Πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι στο νέο νόμο Κεραμέως, η κυβέρνηση έβαλε επί τάπητος την άμεση εφαρμογή του, με πράξη πρώτη τις εικόνες αστυνομικής βαρβαρότητας στο ΑΠΘ, όταν με πρυτανική εντολή οι δυνάμεις καταστολής καταπάτησαν το άσυλο για να διαλύσουν μια ειρηνική κινητοποίηση φοιτητικών συλλόγων, οδηγώντας σε 31 συλλήψεις, σε ξυλοδαρμούς, προξενώντας έως και ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες σε φοιτητές. Λίγες μέρες μετά, οι αστυνομικές δυνάμεις στα Χανιά εισέβαλαν σε σπίτια φοιτητών, εκλεγμένων συν­δ­ι­καλιστών των φοιτητικών συλλόγων του Παν­ε­πι­στη­μίου Κρήτης, με πρόσχημα την αναγραφή συν­θη­μάτων, ενώ έστησαν δικογραφίες με εντελώς ανυ­πόστατες κατηγορίες.

Ταυτόχρονα, στα Ιωάννινα οι εισαγγελικές αρχές με πρόσχημα την κατάληψη της πρυτανείας από φοιτητές που πρόσκεινται στον αναρχικό – αντιεξουσιαστικό χώρο και αξιοποιώντας την τυχοδιωκτική δράση του, έχουν εκδώσει απόφαση για άμεση εκκένωσή της, με τους Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη να επεμβαίνουν προσωπικά ώστε οι πρυτανικές αρχές και η σύγκλητος να επιτρέψουν την εισβολή της αστυνομίας και να επαναληφθούν τα όσα διαδραματίστηκαν πριν από μερικές μέρες στη Θεσσαλονίκη. Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν και στον πιο καλόπιστο πως η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν είναι μέτρο καταπολέμησης της εγκληματικότητας στα πανεπιστήμια, αλλά εισάγει στις σχολές την πολιτική της μηδενικής ανοχής, της αστυνόμευσης και τρομοκρατίας απέναντι σε οποιονδήποτε υπερασπίζεται τα δικαιώματα της νεολαίας και του λαού.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αστυνομοκρατίας, κλειστών σχολών και παράτασης των αλλεπάλληλων lock-down, το υπουργείο παιδείας εξαγγέλλει νέο γύρο αντιεκπαιδευτικών μέτρων, τη στενότερη σύνδεση της έρευνας και χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με τις ανάγκες της αγοράς μέσω της αξιολόγησης, δηλαδή την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της μόρφωσης και των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων από τα επιχειρηματικά συμφέροντα των εγχώριων και διεθνών μονοπωλίων. Κυβέρνηση και υπουργείο ενισχύουν την κατεύθυνση της εμπορευματοποίησης και υποχρηματοδότησης της παιδείας, του γενικότερου χτυπήματος της πανεπιστημιακής μόρφωσης, η οποία από δικαίωμα μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε προνόμιο λίγων και εκλεκτών, στην υπηρεσία των οικονομικών συμφερόντων μιας χούφτας εκμεταλλευτών και κερδοσκόπων. Για την εδραίωση αυτής της κατεύθυνσης και το τσάκισμα κάθε αντίστασης των φοιτητών, ανασύρονται ξανά οι σχεδιασμοί επέμβασης της κυβέρνησης στα εσωτερικά των φοιτητικών συλλόγων, με τη θέσπιση “ενιαίου ψηφοδελτίου” στις φοιτητικές εκλογές, που στοχεύει στην “αποπολιτικοποίηση”, “αποκομματικοποίηση” και στο χτύπημα της “ριζοσπαστικοποίησης” της νεολαίας, όπως ακριβώς υπαγορεύουν οι αντιδραστικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πρεσβείας των ΗΠΑ.

Το φοιτητικό κίνημα έχει ήδη αποδείξει πως μπορεί να υψώσει αντιστάσεις απέναντι στην αντιεκπαιδευτική επέλαση της κυβέρνησης, όπως έκανε εδώ και πάνω από ένα μήνα με μαζικές κινητοποιήσεις δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, ενάντια στην Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, τις Διαγραφές Φοιτητών, τα Όρια Φοίτησης και τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση, ενάντια στην Ελεγχόμενη Είσοδο, τα Συστήματα Παρακολούθησης, την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, τον Πειθαρχικό Κώδικα και τα μέτρα πειθάρχησης και καταστολής των φοιτητών. Οι μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις έσπασαν στην πράξη τις χουντικού τύπου απαγορεύσεις των διαδηλώσεων, προσέλκυσαν μαθητές και καθηγητές στον πανεκπαιδευτικό αγώνα, ενώ συνολικά δημιούργησαν ένα άλλο κλίμα στην κοινωνία, ένα κλίμα όχι αποδοχής, αλλά αμφισβήτησης των κυβερνητικών πολιτικών, όχι τρόμου, αλλά αγωνιστικής ανάτασης.

Βασικός παράγοντας ανάσχεσης του α­γώνα του φοιτητικού κινήματος ήταν οι παρατάξεις των αστικών κομμάτων ΔΑΠ-ΠΑΣΠ-Bloco, που είτε ανοιχτά (ΔΑΠ) στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική, είτε με τη στάση τους (ΠΑΣΠ-Bloco) και τώρα, αλλά και σε προηγούμενες αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, στρέφονται ενάντια στον αγώνα του φοιτητικού κινήματος.

Τροχοπέδη όμως στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος αποτέλεσαν και δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ και της ΠΚΣ. Παρά τα διάφορα σκαμπανεβάσματα, η στάση αυτών των δυνάμεων ήταν επί της ουσίας στάση αναβολής των φοιτητικών αγώνων, υπονόμευσης της οργάνωσης και μαζικοποίησής τους. Στην αρχή, μέσω υγειονομικών προσχημάτων, οι δυνάμεις της ΚΝΕ στα πανεπιστήμια αποδέχτηκαν την τηλεκπαίδευση των αποκλεισμών, διατυπώνοντας αιτήματα για διανομή υλικοτεχνικού εξοπλισμού στους φοιτητές χωρίς να ζητούν το άμεσο άνοιγμα των σχολών, ενώ στήριξαν μέχρι και τη γραμμή του εθελοντισμού για να μπαλωθούν τα τεράστια κενά του ΕΣΥ, γραμμή που πρόβαλλε η κυβέρνηση υπό τη σημαία της “εθνικής ομοψυχίας”, ακριβώς για να συγκαλύψει την πλήρη εγκατάλειψη του δημόσιου συστήματος υγείας. Αντίστοιχα, ορισμένα τμήματα των ΕΑΑΚ συντάχθηκαν πίσω από το σύνθημα “μετά θα λογαριαστούμε”, αναβάλλοντας την αντίσταση λαού και νεολαίας απέναντι στις αντιλαϊκές πολιτικές για μετά το πέρας της πανδημίας.

Ήταν η αποθρασυμένη, αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης που έβγαλε τους φοιτητές στους δρόμους κατά χιλιάδες, και όχι η δράση αυτών των δυνάμεων. Στον αντίποδα, με το ξέσπασμα του αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο, οι δυνάμεις αυτές προσπάθησαν να καπελώσουν το φοιτητικό κίνημα, με τα “συντονιστικά-καπέλα” που συγκροτήθηκαν εν αγνοία των φοιτητών μέσα από τα παζαρέματα κορυφών των ΕΑΑΚ και της ΠΚΣ, έξω από οποιαδήποτε μαζική διαδικασία του φοιτητικού κινήματος. Ο “συντονισμός” αποτέλεσε γι’ αυτές τις δυνάμεις συμπλήρωμα στη γραμμή άρνησης να συγκαλέσουν με σοβαρούς όρους γενικές συνελεύσεις ώστε να μαζικοποιηθεί ο πανεκπαιδευτικός αγώ­νας. Ακόμα και αυτά τα σποραδικά καλέσματα σε γενικές συνελεύσεις προέκυπταν την τελευταία στιγμή, ενώ δεν γνωστοποιούνταν ποτέ στην πλειοψηφία των φοιτητών. Πλάι στην πολιτική καπελώματος του φοιτητικού κινήματος, οι δυνάμεις αυτές προχωρούσαν και στη διάσπασή του με ξεχωριστές πορείες και συγκεντρώσεις, άλλη ώρα, σε άλλη πλατεία ή με άλλη διαδρομή, τακτική που επέστρεψε τώρα με τις τρεις αντιπαραθετικές κινητοποιήσεις που καλέστηκαν στην Αθήνα από αριστερές δυνάμεις στο διήμερο 4-5/3. Την ηττοπαθή και ρεφορμιστική λογική αυτών των δυνάμεων εκφράζει και η αγωνιώδης προσπάθειά τους να κλείσουν το κεφάλαιο του μαζικού αγώνα αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου στη Βουλή, ύστερα από την οποία τα εβδομαδιαία καλέσματα πανεκπαιδευτικών κινητοποιήσεων έπαψαν να μπαίνουν ως κατεύθυνση στο φοιτητικό κίνημα από την ΠΚΣ και τα ΕΑΑΚ, παρά τους δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που βγήκαν στους δρόμους πανελλαδικά τις ημέρες ψήφισης του νόμου. Αντικαταστάθηκαν από το σύνθημα “ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί” και τις αντιπροσωπευτικές κινητοποιήσεις στις πρυτανείες, καλλιεργώντας αυταπάτες τόσο για την εφαρμογή του νομοσχεδίου -η οποία έχει ήδη ξεκινήσει- όσο και για τα μέσα με τα οποία θα αντιπαρατεθούν οι φοιτητές στο νόμο. Κι αυτά δεν μπορεί να είναι οι αποφάσεις μερικών πρυτάνεων, ακόμα κι αν ενισχύουν την πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση, αλλά ο ενιαίος, μαζικός αγώνας. Τόσο η ΠΚΣ όσο και τα ΕΑΑΚ δεν πιστεύουν στη δυνατότητα του φοιτητικού κινήματος να ανατρέψει το νόμο, δεν πιστεύουν πως οι δεκάδες χιλιάδες μπορούν να γίνουν ακόμα περισσότεροι, γι’ αυτό και δεν προβάλλουν αυτή τη γραμμή, αλλά αναλώνονται σε αυτοαναφορικές δράσεις, ενώ μεταθέτουν τη βαρύτητα των αγώνων από την αντίθεση στο Νόμο Κεραμέως στο -κατά τα άλλα- σωστό αίτημα για το άνοιγμα των σχολών.

Δεν συμφωνούμε βέβαια ούτε με τη λογική που αναπαράγουν οι Αγωνιστικές Κινήσεις, η ΣΣΠ και άλλες δυνάμεις στο φοιτητικό κίνημα, σύμφωνα με την οποία, όταν δεν υπάρχουν όροι για να καλεστούν κινητοποιήσεις από τα συλλογικά όργανα των φοιτητών, τότε τις κινητοποιήσεις οφείλουν να εξαγγέλλουν οι πολιτικές παρατάξεις ως κάποιου είδους υποκατάστατο. Και δεν συμφωνούμε με αυτή τη λογική γιατί δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μεγαλύτερο εκφυλισμό των αγώνων, με τρανταχτό παράδειγμα τους 10-20 διαδηλωτές που βρέθηκαν στην κινητοποίηση που κάλεσαν αυτές οι δυνάμεις στην Αθήνα στις 18/2. Το καθήκον της αντιπαράθεσης με το ρεφορμιστικό εκφυλισμό του φοιτητικού κινήματος για την αγωνιστική του ανασυγκρότηση είναι δύσκολο, αλλά δεν είναι ένα καθήκον το οποίο μπορεί να προσπεράσει κανείς με ετσιθελικές δραστηριότητες, που εν τέλει αναπαράγουν τη λογική ανάθεσης των αγώνων σε “πρωτοποριακές” μειοψηφίες.

Η Φοιτητική Πορεία βρέθηκε από την πρώτη στιγμή μέσα στους αγώνες των φοιτητών, προβάλλοντας την ανάγκη για γενικές συνελεύσεις και ενιαίες μαζικές κινητοποιήσεις που θα καταφέρνουν να ενώσουν όσους αντιτίθενται στις αντιεκπαιδευτικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές της κυβέρνησης. Πάλεψε πολύμορφα και με όλες της τις δυνάμεις αυτή τη γραμμή, ενάντια στην πολιτική υπονόμευσης του αγώνα του φοιτητικού κινήματος. Αποκάλυψε από την πρώτη στιγμή τον αντιδραστικό χαρακτήρα της τηλεκπαίδευσης, που οξύνει τους ταξικούς αποκλεισμούς δεκάδων χιλιάδων φοιτητών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενισχύει την καθηγητική αυθαιρεσία και τα μαζικά κοψίματα στις εξεταστικές, ενώ υπονομεύει την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία. Πιστεύουμε ακράδαντα πως το φοιτητικό κίνημα δεν εξάντλησε τις δυνάμεις του τις τελευταίες εβδομάδες των μαζικών κινητοποιήσεων, αλλά μπορεί να βάλει φραγμό στην επίθεση που δέχονται τα μορφωτικά, εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα της νεολαίας. Συνεχίζουμε στον αγώνα για την ανατροπή του Νόμου Κεραμέως, για το άνοιγμα των σχολών με όλα τα μέτρα προστασίας, για καθολικη δημόσια-δωρεάν παιδεία!

6/3/2021

Φοιτητική Πορεία

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το