιωσα μεγάλη ικανοποίηση από τις εργασίες της Συνδιάσκεψης, τη ζωντανή συμμετοχή και τις ομιλίες που έγιναν από τις συντρόφισσες και τους συντρόφους και την αγωνιστική διάθεση και τη συμβολή όλων για την ανάπτυξη της κομματικής μας δουλειάς.
   Περισσότερο με συγκίνησε η παρουσία των νέων συντρόφων στη Συνδιάσκεψη, που αντιπροσωπεύουν τη συνέχεια και την ελπιδοφόρα προοπτική για το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα της χώρας μας. Πρέπει να δώσουμε μεγάλο βάρος στη νέα γενιά, στη νεολαία, που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και χτυπιέται με χίλιους τρόπους από τον καπιταλισμό.
Αυτό που πρέπει τώρα να δούμε, είναι να βάλουμε στη ζωή και να εφαρμόσουμε τις αποφάσεις που πήραμε, να δυναμώσουμε τις προσπάθειές μας για να απλώσει τις ρίζες του το Μ-Λ ΚΚΕ και να συνδεθεί στενά με τους εργαζόμενους, με τη φτωχολογιά και τη νέα γενιά.
Φεύγω για την πόλη μου την Αλεξανδρούπολη αισιόδοξος, πιστεύοντας ακράδαντα πως η μεγάλη υπόθεση του λαού μας για την οποία αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν χιλιάδες αγωνιστές, παρά τα μεγάλα προβλήματα και τις δυσκολίες που χρειάζεται να ξεπεραστούν, θα προχωρήσει μπροστά».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το