Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Ιστορία(ες) του σινεμά

(Ηistoire(s) du cinema/ Story(ies) of cinema)

από 15/12, το μνημειώδες έργο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μία από τις καλύτερες ωδές στο σινεμά που έχουμε δει ποτέ

και η οποία παραμένει το magnus opus του, για πρώτη φορά σε εμπορική διανομή στην Ελλάδα 

Δέκα χρόνια -μια ολόκληρη ζωή- το πιο φιλόδοξο έργο της καριέρας του: 266 λεπτά που μέσα τους συμπυκνώνουν οτιδήποτε ήταν ποτέ η φιλοσοφία του για το σινεμά.

«Όλες οι ιστορίες»

«Μία Μόνο Ιστορία»

«Μόνο Ιστορία»

«Θανάσιμη Ομορφιά»

«Το Νόμισμα του Απόλυτου»

«Ένα Νέο Κύμα»

«Ο Έλεγχος του Σύμπαντος»

«Τα Σημάδια Ανάμεσά μας»

Μπορούμε να γράψουμε ιστορία με αυτήν την ιστορία που προβάλλεται.

Είναι η μεγαλύτερη ιστορία και δεν την έχει πει κανείς ως σήμερα.

Η ταινία προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών το 1988. 

Εννέα χρόνια αργότερα, προβλήθηκε στο τμήμα Un Certain Regard στο Φεστιβάλ του 1997. 

Το 2012, ψηφίστηκε ως η 48η καλύτερη ταινία όλων των εποχών σε δημοσκόπηση σκηνοθετών από το περιοδικό Sight & Sound. 

Για τον Γκοντάρ η ιστορία του σινεμά, είναι η μοναδική ιστορία του κόσμου, η συνάντηση όλων των τεχνών (της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας που θεωρούσε πως είναι οι μόνες τέχνες).

«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να πεις την Ιστορία. Νομίζω πως ήταν για μένα ο μοναδικός τρόπος να συνειδητοποιήσω πως, αν και είχα τη δική μου προσωπική ιστορία σαν άτομο, αν δεν ήταν το σινεμά, δε θα ήξερα πως είχα τη δική μου ιστορία. Ήταν ο μοναδικός τρόπος και τον οφείλω στο σινεμά. H μεγαλύτερη ιστορία είναι η ιστορία του σινεμά. Είναι ο 19ος αιώνας καθώς μπαίνει στον 20ο. Είναι μεγαλύτερη απ’ όλες τις άλλες γιατί βασίζεται στην προβολή, ενώ άλλες έχουν την τάση να μειώνουν το μέγεθός τους.Ο σκοπός μου μοιάζει με αυτό το μικρό ποίημα του Μπρεχτ: “Εξετάζω προσεκτικά το πρότζεκτ μου. Δεν μπορεί να υλοποιηθεί”. Επειδή μπορεί να γίνει μόνο στην τηλεόραση που από τη φύση της μειώνει το μέγεθος. Στο σινεμά ο θεατής γοητεύεται. Μπορούμε να γράψουμε ιστορία με αυτήν την ιστορία που προβάλλεται. Είναι η μεγαλύτερη ιστορία και δεν την έχει πει κανείς ως σήμερα.» – Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Σκηνοθεσία- Σενάριο: Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Φωτογραφία: Πιερ Μπινγκελι, Χερβ Ντουχαμελ 

Μοντάζ: Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Αφήγηση: Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Πρωταγωνιστούν: Ζιλιέτ Μπινός, Τζούλι Ντελπί, Αν-Μαρί Μιεβίλ, Αντρέ Μαλρό, Έζρα Πάουντ, Πολ Σελάν

Χώρες Παραγωγής: Γαλλία, Ελβετία

Γλώσσα: Γαλλικά

Παραγωγή: Véga films

Συμπαραγωγοί: JLG Films , Gaumont , La Sept Cinéma

Διάρκεια : 266’

Περίληψη:

Μια εξαιρετική ματιά στις κινηματογραφικές ταινίες όπως διαγράφονται μέσα από τα μάτια του γνωστού σκηνοθέτη Jean-Luc Godard, ο οποίος μεταμόρφωσε το πρόσωπο του κινηματογράφου με το παραγωγικό, επιδραστικό και επαναστατικό έργο του, το οποίο περιλαμβάνει κλασικά έργα όπως το Με Κομμένη την Ανάσα, το Weekend και τη Περιφρόνηση. Αποτελούμενη από 4 κεφάλαια, καθένα από τα οποία υποδιαιρείται σε δύο μέρη, δημιουργώντας συνολικά 8 επεισόδια, που έγιναν σε μια περίοδο δέκα ετών, η σειρά καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη γέννηση του κινηματογράφου έως τον ιταλικό νεορεαλισμό, το Χόλιγουντ και όχι μόνο.

Σχετικά με την ταινία:

Το  Πρώτο Κεφάλαιο σκιαγραφεί ήρεμα τη διχαστική φύση του κινηματογράφου, υποστηρίζοντας τους ιδρυτές του ενώ υβρίζει τους καταχραστές του. Ο κινηματογράφος σφυρηλατήθηκε στο ασπρόμαυρο, ισχυρίζεται: δηλαδή στα χρώματα του πένθους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία ήταν ήδη νεκρή τη στιγμή που γεννήθηκε (ακόμα κι αν δεν ήταν ποτέ ζωντανή στην αρχή), αλλά ότι πάντα ενδιαφερόταν για αυτό που είναι άψυχο. Πράγματι, ο Γκοντάρ πιστεύει ότι οι μόνες δύο βιώσιμες ιστορίες του κινηματογράφου από την έναρξή του ήταν το σεξ και ο θάνατος.

Το δεύτερο κεφάλαιο κάνει έναν σιωπηρό παραλληλισμό μεταξύ της ανάπτυξης εγγεγραμμένου ήχου και των εγγεγραμμένων εικόνων. Ενώ το πρώτο προηγήθηκε του δεύτερου, τα δύο θα χρειάζονταν δεκαετίες για να συγχρονιστούν. Ο Γκοντάρ ίσως απευθύνεται στην κινηματογραφική στροφή προς το μελόδραμα, ενώ θρηνεί για τον λήθαργο μέσα του και το οδυνηρό ξύπνημα του, στη δίνη της παραγωγής συγκινητικών εικόνων. Στην ανθρώπινη αντίληψη, ένας τέτοιο πάντρεμα είναι αναπόφευκτο και απαραβίαστα συνδεδεμένο με αθετημένα καταστήματα μαζικής ψυχαγωγίας.

Το τρίτο κεφάλαιο είναι μια μετρημένη επίθεση στις φρικαλεότητες της ευρωπαϊκής σύγκρουσης. Είναι καυστικό, έχει αυτο-αντανακλαστικές παύσεις και ηχητικά σημεία στίξης. Η πολιτική ξεχύνεται σε μια διάσταση σχετικά με τη φύση της διάλυσής τους. Το διασχισμένο περίγραμμα γίνεται η σπασμένη πρόταση, διαχέοντας το νόημά της σαν κηλίδα μελανιού στον χάρτη. Οι μουσικές επιλογές του Γκοντάρ εδώ είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένες στο θέμα του, μιμούμενες την επίδραση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην ιστορία: τη δραματοποίηση της τραγωδίας μέσω της αντιπαράθεσης γραφικών και ψηφιο-λέξεων ήχου. Είναι η mise-en-scène της καθημερινής ζωής ένα μορφοποιημένο φόντο για να ταιριάζει στις οθόνες της τηλεόρασής μας. 

Το τέταρτο κεφάλαιο μας παρουσιάζει μια κριτική στον ατομικισμό μέσα από μια οπτικά σημαδεμένη αντίληψη του χρόνου. Το φιλμικό μέσο δεν είναι πλέον απλώς ένα εργαλείο, αλλά ένας τρόπος ζωής, ένα μέσο για να επεκτείνει κανείς την εμβέλεια του εαυτού του πέρα από τον κόσμο όπως τον γνωρίζει.

Έργο ζωής για τον Γκοντάρ, σε προεργασία ήδη από τη δεκαετία του ’70, που θα χρειαστεί εν τέλει πάνω από δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί, η/οι «Ιστορία(-ες) του Κινηματογράφου» σε οκτώ επεισόδια είναι ένα πόνημα πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων από όσες ο (έτσι κι αλλιώς υπερφιλόδοξος) τίτλος της/τους υπονοεί: αισθητική ανακατασκευή του σινεμά βασισμένη πάνω στα απωθημένα κεφάλαια της ιστορίας του, ωδή στη συναισθηματική μνήμη, η Δευτέρα Παρουσία των εικόνων που κρίνονται αθώες ή ένοχες με βάση τη στάση τους πάνω στην ιστορία του εικοστού αιώνα, η επί τω έργω τεκμηρίωση της ποιητικής και πολιτικής δύναμης του μοντάζ, και πολλά ακόμα. Μετά από πολυετή συλλογή ταινιών σε βίντεο, ο Γκοντάρ ανασυνθέτει το παζλ των εικόνων και ανοίγει νέες πόρτες κατανόησης της συλλογικής μας ιστορίας. Η βασική του θέση; Η πεποίθηση πως το σινεμά απέτυχε στη βασική του αποστολή όταν δεν κατέγραψε εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Από τότε, βρίσκεται μοιραία σε μία ατέρμονη διαδικασία πένθους. Ανεκτίμητο.

Η σειρά Histoire(s) du cinema αποτελείται από 8 ταινίες μικρού μήκους για την ιστορία του κινηματογράφου και τη σχέση της με τον 20ό αιώνα. Δημιουργούνται με αντιπαραβολές μεταξύ εικόνων, δειγμάτων, αποσπασμάτων ταινιών, μονολόγων του σκηνοθέτη και ήχων μέσα ή έξω από τις ταινίες που προβάλλονται. Θεωρώντας τα 8 μέρη μαζί ένα ενιαίο έργο, το συγκεκριμένο κομμάτι της φιλμογραφίας του Γκοντάρ αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλο τις καταβολές του ως κριτικού κινηματογράφου και τις ικανότητές του ως κινηματογραφιστή – χαρακτηριστικά που υποδηλώνονται από όλες τις ταινίες του, αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτονται πλήρως. Η δημιουργία αυτού του έργου επέτρεψε στον Γκοντάρ να συνεχίσει να εξελίσσει και να αναπτύσσει ένα νέο, πειραματικό αλλά συνεχές ύφος για τις ταινίες του μετά το 1990.

Το Histoire(s) du cinéma αναφέρεται πάντα με τον γαλλικό του τίτλο, λόγω του αμετάφραστου παιχνιδιού λέξεων που υπονοεί: histoire σημαίνει και «ιστορία» και «ιστορία», και το s στην παρένθεση δίνει τη δυνατότητα πληθυντικού. Επομένως, η φράση Histoire(s) du cinéma σημαίνει ταυτόχρονα The History of Cinema , Histories of Cinema , The Story of Cinema και Stories of Cinema. Παρόμοιες διπλές ή τριπλές έννοιες, καθώς και τα λογοπαίγνια, είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε όλη την Ιστορία και σε μεγάλο μέρος του έργου του Γκοντάρ.

 Το Histoire(s) du cinéma έχει συλληφθεί ως ένας κινηματογραφικός πίνακας που συγκεντρώνει τα στοιχεία του μυθιστορήματος και της ζωγραφικής. Ως κινηματογράφος, συνθέτει σε ένα σύνολο τρεις αλληλένδετες κατευθύνσεις έρευνας: τι έχει κάνει ο αιώνας στον κινηματογράφο. Τι έκανε ο κινηματογράφος στον αιώνα. Τι συνθέτει την εικόνα (κινηματογραφική ή άλλη) γενικά. Πάνω και πέρα από την επιστημονική του διάσταση, το Histoire(s) περιλαμβάνει ένα θετικό έργο της επανεφεύρεσης του κινηματογράφου μέσω της υλοποίησης των προηγούμενων ιδεών του Γκοντάρ για την ιστορία του κινηματογράφου και τους κινηματογραφικούς τρόπους σκέψης και ιστορίας, μαζί με την καθιέρωση του «μετακινηματογράφου» «ως ένας τρόπος να δεις τον κόσμο». “Παραθέτοντας, αντιπαραθέτοντας, αλέθοντας, γιορτάζοντας την 7η τέχνη ως σύνθεση των υπόλοιπων έξι, ο Γκοντάρ ξαναφτιάχνει τον 20ο αιώνα σε ένα ιλιγγιώδες rebus. Συγκέντρωσε εκατοντάδες βιντεοσκοπήσεις που αρχειοθετήθηκαν από τον ίδιο. Ο κινηματογράφος είναι ικανός να αφηγηθεί τον αιώνα μας αφού η ιστορία του ενός συγχωνεύεται με την ιστορία του άλλου».

Ο Γιάννης Καντέας- Παπαδόπουλος γράφει για το Histoire(s) du cinéma:

Το μνημειώδες έργο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ που δεν έχετε δει.

Για περίπου μία δεκαετία ο σπουδαίος σκηνοθέτης έφτιαξε μία από τις καλύτερες ωδές στο σινεμά που έχουμε δει ποτέ και η οποία παραμένει το magnum opus του. Μέσα σε 8 επεισόδια χωρισμένα σε 4 κεφάλαια, δημιουργημένα χονδρικά από το 1988 έως το 1998, το τηλεοπτικό “Histoire(s) du Cinéma” είναι ένα έργο που αψηφά τις εύκολες ταξινομήσεις. Με σημερινούς όρους θα χαρακτηριζόταν ένα περίτεχνο video essay, άλλοι θα το ενέτασσαν στα avant-garde ντοκιμαντέρ, ενώ στέκεται άνετα και σαν ένα προσωπικό δοκίμιο στα όρια του λογοτεχνικού και του ακαδημαϊκού. Από την άλλη, οι κριτικοί από όλο τον κόσμο που συμμετείχαν στη ψηφοφορία του κορυφαίου περιοδικού Sight & Sound για τις 50 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, το τοποθέτησαν στη θέση νούμερο 48.

     Όπως, λοιπόν, προτιμά κανείς να εκλαμβάνει το “Histoire(s) du Cinéma”, δε χωρά αμφιβολία πως για την εποχή του ήταν κάτι πρωτοφανές. Ήδη από το δύσκολο να μεταφραστεί τίτλο, ο Γκοντάρ διασκεδάζει τις ερμηνείες κάνοντας λογοπαίγνιο ανάμεσα στην ιστορία και τις ιστορίες του σινεμά. Ομολογουμένως, το περιεχόμενο αφορά και τα δύο. Ο σκηνοθέτης εκκινεί υιοθετώντας τη θέση του Ντελέζ πως το σινεμά οφείλει να σμίγει το ασυνείδητο, τη μνήμη, τη σκέψη και τα αισθήματα με την κινούμενη εικόνα, χωρίς απαραίτητα αυτό να συμβαίνει γραμμικά – όπως στο Χόλιγουντ για παράδειγμα (“In Cinema 2: The Time-Image”). Έτσι και ο Γκοντάρ, ο οποίος στο πρώτο επεισόδιο εμφανίζεται ο ίδιος στο γραφείο του να πληκτρολογεί σε μια γραφομηχανή, ανακατεύει στην αφήγηση τα βιώματά του, τα αντικειμενικά γεγονότα που γέννησαν ή σημάδεψαν τον κινηματογράφο, με ένα κατ’ επέκταση σχόλιο πάνω στον τρόπο που καταλαμβάνουμε τις ταινίες. Από τη συνταγή δε λείπει, φυσικά, η πολιτική διάσταση των όσων λέγονται, με τον Γκοντάρ να εκφράζεται και πάνω στο πώς η κατανάλωση των εικόνων έχει σημαδέψει τον 20ο αιώνα.

      Χρησιμοποιεί πολλές και εναλλακτικές τεχνικές, με χαρακτηριστικότερη τη διπλοτυπία (πάνω από το σκηνοθέτη “κολλά” μεταξύ άλλων η φοβερή Άιντα Λουπίνο) και την τάση να υιοθετεί τους συνειρμούς για να αναπτύξει τα επιχειρήματά του. Ούτε αυτό, βέβαια, συμβαίνει τυχαία. Ο Γκοντάρ διατηρούσε τη θέση πως κάθε ταινία “κουβαλά” μέσα της όλη τη γενεολογία του σινεμά, δηλαδή ό,τι προηγήθηκε πριν από εκείνη και ό,τι, ενδεχομένως θα την ακολουθήσει. Το “Histoire(s) du Cinéma” επομένως δε σχολιάζει μόνο τον κινηματογράφο όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τα τέλη των ‘80s που έκανε πρεμιέρα, αλλά εκφράζει επιπλέον απορίες για το μέλλον της κινούμενης εικόνας.

      Εξάλλου, ο Γκοντάρ πίστευε πως αποτελεί χρέος των κινηματογραφιστών να συμβαδίζουν με τις εξελίξεις, όπως τις τεχνολογικές επί παραδείγματι. Ο ίδιος δεν αντιστάθηκε στις ευκαιρίες που προσέφεραν το βίντεο, το ψηφιακό κ.ο.κ. Ίσα-ίσα, τα χρησιμοποίησε ως σοβαρά εργαλεία διεύρυνσης του σκηνοθετικού λεξιλογίου του, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στις τελευταίες δουλειές του (“Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα”, “Το Βιβλίο της Εικόνας”). Το “Histoire(s) du Cinéma” ήταν η πρώτη φορά που ο Γκοντάρ εφάρμοσε στην πράξη την υβριδική μορφή αφήγησης που καθιέρωσε στην ύστερη φάση του. Σήμερα, μετά το θάνατό του, παραμένει ένα από τα σημαντικότερα έργα του, δείγμα της αδιάκοπα αξιοπερίεργης φύσης του, αλλά και μια αμίμητη ωδή στη μαγεία του σινεμά.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το