Ποίηση ήταν τα μάτια της. Τα μεγάλα, κοφτερά, φλογερά της μάτια. Τα εξάχρονα θλιμμένα μάτια της. Μάτια βομβαρδισμών. Μάτια πολέμων. Ποίηση ήταν τα μάτια της. Στεκόταν εκεί, μέρες μετά, μπρος τη θάλασσα. Αμίλητη. Ακούνητη. Σαστισμένη. Κοιτούσε. Δίχως να μιλά. Θες να φύγουμε; τη ρώτησα. Όχι, μου απάντησε και γύρισε αλλού το βλέμμα. Χάθηκε στο κοίταγμά της. Στη μοναξιά της. Στη βάρκα της. Το δουλεμπορικό της. Στα έξι της.

Κι έρχονται κάποιοι και φωνάζουν. Φωνάζουν για κείνη. Τους ενοχλεί που υπάρχει. Και που έζησε. Και έρχονται κι οι άλλοι και φωνάζουν κι αυτοί. «Δεν είμαστε εμείς οι ρατσιστές. Εμείς δεν είμαστε οι φασίστες. Δεν ρίξαμε εμείς την πέτρα. Δεν την αποκαλέσαμε «λάθρο». Δεν της τρυπήσαμε το σωσίβιο. Δεν προκαλέσαμε τους πολέμους. Δεν φταίμε για τη φτώχεια και τη δυστυχία της. Τη μοναξιά της. Εμείς, είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι. Κοιτάμε τη δουλειά μας. Το σπίτι μας και τα παιδιά μας. Δεν ενοχλούμε.»


Κι έρχομαι εγώ και φωνάζω. Όχι. Από τη στιγμή που ανάγκη σου δημιουργείται να υπερασπιστείς τον εαυτό σου κι όχι το ποίημα των ματιών της, ρατσιστής είσαι. Ναι, δεν έριξες την πέτρα. Δεν την σταμάτησες όμως. Δεν έγινες ασπίδα να προστατεύσεις το παιδί. Το παιδί που ζούσε μ’ ένα ποίημα στα μάτια. Δεν θα ΄πρεπε να γράφονται τόσο θλιμμένα ποιήματα. Απλά δεν θα έπρεπε τόσο λυπητερά ποιήματα να γράφονται στις κόρες των παιδικών ματιών. Ήταν πολύ θλιμμένο.
Παγκόσμια ημέρα ποίησης. Ναι, διάβασα ένα ποίημα μια μέρα.
«Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι» (Νίκος Καββαδίας)

 

Γιάννα Κουκά – artinews.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το