H διήγηση ενός ανθρώπου που πήγε στο περίπτερο για τσιγάρα και βρέθηκε δεμένος πισθάγκωνα και κατηγορούμενος στη βάση ενός σαθρού κατηγορητηρίου.Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής

Όταν οι ελληνικές αρχές φτάνουν στο σημείο να κατηγορούν τους νεκρούς – όπως πληροφορηθήκαμε πρόσφατα ότι συνέβη με την περίπτωση του Βασίλη Μάγγου, αφού σχηματίστηκε δικογραφία εις βάρος του μετά το θάνατο του, πράγμα νομικά άτοπο και ηθικά υβριστικό – τότε δυστυχώς δε θα επιδείξουν καμία σύνεση με τους ζωντανούς. Είναι δεκάδες τα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας που έχουν καταγγελθεί τον τελευταίο χρόνο. Ως απόρροια η ασυδοσία και η ατιμωρησία που την περιβάλλει να αποτελούν κομμάτι μιας νέας θλιβερής κανονικοποίησης.

Μόνο που πίσω από κάθε καταγγελία βρίσκεται μια ξεχωριστή ιστορία ανθρώπων που ταλαιπωρήθηκαν αδίκως, υπέστησαν νομικά και κοινωνικά πλήγματα και πάλεψαν για την – τελικά όχι και τόσο αυτονόητη – αποκατάσταση της αλήθειας. Ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν πρόκειται για ευάλωτες κατηγορίες, όπως μπορεί να είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, η στοχοποίηση είναι διαρκής εξαιτίας των ρατσιστικών ανακλαστικών της Αστυνομίας και οι επιπτώσεις στις ζωές τους ανυπολόγιστες. Ο Μοχάμεντ είναι μια τέτοια περίπτωση. Μετανάστης από το Μαρόκο που ζει 12 χρόνια στην Ελλάδα, εργαζόμενος σε ΜΚΟ και σπουδαστής, βρέθηκε μπλεγμένος από το πουθενά σ’ ένα δικαστικό δίχτυ με αποτέλεσμα να απειλούνται βασικά θεμέλια της καθημερινότητας του, τα οποία αγωνίστηκε πολύ να χτίσει. 

Αυτή είναι η διήγηση ενός ανθρώπου που πήγε στο περίπτερο για τσιγάρα και βρέθηκε δεμένος πισθάγκωνα και κατηγορούμενος στη βάση ενός σαθρού κατηγορητηρίου:

Το βράδυ της Τρίτης 21 Ιουλίου πήγα να πιω ένα ποτό σ’ ένα μαγαζί των Εξαρχείων. Διαπίστωσα ότι είχα ξεμείνει από τσιγάρα και ζήτησα από τον εργαζόμενο στο μπαρ να προσέχει το ποτό μου, μέχρι να πάω να αγοράσω. Πήγα στο περίπτερο στην πλατεία Εξαρχείων, την ώρα που παράγγελνα, αισθάνθηκα να μου πιάνουν τα χέρια από πίσω. Αρχικά σκέφτηκα ότι θα ήταν κάποιος γνωστός μου και θα μου έκανε πλάκα. Γύρισα και είδα 5-6 άνδρες της ομάδας Δράσης. Τρόμαξα. Ξεκίνησαν να μου φωνάζουν «Από πού είσαι;». «Από το Μαρόκο» απάντησα. «Βάλτου χειροπέδες» είπε ο ένας στον άλλον. Εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους επισήμανα ότι είναι παράνομο αυτό που κάνουν. «Α ξέρεις και τι είναι παράνομο;» μου έλεγαν κοροϊδευτικά. Μου πέρασαν χειροπέδες. Εγώ επέμενα ότι δεν επιτρέπεται αυτό που κάνουν, δε μπορούν να με συλλαμβάνουν έτσι χωρίς να έχω κάνει τίποτα, χωρίς καν να ζητήσουν να δουν τα χαρτιά μου και ότι θα υποβάλλω αναφορά στο Συνήγορο του Πολίτη. Αυτοί εξακολουθούσαν να χλευάζουν «Ξέρεις και το Συνήγορο του Πολίτη;» έλεγαν. Είχαν συλλάβει και κάποιον άλλον πριν από μένα. Μας οδήγησαν μαζί σ’ ένα πολιτικό αυτοκίνητο στην οδό Στουρνάρη. 

Στη διαδρομή έτσι όπως ήμουν δεμένος πολύ σφιχτά και πισθάγκωνα, οι αστυνομικοί έκαναν συνεχώς βίαιες ενέργειες και πονούσα πολύ. Προκλήθηκε κάκωση στο δεξί ώμο μου. Φτάσαμε στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων. Περίμενα πάνω από μιάμιση ώρα γιατί είχαν άλλους πριν από εμένα. Ένας από τους αστυνομικούς της Δράσης μου λέει ότι πάω αυτόφωτο.

«Μα γιατί;» ρώτησα.

«Θα μάθεις» μου απάντησε.

Ήρθε η σειρά μου να μπω στο γραφείο. Τότε με έψαξαν για πρώτη φορά. Εννοείται ότι τίποτα δε βρήκαν πάνω μου και τα χαρτιά μου ήταν εντάξει. Με άφησαν με ένα υπάλληλο στο τμήμα, μου εξήγησε ότι οι αστυνομικοί της δράσης με κατηγορούν για τέσσερα αδικήματα (αντίσταση- βία κατά των αστυνομικών, εξύβριση, απειλή και απείθεια). Εξήγησα ότι δεν έχω κάνει τίποτα, ότι αρνούμαι τις κατηγορίες και περιέγραψα τι συνέβη. Πως θα μπορούσα, άλλωστε,  μόνος μου να απειλήσω ή να ασκήσω βία σε τόσους αστυνομικούς πλήρως εξοπλισμένους; Μόνο που σε πλησιάζουν φοβάσαι. Εκείνο το βράδυ έμεινα στο κρατητήριο. Το επόμενο πρωί πέρασα αυτόφωρο και πήρα αναβολή για την αρχόμενη Δευτέρα στις 21 Σεπτεμβρίου. 

«Είναι προφανές ότι δεν ισχύουν οι κατηγορίες που μου έχουν προσάψει. Το δίκαιο είναι να αθωωθώ και να προχωρήσω τη ζωή μου.»

Ποτέ δεν έχω απασχολήσει τις αρχές. Με σταματούν συνέχεια στο δρόμο για έλεγχο,  επειδή είμαι μετανάστης αλλά συνήθως τους δείχνω τα χαρτιά μου και λήγει εκεί. Αυτό το πράγμα πρώτη φορά μου τυχαίνει. Έχω δει, βέβαια, πολλές φορές την άσχημη συμπεριφορά που έχει η Αστυνομία ιδίως στα Εξάρχεια. Στοχοποιούν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, ανθρώπους που ανήκουν σε πολιτικές συλλογικότητες. Για μένα  από μόνο του το γεγονός ότι μόλις του είπαν πως είμαι από το Μαρόκο με συνέλαβαν, είναι ρατσιστικό. Η Αστυνομία έχει το δικαίωμα να σου κάνει έλεγχο, όχι να επιλέγει βάση του χρώματος και της εθνικότητας σου πως θα σε αντιμετωπίσει. 

Με ταλαιπώρησε πολύ αυτό το συμβάν. Μια εβδομάδα ήμουν χάλια ψυχολογικά. Το βασικό μου άγχος, όμως, είναι η απόφαση που θα βγάλει το δικαστήριο. Εγώ ζω 12 χρόνια στην Ελλάδα, το 2021 έχω δικαίωμα να κάνω αίτηση για ελληνική υπηκοότητα. Αν με καταδικάσουν, δε θα έχω λευκό ποινικό μητρώο που είναι προϋπόθεση για την υπηκοότητα. Μπορεί να μου προκαλέσει πρόβλημα στη δουλειά μου ή να μη μπορώ όταν λήξει η συνεργασία που έχω τώρα να βρω άλλη δουλειά, γιατί ζητούν συχνά ποινικό μητρώο. Αυτό σημαίνει ότι θα κινδυνεύσει το καθεστώς παραμονής που έχω στην Ελλάδα. Ένας Έλληνας πολίτης, ακόμα κι αν καταδικαστεί αδίκως με αναστολή, ίσως να μπορεί να το διαχειριστεί. Για έναν μετανάστη που παλεύει να ενταχθεί, διακυβεύεται η προσπάθεια που έχει κάνει. 

Είναι προφανές ότι δεν ισχύουν οι κατηγορίες που μου έχουν προσάψει. Το δίκαιο είναι να αθωωθώ και να προχωρήσω τη ζωή μου.

ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ

Πηγή: popaganda.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το