Του IgorMendes*

Αρκετά άτομα φάνηκαν «τρομαγμένα» μπροστά στο προεκλογικό σκηνικό. Το αίσθημα αυτό εντάθηκε μετά την εμφάνιση του (φασίστα) Δεκανέα Ντασιόλο (στμ. ο προεδρικός υποψήφιος Cabo Daciolo του κόμματος Patriota) σε συζήτηση σε τηλεοπτικό κανάλι, όπου σχολίασε το αριστερό μέτωπο «Συναγερμός του Σάο Πάολο» και τη λεγόμενη «Ένωση Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Λατινικής Αμερικής» (αντιφιλελεύθερος συνασπισμός λατινοαμερικάνικων χωρών) (παρεμπιπτόντως, εγώ όπως και πολλοί άλλοι δραστήριοι αγωνιστές γνωρίσαμε τον Ντασιόλο όταν ήταν ακόμη στην ηγεσία των πυροσβεστών και τον «πολιορκούσαν» διαφορετικά κόμματα της επίσημης Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του PSOL -Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας- με το οποίο είχε εκλεγεί). Σε χώρους εργασίας, μέσα στα λεωφορεία, μπροστά στα περίπτερα, οι αντιδράσεις απέναντι στη γελοιότητα πήγαιναν από την αίσθηση αηδίας μέχρι το συγκαταβατικό δούλεμα, σαν να σκεφτόταν το συλλογικό ασυνείδητο πως «πρόκειται για πλάκα».

Όμως δεν είναι η γελοιότητα το πιο σημαντικό. Αυτό που έχει σημασία είναι να παρατηρήσουμε τις συνθήκες που προκαλούν την εμφάνιση της γελοιότητας, ποιες είναι οι συνθήκες που κάνουν κάτι που προηγουμένως ήταν αδιανόητο να προβάλλει ως εφικτό και, πέραν τούτου, να πραγματοποιείται. Για ποιο λόγο, σε τελευταία ανάλυση, μια γελοία ακροδεξιά, που μέχρι πρότινος ήταν ανίκανη να μαζέψει γύρω της δέκα οπαδούς, πήρε ανάσα και έφθασε σε σημείο να αναδείξει ένα υποκείμενο σαν τον Μπολσονάρο στη δεύτερη θέση των προτιμήσεων σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις (στμ. το άρθρο γράφτηκε πριν ο Μπολσονάρο σκαρφαλώσει πρώτος στα γκάλοπ και πριν τον πρώτο γύρο). Για ποιο λόγο, εν μέσω ενός κλίματος γενικευμένης επιθυμίας για ρηξικέλευθες και επείγουσες αλλαγές, το μεγαλύτερο μέρος των υποψηφίων που μπαίνουν στο χορό είναι παλιές αλεπούδες στην πολιτική πιάτσα (δεύτερη προεδρική εκστρατεία για τον Σίρο Γκόμες, το ίδιο για τον Αλκμίν, τρίτη φορά για τη Μαρίνα Σίλβα). Και τι να πούμε για τα «μαθήματα» που μας κάνει ο Ενρίκε Μεϊρέλες, τόσο «πειστικά» που δεν μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι ο ίδιος διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών μιας κυβέρνησης που τίναξε στα ύψη τα επίπεδα κοινωνικού αποκλεισμού και ανεργίας;

Πολλοί δηλώνουν ότι υπάρχει κρίση εκπροσώπησης. Το να λάβουμε αυτό ως αιτία, που θα μπορούσε επομένως να διορθωθεί με την διακηρυσσόμενη «πολιτική μεταρρύθμιση», θα ήταν σαν να λέμε πως το πολιτικό σύστημα δεν αντανακλά τη λαϊκή βούληση, από τη στιγμή που δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Όπως βλέπουμε, πρόκειται εδώ για έναν ταυτολογικό λογισμό, που δέχεται ως συμπέρασμα εκείνο που καλείται να εξηγήσει. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα έγκειται στο ποια πολιτική προωθούν οι εν λόγω εκπρόσωποι και όχι σε αυτή καθαυτή την εκπροσώπηση. Γίνεται σαφές πως αυτοί δεν εκπροσωπούν το λαό, δηλαδή την εκμεταλλευόμενη πλειονότητα της κοινωνίας, αλλά τη συντριπτική μειοψηφία των λεφτάδων που αποτελούν το κατεστημένο της χώρας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή ακριβώς η συντριπτική μειοψηφία είναι που κυβερνά, ενάντια στα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας. Και εκεί βρίσκεται η καρδιά του ζητήματος. Για το λόγο αυτό, τον Ιούνη του 2013, εκατομμύρια κόσμος κραύγαζαν στους δρόμους: αυτά τα κόμματα δεν μας εκπροσωπούν. Γι’ αυτό επίσης, τον Οκτώβρη του 2018, ίσως πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους με δικαίωμα ψήφου θα επιλέξουν την αποχή ή θα ρίξουν άκυρο ή λευκό.

Με άλλα λόγια, η απαρχαιωμένη, ημιαποικιακή και ημιφεουδαρχική Βραζιλία διαθέτει τους υποψήφιους για την προεδρία που της αξίζουν. Μια χώρα πρωταθλήτρια στις ανθρωποκτονίες, πρωταθλήτρια στη συγκέντρωση σε λίγα χέρια ιδιοκτησίας στην γη, πρωταθλήτρια στην κοινωνική και περιβαλλοντική καταστροφή (τι να λέμε για την ατιμωρησία των υπαιτίων της οικολογικής καταστροφής στη Μαριάνα; τι να λέμε για το φράγμα του Μπέλο Μόντε;) δεν θα μπορούσε πράγματι να έχει διαφορετικούς υποψήφιους. Η μορφή δεν αντίκειται, αλλά αντιθέτως, ανταποκρίνεται πιστά στο περιεχόμενο• τα φαινόμενα συμφωνούν με την ουσία. Αυτή η τελευταία, λοιπόν, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ριζικού μετασχηματισμού.

Η απογοήτευση σε σχέση με το σύστημα που αποκαλείται «δημοκρατικό» έχει βαθιές ρίζες, θα ήταν χαζό να το αρνηθούμε, είναι πανθομολογούμενη. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μήπως έχουν οι Βραζιλιάνοι την τάση να ασπαστούν το στρατιωτικό καθεστώς; Αρκεί να παρατηρήσουμε πώς αξιολογεί ο πληθυσμός τα αστυνομικά όργανα για να διαπιστώσουμε ότι αν ο στρατός κατέβαινε στους δρόμους η αίσθηση του πληθυσμού θα ήταν η ίδια, δηλαδή αρνητική, όπως άλλωστε αρχίζει να συμβαίνει στο Ρίο με τις εξελισσόμενες επεμβάσεις. Το γεγονός είναι ότι το «νέο δημοκρατικό πολίτευμα» είναι στην πραγματικότητα πολύ ελάχιστα δημοκρατικό, εκτός κι αν ασχολείται με τα συμφέροντα της προνομιούχας μειοψηφίας. Ξεσηκώνονται οι εργάτες, οι αγρότες, οι κάτοικοι των φαβέλας και όποιος και αν κυβερνά, σε οποιοδήποτε κόμμα κι αν ανήκει, η διαταγή είναι πάντα η ίδια: βαρέστε τους! Ή μήπως δεν κυβερνούσε το Κόμμα των Εργαζομένων το 2013 και το 2014, όταν κατεστάλησαν με τη βία οι διαδηλώσεις; Όταν συστάθηκε η Εθνική Δύναμη Ασφαλείας; Όταν θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε ο αντιτρομοκρατικός νόμος;

Οπότε, οι γλυκανάλατες διακηρύξεις μιας κάποιας «Αριστεράς», που θέτει στο επίκεντρο του πολιτικού της προγράμματος την υπεράσπιση ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, ανύπαρκτου για την πλειονότητα του πληθυσμού, δεν είναι πλέον σε θέση να συγκινήσουν κανέναν. Αυτοί που πεθαίνουν στις ουρές των νοσοκομείων δεν έχουν πια υπομονή για να αγναντεύουν τα θαύματα της δημοκρατίας εν γένει. Ζητούν να τους υποδείξει κάποιος με σαφήνεια τους έμπρακτους τρόπους για να λύσουν τα προβλήματά τους και έχουν απόλυτο δίκιο. Ας πούμε: Θέλετε γη; Πάρτε την από τους τσιφλικάδες. Θέλετε ψωμί; Αγωνιστείτε για να το έχετε. Θέλετε στέγη; Κάντε μια κατάληψη. Νομίμως ή με το ζόρι. Αυτό σίγουρα θα ανεβάσει το θερμόμετρο της ταξικής πάλης σε καινούρια ύψη. Όμως μόνο μέσα στους αγώνες θα μπορέσουν οι μάζες να διαπιστώσουν ποιος βρίσκεται στο πλευρό τους και ποιος βρίσκεται στην απέναντι όχθη.

Οι απαντήσεις στα προβλήματά μας δεν βρίσκονται, συνεπώς, στην προεκλογική εκστρατεία. Μπορεί αυτή να είναι φρικιαστική, αλλά η ζωή -παραφράζοντας τον μουσικοσυνθέτη Μπελσιόρ- είναι πράγματι πολύ χειρότερη. Όποιος κι αν κερδίσει, θα είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει την αντιμεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης, να ολοκληρώσει αυτήν της εργατικής νομοθεσίας, διότι έτσι ορίζει ο «κεντρικός οίκος του αφέντη» (ή μήπως ο Λευκός Οίκος;). Θα πρέπει ακόμη, βεβαίως, να κλιμακώσει την καταστολή και τη στρατιωτική επέμβαση, έστω και υπό τον μανδύα των «Επιχειρήσεων Διασφάλισης του Νόμου και της Τάξης» (GLO), μιας και αυτό συνιστά προϋπόθεση για την εφαρμογή των μέτρων που προαναφέρονται. Τέλος, το ελάχιστο κοινωνικό κράτος έχει ως αντιστάθμισμα το μέγιστο ποινικό κράτος, όπως έλεγε ο κοινωνιολόγος Λοΐκ Βακάν.

Με δυο λόγια, στην εκστρατεία για την προεδρία καθρεπτίζεται η απαρχαιωμένη Βραζιλία που πεθαίνει. Ο παλμός της καινούριας Βραζιλίας βρίσκεται στις κινητοποιήσεις που συνταράσσουν τη χώρα (όπως προσφάτως στην απεργία των φορτηγατζήδων), της καινούριας Βραζιλίας που δεν χωρά στα προεκλογικά τηλεοπτικά ντιμπέιτ. Όλες μας οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην ώθηση αυτής της Βραζιλίας και όχι στη διόρθωση της απαρχαιωμένης.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “A Nova Democracia”, τεύχος 215, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 2018. Την μετάφραση για λογαριασμό της “Προλεταριακής Σημαίας” έκανε ο Π.Π. Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στην Βραζιλία διεξήχθη την Κυριακή 7 Οκτωβρίου.

Πηγή: antigeitonies3.blogspot.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το