Ο Στρατής Περγαλίδης (1908 – 1947) γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Ηρθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με την οικογένειά του. Η οικογένειά του ήταν συγγενής με την οικογένεια της μητέρας του Ναπολέοντα Σουκατζίδη με τον οποίο ο Στρατής συνδέθηκε με γερή φιλία.

Πήρε δραστήρια μέρος στο εργατικό κίνημα του Ηρακλείου στην περίοδο του Μεσοπολέμου και γρήγορα αναδείχτηκε στέλεχος του Σωματείου των Κουρέων και του ΕΚΗ.

Στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και αγωνίστηκε δραστήρια για τα συμφέροντα της τάξης του και γι’ αυτό διώχτηκε.

Μετά τη Μάχη της Κρήτης, το 1941, κατέφυγε στη Νεάπολη Λασιθίου, όπου έγινε μέλος του ΚΚΕ και συμμετείχε δραστήρια στον αντιστασιακό αγώνα.

Με εντολή της ΚΟ Ηρακλείου του ΚΚΕ, λίγο πριν από την απελευθέρωση της πόλης, αναλαμβάνει την ευθύνη της ανασυγκρότησης του ΕΚΗ. Εκλέγεται πρόεδρος του ΕΚΗ και ηγείται της πάλης της εργατικής τάξης του νομού, καθοδηγώντας σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες, ιδιαίτερα τα χρόνια της «λευκής τρομοκρατίας» μετά τη Βάρκιζα και την περίοδο του Εμφυλίου.

Αριστερά στο μικρόφωνο ο Στρατής Περγαλίδης και δεξιά οι αδελφοί Χατζηγεωργίου.

Στο πρόσωπό του η εργατική τάξη του Ηρακλείου είχε βρει έναν άξιο, αφοσιωμένο και πιστό έως το θάνατο ηγέτη. Γι’ αυτόν τον λόγο η αστική τάξη εκδικήθηκε την εργατιά δολοφονώντας τον μέσα στα κρατητήρια της Ασφάλειας Ηρακλείου στις 14/6/1947.

Είχε πιαστεί στις 12/6/1947 με το πρόσχημα της ηθικής αυτουργίας για τραυματισμό απεργοσπάστη κατά την απεργία διαρκείας των τυπογράφων με αφορμή το κλείσιμο της ΕΑΜικής εφημερίδας «Ελεύθερη Κρήτη» . Την επόμενη μέρα, 13/6/1947, σε παράσταση διαμαρτυρίας επιτροπών των εργατικών σωματείων ενάντια στη σύλληψη του προέδρου τους προς τον νομάρχη Ηρακλείου Νάθενα, η αστυνομία άνοιξε πυρ και δολοφόνησε τους κομμουνιστές συνδικαλιστές Χρήστο και Κώστα Χατζηγεωργίου, ενώ ακολούθησαν δεκάδες συλλήψεις και σχετική δίκη στο έκτακτο στρατοδικείο.

Μέσα στην Ασφάλεια Ηρακλείου πιέστηκε ο Στρατής Περγαλίδης να αποκηρύξει το κόμμα του, το ΚΚΕ, και να σταματήσει να παλεύει για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αρνήθηκε. Βασανίστηκε απάνθρωπα και πέθανε από τα βασανιστήρια 2 μέρες αργότερα, στις 14/6/1947.

14 Ιουνίου… Βροχερό πρωινό και μουντό. Με φορείο τον μετέφεραν από την Ασφάλεια… με σπασμένα πόδια, με ανοιχτές πληγές στο κεφάλι, με το κορμί μελανό από τα χτυπήματα. Δεν λύγισε, δεν πρόδωσε, δεν προσκύνησε. Οι αρετές αυτές του κομμουνιστή βαραίνουν, ενοχλούν, εξοργίζουν και δεν συγχωρούνται. Ετσι έγινε και τότε. Τρεις μέρες όρθιος ο Στρατής. Τρεις μέρες μετά το ταλαιπωρημένο κορμί του σε ένα σεντόνι, ένα άσπρο σεντόνι της κλινικής… ένα νεκροσέντονο. Δεν άφησαν κανέναν στην κηδεία. Μόνο τη γυναίκα του… και αυτήν από μακριά, σαν να φοβούνταν μήπως το νεκρό σώμα μιλήσει.

Το μουντό εκείνο πρωινό έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, να συναντήσει τον παιδικό του φίλο, τον Ναπολέοντα, και να ονειρευτούν και πάλι, όπως τότε παιδιά στην πατρική γη. Είχε προλάβει λίγο πριν να δώσει το όνομα του αγαπημένου του συντρόφου και φίλου στο καμάρι του, στον γιο του. Ναπολέοντα τον βάφτισε…

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το