Στην πρόσφατη Σύνοδο των Πρυτάνεων (98η) η Υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως ανακοίνωσε στους Πρυτάνεις ότι τις επόμενες ημέρες θα λάβουν επιστολή της με την οποία θα δίνεται παράταση μέχρι τέλος του Γενάρη για να καταθέσουν τις εισηγήσεις τους για το νέο ακαδημαϊκό χάρτη, με άλλα λόγια για τις προτάσεις των Πανεπιστημίων για συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολών και τμημάτων τους.

Θυμίζουμε ότι η κ. Κεραμέως είχε ζητήσει το καλοκαίρι από τους Πρυτάνεις να καταθέσουν τις εισηγήσεις τους το αργότερο μέχρι 30 Σεπτεμβρίου αλλά μόνο ένα ΑΕΙ –το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος (ΔΙΠΑΕ), με έδρα τη Θεσσαλονίκη– κατέθεσε σχέδιο κατάργησης – συγχώνευσης τμημάτων του, γεγονός που δεν καλύπτει ούτε μέρος των σχεδίων του Υπουργείου Παιδείας που έχει αποφασίσει συγχωνεύσεις και καταργήσεις μεγάλης έκτασης.

Στον «οδηγό πλεύσης» που στέλνει το Υπουργείο Παιδείας στα Πανεπιστήμια για τους όρους με τους οποίους θα αποφασίσουν τα ίδια για τον «ακρωτηριασμό» τους, τα κριτήρια είναι η επάρκεια του προσωπικού, η διαθεσιμότητα των υποδομών, η γεωγραφική εγγύτητα συναφών τμημάτων, η ζήτηση του τμήματος από τους υποψήφιους των Πανελλαδικών Εξετάσεων, ο ρυθμός αποφοίτησης, η απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας.

Ουσιαστικά οι επιτελείς του ΥΠΑΙΘ, ούτε λίγο ούτε πολύ ζητούν από τα ίδια τα Πανεπιστήμια να αποφασίσουν ποια τμήματα θα κλείσουν, θα συγχωνευθούν ή θα αλλάξουν χαρακτήρα με κριτήρια για τα οποία την ευθύνη την έχει η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική.

Γιατί είναι σαφές ότι για την έλλειψη προσωπικού, για τις υποδομές, για τη ζήτηση των τμημάτων από τους υποψήφιους, για τις κενές θέσεις λόγω μη εισαγωγής φοιτητών ή για την απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας αυτός που έχει τη βασική, την κύρια (για να μην πούμε την αποκλειστική) ευθύνη είναι οι κυβερνητικές πολιτικές.

Μοντάρετε, μαντάρετε και κόβετε…

Στη Σύνοδο Πρυτάνεων η Υπουργός αναφερόμενη στην «ανάγκη αναδιάρθρωσης του Ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας» σημείωσε τρεις κεντρικές παραμέτρους που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη για την αναδιάρθρωση:

α. η εμπεριστατωμένη προσέγγιση της ΕΘΑΑΕ λαμβάνοντας υπόψιν και τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας,

β. το τοπίο που διαμορφώθηκε από την εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής,

γ. οι προτάσεις των ίδιων των ΑΕΙ για τη φυσιογνωμία που επιδιώκει να διαμορφώσει το κάθε Ίδρυμα στο μέλλον.

Στην παραπάνω διατύπωση συμπυκνώνεται και η ουσία της λειτουργίας της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που ήρθε για να πριμοδοτήσει την αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη, κοντολογίς το σχεδιασμό για συγχωνεύσεις, μετατροπές και δραστική μείωση των σχολών.

Η πρώτη μεθόδευση του υπουργείου Παιδείας αφορά στη μείωση του αριθμού των εισακτέων με λαιμητόμο την λεγόμενη ελάχιστη βάση εισαγωγής και την επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, εργαλεία τα οποία, με τους «κατάλληλους» ελιγμούς στο βαθμό δυσκολίας των θεμάτων μπορούν να δημιουργήσουν εκατόμβες απορριπτόμενων.

Η δεύτερη μεθόδευση αφορά στην καταδίκη της βιωσιμότητας πολλών περιφερειακών (και όχι μόνον) πανεπιστημιακών τμημάτων με στόχο τη συρρίκνωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την αλλαγή του προσανατολισμού της.

Την αναγκαιότητα του «επανασχεδιασμού» του ακαδημαϊκού χάρτη με τη μέθοδο της «λιποαναρρόφησης» ήρθε σαν από μηχανής – Κεραμέως θεός να την επικαιροποιήσει ο μεγάλος αριθμός κενών θέσεων λόγω της θεσμοθέτησης της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) που αποψιλώνουν περίπου 100 Πανεπιστημιακά τμήματα.

Ετσι το ΥΠΑΙΘ νομιμοποιημένα θα σύρει τα «κενά» τμήματα στον «ανακριτικό» φακό της Εθνικής Αρχής για την Ανώτατη Εκπαίδευση (ΕΘΑΑΕ), η οποία, σαν έτοιμη από καιρό, αναμένεται να εισηγηθεί μείωση των πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας.

Το υπουργείο έχει ζητήσει ήδη από τα ΑΕΙ να καταθέσουν τις προτάσεις αναδιάταξης τμημάτων τους ενώ η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης θα κάνει τις προτάσεις της σε συνάρτηση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, δηλαδή την ανάγκη προσαρμογής των σχολών, των σπουδών και των τροφίμων των ΑΕΙ στην μεγαλύτερη κερδοφορία των επιχειρήσεων.

Η «αναδιάρθρωση» made by Κεραμέως εκτός από λουκέτα και συγχωνεύσεις σημαίνει και δημιουργία τμημάτων δυο ταχυτήτων. Να τι προβλέπει το Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής 2021: «Στο πλαίσιο διασύνδεσης με την αγορά εργασίας, δημιουργούνται προγράμματα σπουδών τριετούς διάρκειας, με προσανατολισμό στις εφαρμογές των επιστημών και της τεχνολογίας και στην ενίσχυση του θεσμού της πρακτικής άσκησης». Είναι φανερό ότι σε αυτήν την κατηγορία θα ενταχθούν, σταδιακά, τμήματα που δεν θα έχουν φοιτητές, εξαιτίας της θεσμοθέτησης της κατώτατης βάσης εισαγωγής.

Μια επιχείρηση που κάποτε την έλεγαν Πανεπιστήμιο

Παράλληλα με το νέο νόμο που θα φέρει στις αρχές του 2022 στη Βουλή η Νίκη Κεραμέως σχεδιάζει επαναφορά των Συμβουλίων Διοίκησης Ιδρυμάτων και τοποθέτηση μάνατζερ στα πανεπιστήμια. Οι μάνατζερ θα έχουν οικονομικές και διοικητικές αρμοδιότητες θα ελέγχονται από οικονομική επιτροπή και θα λογοδοτούν στο υπουργείο Παιδείας. Την εν λόγω «αρχιτεκτονική» στη δομή του πανεπιστημίου ανακοίνωσε τόσο η υπουργός Παιδείας σε εκδήλωση της ΔΑΠ όσο και ο υφυπουργός κ. Άγγελος Συρίγος σε σχετική συνέντευξή του.

Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα ο υφυπουργός κ. Συρίγος αναφερόμενος στο θέμα αυτό υπογράμμισε ότι «είναι στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, ότι τα οικονομικά θέματα δεν τα χειρίζονται απαραιτήτως με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πανεπιστημιακοί που μπορεί να μην έχουν ιδιαίτερες γνώσεις και γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε πει ότι θα μπουν μέσα στα Πανεπιστήμια οικονομικοί διευθυντές, οι οποίοι θα επιλέγονται με όρους ιδιωτικοοικονομικούς για να παρακολουθούν τα οικονομικά των πανεπιστημίων. Κάποια πανεπιστήμια έχουν τεράστιο οικονομικό φόρτο και έχουν και θέματα που σχετίζονται με την περιουσία τους και με την εκμετάλλευσή της».

Και για το θέμα αυτό το Υπουργείο Παιδείας «ξεπατικώνει» τις “οδηγίες” της Κομισιόν που ορίζουν ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη αυτονομία από τις κυβερνήσεις, να καταρτίζουν επιχειρηματικά πλάνα, να διαχειρίζονται καλύτερα την οικονομική συνεργασία τους με τις επιχειρήσεις και τις εμπορευματοποιημένες λειτουργίες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι γι’ αυτό το σκοπό, η Κομισιόν πρότεινε να τεθούν επικεφαλής στη διοίκηση των Πανεπιστημίων στελέχη που δε θα προέρχονται από τον ακαδημαϊκό χώρο, δηλαδή, αντί για πρυτάνεις, τα Πανεπιστήμια να έχουν διευθυντές (managers) από το χώρο των επιχειρήσεων.

Έτσι βαθαίνει σε τέτοιο βαθμό η σύμφυση πανεπιστημίου – επιχειρήσεων, ώστε τελικά το ίδιο το πανεπιστήμιο να λειτουργεί ως επιχείρηση, σε όλο το εύρος δραστηριότητάς του και αυτή ακριβώς η λειτουργία των πανεπιστημίων αφορά και την εξασφάλιση πόρων που θα αντισταθμίζουν τη μειωμένη κρατική χρηματοδότηση.

Εξάλλου για την κυβέρνηση η τοποθέτηση manager φαίνεται να είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα. Manager στη ΔΕΗ, manager στον ΕΦΚΑ, manager στο ΤΑΙΠΕΔ, ίσως σε λίγο manager στα Νοσοκομεία και δεν ξέρουμε πού αλλού…

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το