Πήρε φόρα η Ν. Κεραμέως και εξαγγέλλει νομοσχέδιο διάλυσης της ενιαίας και δημόσιας εκπαίδευσης με τον μανδύα του «πιο ελεύθερου και αυτόνομου σχολείου»

Πίσω από τις πιο σαγηνευτικές λέξεις μπορεί να κρύβονται οι πιο αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις.

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Κυβέρνηση και ΥΠΑΙΘ εργαλειοποιώντας την πανδημία περνούν τα πιο αντιδραστικά νομοσχέδια πλήττοντας τη δημόσια εκπαίδευση.

Η υπουργός παιδείας Ν. Κεραμέως έχει πάρει φόρα για τις πιο αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση που εξαγγέλθηκαν από τη δεκαετία του 1990 με βάση της κατευθύνσεις της Λευκής Βίβλου της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ και δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

          «Το επόμενο νομοσχέδιο που θα φέρει στη Βουλή το Υπουργείο Παιδείας θα αφορά στην αποκέντρωση του εκπαιδευτικού  συστήματος, για να κάνουμε το σχολείο πιο ελεύθερο και πιο αυτόνομο», είπε η η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ 100,3 και τον Παύλο Τσίμα. Και συμπλήρωσε:  «Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της Ελλάδας κι άλλων χωρών κι αυτό έχει να κάνει με το πώς είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα. Σας θυμίζω ότι η χώρα μας έχει ένα από τα πιο υπερσυγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη. Αυτό το αλλάζουμε και θα το αλλάξουμε προσεχώς και με ένα άλλο νομοσχέδιο, στο οποίο αποκεντρώνουμε διαρκώς εξουσίες».

Όλες αυτές οι ιδέες ούτε νέες είναι ούτε ριζοσπαστικές. Από τη δεκαετία του 1990 η κυρίαρχη πολιτική   επιδιώκει την ευθυγράμμισή της εκπαίδευσης στα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος η διαμόρφωση του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς, που οικοδομείται πάνω στα ερείπια του σημερινού δημόσιου σχολείου. Ιδέες που προβλήθηκαν πριν από χρόνια, όταν Υπουργός Παιδείας ήταν ο Γ. Παπανδρέου.

Βασικά στοιχεία αυτής  της νεοφιλελεύθερης πρότασης είναι: α) η επιλογή σχολείου από τους γονείς β) ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση  γ) το άνοιγμα του σχολείου στις  επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας, ώστε τόσο τα αναλυτικά προγράμματα όσο και η εργασία των εκπαιδευτικών να μην έχουν ως σκοπό να καλλιεργήσουν οι μαθητές κριτική σκέψη, αλλά να «πατρονάρονται» από δεξιότητες άμεσα χρηστικές στην αγορά εργασίας. δ) αξιολόγηση των σχολείων με βάση την επίδοση των μαθητών σε περιφερειακές εξετάσεις.

Πρόκειται για βασικές κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής διαφοροποίησης των σχολείων, όπως έχουν σχεδιαστεί από ΕΕ και ΟΟΣΑ  και αναφέρονται στις προγραμματικές δηλώσεις πρώην Υπουργών Παιδείας, της Ά. Διαμαντοπούλου το 2009 και του Κ. Αρβανιτόπουλου το 2012 Ν.  Φίλη, Κ. Γαβρόγλου. Όταν κάνουν λόγο για δυνατότητα της σχολικής μονάδας να διαμορφώνει το πρόγραμμά της, για αυτονομία, διαφοροποίηση, μείωση, αναδιάταξη της ύλης και του αναλυτικού προγράμματος, ξεπροβάλλει μια εκπαίδευση και ένα σχολείο αντίστοιχο με τις οικονομικές και κοινωνικο-ταξικές συνθήκες της περιοχής του, που θα διαφοροποιείται κατά περιφέρεια ανάλογα με τις επιδιώξεις της αγοράς και τις κατευθύνσεις των επιχειρήσεων.

Με την «αποκέντρωση» και την «αυτονομία» ανοίγει η κερκόπορτα για την εισβολή των επιχειρήσεων στο σχολείο και την παρέμβασή του στο σχολικό πρόγραμμα και τη λειτουργία του σχολείου σε συνεργασία με τους δήμους. Πάνω στα ερείπια του ενιαίου δημόσιου σχολείου οικοδομείται η διαφοροποίηση κάθε σχολείου και ουσιαστικά ο ταξικός διαχωρισμός τους. Το μοντέλο της αποκέντρωσης είναι δεμένο με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας (σε σχέδιο νόμου το οποίο επεξεργάζεται το υπουργείο Παιδείας προβλέπεται αύξηση της παιδαγωγικής και διοικητικής αυτονομίας των σχολείων και των «διαδικασιών βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων μέσω αυτοαξιολόγησης»), τη διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αξιολόγηση και τη θεσμοθέτηση και την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο.

Με  όχημα την «αποκέντρωση» ξεκίνησε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ το πέρασμα της εκπαίδευσης στους δήμους. Το πρώτο βήμα ήταν η παράδοση των παιδικών σταθμών στους ιδιώτες. Στόχος είναι η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση και τη μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής φορολογίας.  Αν δεν μπορούν να ανταποκριθούν, τότε τα σχολεία θα υπολειτουργούν ή θα αναγκαστούν να δεχτούν τις «ευεργεσίες» των «χορηγών.              

Ειδικότερα στην εκπαίδευση η «αποκέντρωση» γκρεμίζει το μοντέλο του δημόσιου σχολείου και θεμελιώνει το αποκεντρωμένο σχολείο της αγοράς. Κοντολογίς άμεσος στόχος είναι η εξεύρεση πόρων έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι πόροι αυτοί θα βρεθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις – χορηγούς, που θα μπορούν να καθορίζουν τα αναλυτικά προγράμματα, τη λειτουργία του σχολείου, αλλά και από δημοτικούς φόρους και από εισφορές γονέων. Αυτό είναι το ευέλικτο σχολείο της αγοράς.

Μακροπρόθεσμα τ’ αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού  οι μικρότεροι δήμοι δε θα μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής.  Ανάλογα  προβλήματα θ’ αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών μεταναστών και φτωχών Ελλήνων, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, της μητρόπολης του καπιταλισμού.

Το όραμα της αποκέντρωσης ή και της αυτοδιαχείρισης, όπως προσθέτουν πολλοί, του σχολείου στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, όχι μόνο είναι ανέφικτο, αλλά απατηλό και αποπροσανατολιστικό. Ωστόσο σήμερα -εδώ και τώρα- το εκπαιδευτικό κίνημα μπορεί και πρέπει να θέσει ως θέμα άμεσης προτεραιότητας τη συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών, καθώς και την εξάλειψη των κάθε λογής αυθαιρεσιών της εκπαιδευτικής ιεραρχίας και γραφειοκρατίας (από το ΥΠΕΠΘ και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Έρευνας, μέχρι τους προϊσταμένους, σχολικούς συμβούλους και διευθυντές). Άλλωστε είναι φενάκη να πιστεύει κανείς ότι όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν με την ψευδεπίγραφη αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος που προωθούν οι κυβερνώντες.

Παράλληλα, είναι επιτακτική ανάγκη η αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων που συμβάλλουν στην κατοχύρωση και διεύρυνση των εργασιακών και πνευματικών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, έτσι που να μπορούν να επεμβαίνουν και να συμμετέχουν -ατομικά και συλλογικά- στη λειτουργία του σχολείου ως ενεργά υποκείμενα. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οι εκπαιδευτικοί μπορούν και πρέπει να έχουν λόγο για τα Αναλυτικά προγράμματα, χωρίς αυτό να σημαίνει την παθητική συναίνεση και συνενοχή στη σύνταξή τους από τα «ανώτερα όργανα». Γενικότερα μπορούν και πρέπει να επεμβαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, να έχουν άποψη για το περιεχόμενο των γνώσεων και των μεθόδων διδασκαλίας (τι και πώς θα διδαχθεί), αμφισβητώντας το ρόλο του πειθήνιου αλλοτριωμένου δημόσιου υπαλλήλου που λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας και διαμεσολαβητής της κοινωνικής επιλογής των μαθητών.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ

Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίος ο σαφής προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων που επανειλημμένα έχουν διατυπωθεί:

Συγκεκριμένα χρειάζεται:

  1. Υπεράσπιση της Δημόσιας Δωρεάν Ενιαίας εκπαίδευσης, χωρίς διαχωρισμούς σε τύπους σχολείων. Ενιαίο 12χρονο υποχρεωτικό δωρεάν Σχολείο για όλα τα παιδιά, χωρίς φραγμούς και δια κρίσεις
  2. Οικονομική ενίσχυση της εκπαίδευσης, μαζικοί διορισμοί που θα επιτρέψουν τη μείωση του αριθμού των μαθητών σε 20 ανά τμήμα. Αύξηση των δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
  3. Άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων. Δικαίωμα στη μόρφωση για όλους.
  4. Αναδιάρθρωση των αναλυτικών προγραμμάτων με βάση τις θέσεις των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των νέων για πολύπλευρη μόρφωση.
  5. Όχι στο θεσμικό πλαίσιο που προωθεί την εφαρμογή της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης». Όχι στην κοινωνική κατηγοριοποίηση των σχολείων μέσω της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης» των σχολείων. Παιδαγωγική αυτονομία και δημοκρατία στο σχολείο.

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το