Κυρίες και κύριοι! Το Ράιχσταγκ συνεδριάζει σε μια περίοδο όπου η κρίση και η κατάρρευση του καπιταλισμού κατακλύζει τις πλατιές εργατικές μάζες της Γερμανίας με μια θύελλα από τα πιο φοβερά δεινά. Τα εκατομμύρια των ανέργων, που πεθαίνουν από την πείνα με ή χωρίς το επίδομα ζητιανιάς της κοινωνικής πρόνοιας, θα ενισχυθούν με μερικά ακόμα εκατομμύρια κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Η πείνα είναι επίσης η τύχη που περιμένει όλους όσους τυχαίνει να βρίσκονται στην κοινωνική πρόνοια. Εξαιτίας των χαμηλών μισθών τους, εκείνοι που εξακολουθούν να εργάζονται δεν μπορούν να αναπληρώσουν τη μυϊκή και διανοητική ενέργεια που τους αποσπάται από τον ολοένα αυξανόμενο εξορθολογισμό της βιομηχανικής παραγωγής ούτε μπορούν, φυσικά, να ικανοποιήσουν τις πολιτιστικές τους ανάγκες. Οι περιορισμοί στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα συμβούλια διαμεσολάβησης εργατικού δυναμικού θα συμπιέσουν περαιτέρω τους ήδη υποβαθμισμένους μισθούς. Αυξανόμενοι αριθμοί τεχνιτών και μικροεπαγγελματιών, καθώς και μικρών και μεσαίων αγροτών καταστρέφονται. Η κατάρρευση της οικονομίας και η συρρίκνωση των επιδοτήσεων για πολιτιστικές δραστηριότητες καταστρέφουν την οικονομική βάση της ύπαρξης του διανοητικού δυναμικού. Το πεδίο εφαρμογής των γνώσεών του συνεχώς μικραίνει. Η ανάφλεξη που έχει ξεκινήσει στην Ανατολή (που προκλήθηκε ισχυρά από τη Δύση, εν μέρει, προκειμένου να καταστρέψει τη Σοβιετική Ένωση και τη σοσιαλιστική οικοδόμησή της) θα μπορούσε να προκαλέσει τελικά καταστροφή και τρόμο στη Γερμανία, μπροστά στα οποία θα ωχριά ο όλεθρος που προκάλεσε ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος.

Η πολιτική εξουσία στη Γερμανία έχει καταληφθεί, αυτή τη στιγμή, από ένα Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο διαμορφώθηκε από τον αποκλεισμό του Ράιχσταγκ και είναι πιστός υπηρέτης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και των μεγαλοτσιφλικάδων και του οποίου η κινητήρια δύναμη αποτελείται από στρατηγούς της Ράιχσβερ(1).

Παρά την παντοδυναμία του, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει μέχρι σήμερα αποτύχει πλήρως τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξωτερική του πολιτική. Η εσωτερική του πολιτική χαρακτηρίζεται, όπως και εκείνη των προκατόχων του, από νομοθεσίες έκτακτου ανάγκης που προκαλούν νέες έκτακτες ανάγκες αυξάνοντας εκείνες που ήδη υπάρχουν.

Ταυτόχρονα, το Υπουργικό Συμβούλιο προσβάλλει το δικαίωμα των μαζών για την καταπολέμηση αυτής της δυστυχίας. Για την κυβέρνηση, οι ομάδες που χρήζουν βοήθειας αποτελούνται από μεγάλους γαιοκτήμονες, χρεωκοπημένους βιομήχανους, μεγαλοτραπεζίτες, ιδιοκτήτες ναυπηγείων και ασυνείδητους κερδοσκόπους. Οι φορολογικές, δασμολογικές και εμπορικές επιβαρύνσεις λαμβάνονται από τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου λαού, ώστε να ανταμειφθούν οι μικρές ομάδες ειδικών συμφερόντων. Επιδεινώνει την κρίση βάζοντας περιορισμούς στην κατανάλωση, καθώς και στην εισαγωγή και εξαγωγή προϊόντων. Η εξωτερική του πολιτική βλάπτει τα συμφέροντα των εργαζομένων. Αυτή καθοδηγείται από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επιτρέπει στη Γερμανία να αμφιταλαντεύεται μεταξύ έλλειψης αποφασιστικότητας και ερασιτεχνισμού, μεταξύ αμετανόητης δουλοπρέπειας και διάθεσης εκδίκησης, μια στάση που καθιστά τη Γερμανία όλο και περισσότερο εξαρτώμενη από τις μεγάλες δυνάμεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Μια τέτοια πολιτική ζημιώνει τη σχέση μας με τη Σοβιετική Ένωση, το μόνο κράτος που με την έντιμη πολιτική ειρήνης και την οικονομική άνοδό του αποτελεί ένα στήριγμα για τη γερμανική εργατική τάξη.

Το Υπουργικό Συμβούλιο φέρει πλήρη ευθύνη για τις δολοφονίες των τελευταίων εβδομάδων, λόγω της άρσης της ενιαίας απαγόρευσης των ναζιστικών ομάδων, όπως τα τάγματα εφόδου (SA)(2) και της ευμενούς στάσης του απέναντι στις φασιστικές εμφυλιοπολεμικές ομάδες. Προσπαθεί μάταια να κάνει το λαό να ξεχάσει την ηθική και πολιτική του ενοχή μέσω της διαμάχης με τους συμμάχους του για τη διανομή της κρατικής εξουσίας, αλλά το χυμένο αίμα θα το συνδέει για πάντα με τους φασίστες δολοφόνους.

Η ανικανότητα του Ράιχσταγκ και η παντοδυναμία του Υπουργικού Συμβουλίου συμβολίζουν την παρακμή του αστικού φιλελευθερισμού και την κατάρρευση του συστήματος παραγωγής. Αυτή δε η φθορά μπορεί επίσης να ανιχνευθεί στη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία, που τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη αντιπροσωπεύει τον πιο σάπιο λόγο του αστικού κοινωνικού συστήματος. Η πολιτική της κυβέρνησης Πάπεν – Σλάιχερ(3) είναι απλώς η απροκάλυπτη συνέχιση της κυβερνητικής πολιτικής του Μπρίνινγκ(4) (με την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών), της οποίας είχε με τη σειρά της προηγηθεί δίνοντας το παράδειγμα η πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών. Η πολιτική του «μικρότερου κακού» ενισχύει την αίσθηση ισχύος των αντιδραστικών δυνάμεων και τις προϋποθέσεις να δημιουργηθεί το μεγαλύτερο από όλα τα δεινά: η αδράνεια των μαζών. Πείθονται να μην κάνουν καμία χρήση της πλήρους ισχύος τους, εκτός του Κοινοβουλίου. Έτσι, η σημασία του Κοινοβουλίου για την ταξική πάλη του προλεταριάτου επίσης μειώνεται. Αν το Κοινοβούλιο σήμερα, εντός ορίων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον αγώνα των εργαζομένων, είναι μόνο επειδή έχει την υποστήριξη των ισχυρών μαζών έξω από τα τείχη του.

Πριν το Ράιχσταγκ μπορέσει να αντιμετωπίσει τα ιδιαίτερα ζητήματα της ημέρας, θα πρέπει να καταπιαστεί με το κεντρικό του ζήτημα: την ανατροπή της κυβέρνησης του Ράιχ, η οποία, κατά παράβαση του συντάγματος, απειλεί να παραγκωνίσει το Ράιχσταγκ εντελώς. Το Ράιχσταγκ θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Πρόεδρο και τους υπουργούς του Ράιχ για παραβιάσεις του συντάγματος και οι περαιτέρω αποφάσεις να ληφθούν ενώπιον του Κρατικού Δικαστηρίου της Λειψίας. Ωστόσο, αν τους οδηγούσαν ενώπιον αυτού του ανώτατου δικαστηρίου, θα ήταν σαν να κατηγορούσαν το διάβολο ενώπιον της γιαγιάς του.

Είναι προφανές, βέβαια, ότι μια κοινοβουλευτική απόφαση δεν θα είναι σε θέση να παραγκωνίσει μια εξουσία, η οποία βασίζεται στη Ράιχσβερ και όλους τους άλλους μηχανισμούς υποστήριξης του αστικού κράτους, καθώς και την τρομοκρατία των φασιστών, τη δειλία του αστικού φιλελευθερισμού και την παθητικότητα των μεγάλων τμημάτων του προλεταριάτου. Η ανατροπή της κυβέρνησης στο Ράιχσταγκ δεν μπορεί παρά να είναι ένα σινιάλο για την κινητοποίηση και την κατάληψη της εξουσίας από τις πλατιές μάζες έξω από το Κοινοβούλιο. Στόχος αυτής της μάχης πρέπει να είναι να χρησιμοποιηθεί όλο το βάρος των οικονομικών και κοινωνικών προσόντων των εργαζομένων, καθώς και η μαζικότητα τους.

Ο αγώνας πρέπει να δοθεί ιδιαίτερα για να νικηθεί ο φασισμός που προτίθεται να καταστρέψει με αίμα και σίδερο όλες τις ταξικές εκφράσεις των εργαζομένων. Οι εχθροί μας γνωρίζουν πολύ καλά ότι ελάχιστο ποσοστό της δύναμης του προλεταριάτου προέρχεται από τον αριθμό των βουλευτικών εδρών. Η δύναμή του στηρίζεται στις πολιτικές, συνδικαλιστικές και πολιτιστικές του οργανώσεις.

Το παράδειγμα του Βελγίου δείχνει στους εργαζόμενους, ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της χειρότερης οικονομικής ύφεσης, μια μαζική απεργία αποδεικνύεται ένα αποτελεσματικό όπλο, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση του υποστηρίζεται από την αποφασιστικότητα και την προθυμία αυτοθυσίας των μαζών, που δεν κάνουν πίσω στη διεύρυνση της μάχης και τη χρήση βίας για να αποκρουστούν οι δυνάμεις που ενώνει ο εχθρός. Η εξωκοινοβουλευτική αντίδραση της εργατικής τάξης, ωστόσο, δεν πρέπει να περιοριστεί στην ανατροπή μιας κυβέρνησης που έχει παραβιάσει το σύνταγμα. Θα πρέπει να πάει πέρα από το στόχο της στιγμής, να προετοιμαστεί για την ανατροπή του αστικού κράτους και της βάσης του, που είναι το καπιταλιστικό σύστημα. Όλες οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ το καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί να επικρατεί, μπορεί μόνο να επιδεινώσουν την καταστροφή. Η παρέμβαση του κράτους απέτυχε επειδή το αστικό κράτος δεν ελέγχει την οικονομία, αλλά ελέγχεται από τον καπιταλισμό. Ως μηχανισμός εξουσίας της κατέχουσας τάξης, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί προς όφελός της και σε βάρος των παραγωγικών και καταναλωτικών μαζών. Μια σχεδιαζόμενη οικονομία, με βάση τον καπιταλισμό είναι μια αντίφαση στους όρους. Όλες οι παρόμοιες προσπάθειες ηττήθηκαν από την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Μια σχεδιασμένη οικονομία είναι δυνατή μόνο όταν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο τρόπος για να ξεπεραστούν οι οικονομικές κρίσεις και όλες οι απειλές των ιμπεριαλιστικών πολέμων είναι αποκλειστικά και μόνο με την προλεταριακή επανάσταση, η οποία θα απομακρύνει την ατομική ιδιοκτησία της παραγωγής και έτσι θα εγγυηθεί μια σχεδιασμένη οικονομία.

Η μεγάλη παγκόσμια ιστορική απόδειξη όλων αυτών συμβαίνει να είναι η Ρωσική Επανάσταση. Έχει καταδείξει ότι οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη να νικήσουν όλους τους εχθρούς τους, τους καπιταλιστές στη χώρα τους και τους ιμπεριαλιστές ληστές από το εξωτερικό. Έχει κομματιάσει τις συμβάσεις σκλαβιάς, όπως η Συνθήκη των Βερσαλλιών.

Το Σοβιετικό κράτος επιβεβαιώνει επίσης το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι διαθέτουν την ωριμότητα να οικοδομήσουν ένα νέο οικονομικό σύστημα, στο οποίο μια υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας μπορεί να συμβεί χωρίς καταστροφικές κρίσεις, διότι η αιτία της άναρχης μεθόδου παραγωγής έχει καταστραφεί – η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Ο αγώνας των εργατικών μαζών ενάντια στα καταστροφικά δεινά του παρόντος είναι, την ίδια στιγμή, και αγώνας για την πλήρη απελευθέρωσή τους. Τα βλέμματα των μαζών πρέπει να κατευθύνονται σταθερά προς αυτό το φωτεινό στόχο, που δεν πρέπει να συσκοτίζεται από την ψευδαίσθηση μιας απελευθερωτικής δημοκρατίας. Οι μάζες δεν πρέπει να επιτρέψουν στον εαυτό τους να φοβηθούν από την ωμή χρήση βίας, με την οποία ο καπιταλισμός επιδιώκει την επιβίωσή του, με τη μορφή νέων παγκόσμιων πολέμων και φασιστικών εμφυλίων διαμαχών.

Το πιο σημαντικό άμεσο καθήκον είναι η δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου όλων των εργαζομένων, για να αποκρουστεί ο φασισμός, ώστε να προφυλαχτούν από την υποδούλωση και την εκμετάλλευσή τους, καθώς και να διατηρήσουν τη δική τους φυσική ύπαρξη, την ισχύ και τη δύναμη της οργάνωσής τους. Μπροστά σε αυτή την επιτακτική ιστορική αναγκαιότητα, όλοι οι λόγοι που μας εμποδίζουν και μας διαιρούν, πολιτικές, συνδικαλιστικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές απόψεις πρέπει να παραμεριστούν. Όλοι όσοι αισθάνονται να απειλούνται, όλοι εκείνοι που υποφέρουν και όλοι όσοι προσβλέπουν στην απελευθέρωση πρέπει να ανήκουν στο Ενιαίο Μέτωπο ενάντια στο φασισμό και τους εκπροσώπους του στην κυβέρνηση. Η αυτοπεποίθηση των εργατών απέναντι στο φασισμό είναι η επόμενη απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου στη μάχη κατά των κρίσεων και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, που αιτία της ύπαρξής τους είναι τα καπιταλιστικά μέσα παραγωγής. Η εξέγερση των εκατομμυρίων εργαζόμενων, ανδρών και γυναικών, στη Γερμανία ενάντια στην πείνα, τη δουλεία, τις φασιστικές δολοφονίες και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους είναι μια έκφραση της ακατάλυτης μοίρας των εργαζομένων όλου του κόσμου.

Αυτή η διεθνής κοινότητα του πεπρωμένου πρέπει να γίνει μια μαχητική κοινότητα που να τους συνδέει με την εμπροσθοφυλακή των αδελφών τους στη Σοβιετική Ένωση. Οι απεργίες και οι εξεγέρσεις σε διάφορες χώρες είναι πύρινα σημάδια που λένε ότι οι Γερμανοί αγωνιστές δεν είναι μόνοι τους. Παντού οι απόκληροι και οι καταπιεσμένοι λαοί αρχίζουν να κατευθύνονται προς την κατάληψη της εξουσίας. Το Ενιαίο Μέτωπο των εργαζομένων, που δημιουργείται επίσης στη Γερμανία, δεν πρέπει να στερείται τα εκατομμύρια των γυναικών, που εξακολουθούν να φέρουν τις αλυσίδες της σκλαβιάς του φύλου, και εκτίθενται έτσι στην πιο καταπιεστική ταξική σκλαβιά. Στην πρωτοπορία πρέπει να αγωνιστούν οι νέοι που θέλουν να ανθίσουν και να ωριμάσουν. Σήμερα δεν αντιμετωπίζουν άλλες προοπτικές, παρά την τυφλή υπακοή και την εκμετάλλευση στους κόλπους της καταναγκαστικής εργασίας. Στο Ενιαίο Μέτωπο ανήκουν επίσης όλοι όσοι εργάζονται με το μυαλό και αυξάνουν την ευημερία και τον πολιτισμό με τις γνώσεις και το μόχθο τους και έχουν γίνει περιττοί στην αστική κοινωνία του σήμερα. Ακόμα στο Μέτωπο ανήκουν εκείνοι που σαν μισθωτοί και οι μεροκαματιάρηδες σκλάβοι είναι φορολογούμενα παραρτήματα και θύματα του καπιταλισμού.

Ανοίγω αυτή την συνεδρίαση εκπληρώνοντας έτσι τα καθήκοντά μου ως επίτιμη πρόεδρος με την ελπίδα ότι, παρά τις τρέχουσες αδυναμίες μου, μπορώ να έχω ακόμα την τύχη να ανοίξω ως επίτιμη πρόεδρος την πρώτη συνεδρίαση του Σοβιέτ μιας Σοβιετικής Γερμανίας.

Σημειώσεις
1. Ονομασία του γερμανικού στρατού από το 1919 έως το 1935.
2. Sturm Abteilung, η παραστρατιωτική οργάνωση των ναζί.
3. Η κυβέρνηση του φον Πάπεν βρέθηκε στην αρχή στις 1 Ιούνη – 17 Νοέμβρη 1932. Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν ο φον Πάπεν (πολιτικός του κόμματος του Κέντρου, 1879-1969) δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ. Τη διαδέχτηκε η ακόμη πιο βραχύβια κυβέρνηση του στρατηγού Σλάιχερ (3 Δεκέμβρη 1932-28 Γενάρη 1933). Με την παραίτηση της τελευταίες άνοιξε ο δρόμος για τον ορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, με αντικαγκελάριο τον Πάπεν.
4. Η κυβέρνηση του Χάινριχ Μπρίνινγκ (ηγέτης του κόμματος του Κέντρου) διαδέχτηκε την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλερ) βρισκόταν στην κρίσιμη περίοδο της ανόδου των ναζί, από τις 30 Μάρτη 1930 ως τις 30 Μάη 1932. Εφάρμοσε πολιτικές άγριας λιτότητας, κυβερνώντας με προεδρικά διατάγματα, που την έκαναν εξαιρετικά αντιδημοφιλή θρέφοντας παράλληλα τη δημαγωγία των ναζί.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το