Την Αφηγήτρια Ταινιών την έλαβα με το ταχυδρομείο, τυλιγμένη, σε λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, κόκκινο χαρτί, ένα σημείωμα με πλαγιαστά, αυστηρά γράμματα και πολλά γραμματόσημα. ΄
Πρώτα η συγκίνηση του ταξιδεμένου δώρου. Η πορεία του ταξιδιού χαρτογραφημένη στο φάκελο. Αφετηρία πάνω αριστερά και στο κάτω μέρος ο προορισμός. Ένας χάρτης με δυο ονόματα και δυο τόπους κι ενδιάμεσα το ταξίδι.
Μετά έρχεται η συγκίνηση που προκαλεί η Αφηγήτρια Ταινιών καθώς περιγράφει την κόκκινη έρημο που εκτείνεται από τις Άνδεις στο μεγάλο Ειρηνικό, την αφυδάτωση της ζωής των ανθρώπων της και το δικό τους ταξίδι στην αυταπάτη, μέσα από ταινίες που δεν προβάλλονται αλλά περιγράφονται.
Και σα να μη φτάνουν αυτές οι δύο συγκινήσεις, νοιώθω πως αυτή τη μεγάλη έρημο την ξέρω κι ας είναι στο άλλο ημισφαίριο της Γης εκεί που τα Χριστούγεννα είναι καλοκαιρινά κι οι άνθρωποι, όπως λέει η Ιζαμπέλ Αλιέντε, κατουρούν με θόρυβο.
Την ξέρω την έρημο γιατί μου τη διηγήθηκε ο Μαρτσέλο, που έζησε στην Ατακάμα, ώσπου μετανάστευσε στην Αργεντινή και γνώρισε τη Μαρτσέλα από το Μπουένος Άϋρες.
Και πώς τα φέρνει η ζωή, μια άυπνη νύχτα του καλοκαιριού στην Κάλυμνο, να γεμίζει με τις διηγήσεις των Μαρτσέλων (που έρχονται μεθαύριο) για τα μωβ κρίνα που φυτρώνουν μια φορά το χρόνο όταν υποψιαστούν ότι βρέχει στην άλλη μεριά των Άνδεων ή αν πληθύνουν τα δάκρυα των γυναικών της ερήμου, πριν γίνουν ‘στήλες άλατος’. Διηγήσεις για τις μοναδικές αστροφεγγιές, τους σφαγμένους Μαπούτσε, τους ομαδικούς τάφους των oρύχων από τα νιτροχώρια και των ‘εξαφανισμένων’ απ’ τους φονιάδες του Πινοσέτ. Μια έρημος πάνω στο αίμα του λαού της και κάτω από τα πιο λαμπερά άστρα τ’ ουρανού.
Και σα να μην έφταναν όλοι αυτοί οι συνειρμοί, εκεί που ο Ριβέρα Λετελιέρ βάζει την Αφηγήτριά του να ζωντανέψει με λόγια τον Μπεν Χουρ, κάνω ένα flash back στις παιδικές μνήμες, απέναντι μου η μαρίδα της γειτονιάς κι εγώ, σε μια από τις πολλές απόπειρες, τα βιβλία να τα κάνω ταινίες.
Φοράω μεσάτο μακρύ φόρεμα της μάνας μου, που σ’ εμένα σέρνεται, γόβες στιλέτο πέντε επιπλέον νούμερα παράταιρες, κόκκινο κραγιόν, πολύ πιο έξω απ’ το περίγραμμα των χειλιών και επιχειρώ το Όσα Παίρνει ο Άνεμος.
– Σ’ αυτό το σημείο η Σκάρλετ φιλάει με πάθος τον Ρετ.
Είμαι στο πάνω μέρος της καταπακτής που οδηγεί απ’ το δωμάτιο με τον πανωκρέβατο, στην υπόγεια αποθήκη, όπου είναι συγκεντρωμένη η σινεφιλ μαρίδα.
Με προτεταμένα χείλη δίνω ένα ηχηρό φιλί στο ολόγραμμα του Ρετ. Αυτός μου λέει πως φεύγει για πάντα κι εγώ απελπισμένη τρέχω να τον σταματήσω.
Όμως έχω υπολογίσει λάθος πως η σκάλα της καταπακτής είναι σαν ανεμόσκαλα και πολύ μακριά από τις διαστάσεις μήκους και φάρδους της μαρμάρινης σκάλας στην αποικιακή έπαυλη του Αμερικάνικου Νότου.
Έχω υπολογίσει λάθος πως το σερνάμενο φόρεμα της μάνας μου και οι παράταιρες γόβες στιλέτο δεν κατεβαίνουν τρέχοντας την ανεμόσκαλα.
Κουτρουβαλάω πίσω από τον Ρετ και βρίσκομαι με τα μούτρα στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Πονάνε τα γόνατά μου από τη θεαματική κουτρουβάλα και η ψυχή μου από την απονιά του Ρετ.
Το φιλοθεάμον κοινό ξεκαρδίζεται κι εγώ θυμάμαι μόνο μια ατάκα από τη συνέχεια για να σώσω τη σκηνοθετική και υποκριτική μου υπόληψη και το δραματικό περιεχόμενο της ταινίας.
– Αχ Ρετ, γιατί; Θα σε ξαναβρώ! Αυριο είναι μια καινουργια μέρα.

Η νουβέλα του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ έφερε κοντά μου τον αποστολέα του ταξιδιάρικου δώρου, τους Μαρτσέλους, την αιματοβαμμένη Ιστορία της Χιλής, τα μωβ κρίνα της ερήμου, την ποίηση του Νερούδα, την ερωτοχτυπημένη Σκάρλετ Ο’ Χάρα και τα γδαρμένα παιδικά μου γόνατα.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία