Δημήτρης Μαυρίδης

Ξεκινάμε από τον ορισμό. Καραντινάδα: [(< συγχρ. ιταλ. quarantine < παλ. ιταλ. quarantina < ιταλ. quaranta «σαράντα») με την προσθήκη της θηλυκής παραγωγικής κατάληξης άδα)] ονομάζεται ένα είδος μεμψίμοιρης διαμαρτυρίας κλειστού χώρου που προέρχεται σχεδόν από το σύνολο των κατοίκων μιας χώρας και απευθύνεται στους ρυθμιστές του δημόσιου βίου και διαχειριστές της εξουσίας. Πραγματοποιείται μέσω των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης συνοδείᾳ αναψυκτικού, αφεψήματος ή οινοπνευματώδους ποτού κατά προτίμηση ουισκιού ή επιτραπέζιου οίνου. Συνηθέστερα, η καραντινάδα «εκτελείται» τις νυχτερινές ώρες σε ατμόσφαιρα σχετικής ηρεμίας, όταν η δραστηριότητα των υπόλοιπων ατόμων του ιδίου χώρου ελαττώνεται, και διακρίνεται από έντονες εξάρσεις οργής συνδυαζόμενες πάντα με ένα αίσθημα αδυναμίας και ενίοτε με νευρώσεις κλειστοφοβικού τύπου.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αρκετά κωμικό τον παραπάνω σοβαροφανή ορισμό και μάλιστα μιας ανύπαρκτης έννοιας, ωστόσο, η πράξη που περιγράφεται απεικονίζει μια πραγματικότητα που δημιουργήθηκε στο διάστημα της πρώτης, της εαρινής καραντίνας και συνεχίζει να υπάρχει ακόμα πιο έντονα στο δεύτερο, το χειμερινό, το σημερινό μας μάντρωμα. Και είναι δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος με τον ισχυρισμό ότι η καραντινάδα αποτελεί μια σχεδόν καθολική έκφραση ανορθόδοξα διαμαρτυρομένων. Διότι κανείς σκεπτόμενος δε θεωρεί φυσιολογική και ανθρώπινη τη λεκτική ως την αποκλειστική και μοναδική αντίδραση απέναντι σε αυτούς που έχουν αναγάγει σε τέχνη την παραπλάνηση, το ρούφηγμα του μεδουλιού και εν τέλει τον υποχειριασμό των άλλων. Κλέβουν τη ζωή μας, τη ζωή των παιδιών μας κι εμείς ποστάρουμε με κεφαλαία γράμματα – δηλωτικό του αναφανδόν – ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΜΕ ΣΤΟΛΗ.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και ο γνωστός αντίλογος που θεμελιώνεται στην εμπειρία της δύναμης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στη δυνατότητα εξάπλωσης μέσα από αυτά ενός κύματος διαμαρτυρίας, ενός αιτήματος, μιας ιδέας. Δεν αμφιβάλλει κανείς γι’ αυτή τη δυνατότητα. Αυτό, όμως, μπορεί να συμβεί εφόσον το σύνθημα διαμαρτυρίας είναι ορατό σε πολλούς – για την ακρίβεια στους περισσότερους – με την ίδια σειρά προτεραιότητας εμφάνισης και την ίδια χρονική στιγμή. Και αυτό επαφίεται ξεκάθαρα στη βούληση του χρήστη, δηλαδή, στο κατά πόσον είναι έτοιμος να «ανεχτεί» απόψεις αντίθετες από τις δικές του, όπως επίσης και στα φίλτρα των εισερχομένων «μηνυμάτων» που έχει θέσει. Γιατί – κακά τα ψέματα – δύσκολα κάποιος δέχεται αλήθειες που θίγουν το οικονομικοκοινωνικό του στάτους, την επαγγελματική και ποδοσφαιρική του ομάδα, τα συμφέροντά του, την ιδεολογική του τοποθέτηση και γενικώς το διαφορετικό, το Άλλο.

Συνεπώς, τις περισσότερες φορές η καραντινάδα δεν καταλήγει στον άμεσα ενδιαφερόμενο αποδέκτη, αλλά απλώς επιβεβαιώνεται ή σχολιάζεται από ομοίους του πομπού της, δηλαδή από «φίλους» παρεμφερούς ιδεολογικής και, συνήθως, ίδιας ταξικής τοποθέτησης. Πρόκειται, λοιπόν, για μια μπιζ μπιζέ κατάσταση συνθηματικής ανακύκλωσης, που δεν πετυχαίνει τίποτε άλλο από το συσσωρεύει ακόμα μεγαλύτερη οργή εντός των «δωματίων» των «ομάδων» διαμαρτυρίας. Ελλείπει η βαλβίδα εκτόνωσης της μερικής τουλάχιστον δικαίωσης του αιτήματος και, έτσι, μπορούμε να μιλήσουμε για μηδενικό αποτέλεσμα και, μάλιστα, σε συνθήκες ζωής και θανάτου, όπως αυτές που βιώνουμε, για ταύτιση με την έννοια της απραγίας. Και δυστυχώς, πολλοί είναι αυτοί που έχουν εθιστεί σ’ αυτό το είδος «διαμαρτυρίας», δηλαδή της φεϊσμπουκικής επανάστασης και της αχαλίνωτης και συνάμα αβολίδωτης συνθηματολογίας. Αναμφίβολα, λοιπόν, πρόκειται όχι απλά για μια νέα μορφή κοινωνικής αδράνειας, μια πρωτόγνωρη και καθημερινά «διαφημιζόμενη» απραξία, αλλά για την αποθέωσή της απραγίας.

Παρόλα αυτά, το αίσθημα της αγανάκτησης μεγαλώνει και αυτό είναι εμφανές στον ολοένα αυξανόμενο αριθμό και την ποικιλία των συνθημάτων και των επικριτικών απόψεων. Γιατί είναι εμφανέστατη η αίσθηση στους «φωνασκούντες» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ότι κάποιοι ολίγοι είδαν την καραντίνα ως τη χρυσή ευκαιρία για να κάνουν επιτέλους παιχνίδι με τους δικούς τους όρους περιορίζοντας δημοκρατικές ελευθερίες και εργασιακά δικαιώματα και εξυπηρετώντας αποκλειστικά τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τις στρατηγικές των CEO του ελληνικού τσαρουχο-νεοφιλελεύθερου συστήματος. Απέναντι σε μια τέτοια απειλή η αντίδραση οφείλει να λαμβάνει άλλες μορφές, όχι λεκτικές αλλά δραστικές. Και το πρώτο βήμα της δράσης είναι η υπέρβαση του φόβου. Υπέρβαση του φόβου της μετάδοσης και του θανάτου, της συνενοχής στην αύξηση των κρουσμάτων και εν τέλει της ενοχής που προκύπτει από την τεχνητά δημιουργούμενη όλο αυτό το διάστημα ατομική σου «ανευθυνότητα». Ας είμαστε ρεαλιστές. Όλο αυτό το διάστημα η επιστήμη απέδειξε ότι με την τήρηση του υγειονομικού πρωτοκόλλου και των κανόνων υγιεινής αποτρέπεται η μετάδοση του ιού και το θανατικό. Η έξοδος από το σπίτι και η έκφραση διαμαρτυρίας στο δρόμο δεν αποτελεί επαρκής παράγοντας μετάδοσης, αν τηρούνται όλα τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας. Το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι» κατοχυρώνεται ρητά από το Σύνταγμα. Ακόμα και υπό την παρουσία

της αστυνομίας μπορεί ο πολίτης να εκφράσει συλλογικά, αυτό που τόσο καιρό τον βασανίζει και το οποίο άκοπα και άσκοπα περιφέρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, το δικαίωμα απαγόρευσης των συναθροίσεων δεν έχει νόημα, όταν δεν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι γι’ αυτό το λόγο μπήκε στη ζωή μας το υγειονομικό πρωτόκολλο, δηλαδή, για να μη διαταραχθεί η κοινωνικοοικονομική ζωή εξαιτίας της πανδημίας. Εφόσον, λοιπόν, τηρείται το πρωτόκολλο δε διαταράσσεται καμιά οικονομικοκοινωνική ζωή (Σημείωση: σκόπιμη η αλλαγή της θέσης των συνθετικών, γιατί η οικονομία είναι αυτή που πρωτίστως τους ενδιαφέρει). Αλλού είναι το ζήτημα. Ο στόχος είναι η μη διατάραξη της πολιτικοκοινωνικής ζωής, η προστασία όχι του ανθρώπου, αλλά του απάνθρωπου συστήματος διαχείρισης του πολίτη. Έτσι, μέσω της απειλής του «μπλεξίματος» καλλιεργήθηκε με υποδειγματική για μελλοντικές ανάλογες περιστάσεις μέθοδο ο φόβος για την ουσιαστική έκφραση διαμαρτυρίας του πολίτη, η οποία – επιτυχώς για τους κόβοντες και ράβοντες – κατάντησε ανούσιο αλισβερίσι μεμψιμοιρίας στον εικονικό κόσμο των social media. Η ετυμολογία της Καραντίνας προέρχεται από τη λέξη quaranta (< σαράντα). Κανείς δε γνωρίζει για ποιο λόγο η απομόνωση κρατούσε σαράντα μέρες και όχι π.χ. τριάντα (trentino), όπως είχε καθιερωθεί αρχικά. Προφανώς πρόκειται για άλλη μια αυθαίρετη σύνδεση του αριθμού των ημερών ίασης του ασθενούς με τον προσφιλή στους θεολόγους αριθμό «σαράντα» της Βίβλου. Η καραντινάδα ξεπέρασε κατά πολύ τις σαράντα ημέρες και κανείς, έστω και αυθαίρετα, δε μπόρεσε να καθορίσει ένα συγκεκριμένο αριθμό ημερών. Και αυτό είναι λογικό, αφού η καραντινάδα έχει την αιτία της στον φόβο απέναντι σε «Λαιστρυγόνας και Κύκλωπας» και η «ίασή» της δεν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί, αν ο λαός δε βγει να φωνάξει στο δρόμο για τα δίκια (sic) που τον πνίγουν.

  Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το