«Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;» αναρωτιέται ο Μπέρτολντ Μπρεχτ στο λιμπρέτο της «Οπερας της πεντάρας» του συνθέτη Κουρτ Βάιλ. Το γιατί άραγε ο μεγάλος Γερμανός δραματουργός και ποιητής έφτασε το 1928 σε ένα τόσο βλάσφημο για τη θρησκεία του χρήματος ερώτημα, είναι κάτι που δεν δυσκολευόμαστε και πολύ να καταλάβουμε. Ισως επειδή όποιος έχει το μέλι στα χέρια του το γλείφει, ακόμα κι αν δεν είναι ακριβώς δικό του.

Δεν είναι αδόκιμο να παραλληλίζεται η συσσώρευση κεφαλαίων από μια τράπεζα με το μέλι, μια και η ίδια η λέξη «τράπεζα» έχει σχέση με την τροφή. Η τράπεζα, λοιπόν, σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, είναι το τραπέζι (το «τραπέζιον», υποκοριστικό του «τράπεζα») που χρησιμοποιούμε για να τρώμε ή να εργαζόμαστε, αλλά και το πιστωτικό ίδρυμα που εμπορεύεται το χρήμα. Τράπεζα είναι επίσης εκείνος ο χώρος όπου αποθηκεύεται κάτι που έχει κάποιαν αξία, εκτός του χρήματος, όπως είναι, για παράδειγμα, οι πληροφορίες σε υπολογιστή, το σπέρμα, το αίμα ή τα θέματα των εξετάσεων.

Υπάρχει βέβαια και η Αγία Τράπεζα, ένας όρος που δεν αναφέρεται σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα της Εκκλησίας, όπως θα ήταν πολύ λογικό να υποθέσει κάποιος δεδομένου του τζίρου που κάνουν οι (εμπορικοί) αντιπρόσωποι το Θεού επί Γης, αλλά στο τραπέζι που βρίσκεται μέσα στο ιερό των χριστιανικών ναών, επί του οποίου τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, η αρχαία λέξη «τράπεζα» δήλωνε αρχικά κάθε έπιπλο με οριζόντια επιφάνεια που στηρίζεται σε τέσσερα πόδια, αργότερα όμως εξειδικεύτηκε σε «τραπέζι αργυραμοιβού, εξέδρα συναλλαγών», απ’ όπου προέκυψε η σημερινή σημασία του πιστωτικού ιδρύματος.

Τώρα, εάν σας ήρθε στο μυαλό η εικόνα του οργίλου Ιησού που εκδιώκει τους αργυραμοιβούς με το φραγγέλιο από τον Ναό του Πατρός Του, διότι μετέτρεψαν τον Οίκο του Θεού σε Οίκο Εμπορίου, κάτι σαν πρωτόλεια τράπεζα ας πούμε, έχετε πέσει μέσα. Από καταβολής ανθρωπότητας, οι Τράπεζες ήταν κάτι σαν αναγκαίο κακό. Ηταν, κατά κάποιον τρόπο, οι νόμιμοι κλέφτες, που όλοι τούς είχαν ανάγκη, που όλοι τούς παρακαλούσαν όταν βρίσκονταν ενώπιόν τους, και τους έβριζαν όταν γύριζαν την πλάτη τους.

Ηδη από την τέταρτη χιλιετία π.Χ. υπάρχουν στοιχεία για τραπεζικές πράξεις, οι οποίες, καλά μαντέψατε, πραγματοποιούνταν από το ιερατείο (η Αγία Τράπεζα που λέγαμε…). Ο Ερυθρός Ναός στην Ουρούκ της Μεσοποταμίας παρείχε τραπεζικές υπηρεσίες με τους ιερείς να συναλλάσσονται εν ονόματι του Θεού… Οι ίδιοι παραχωρούσαν έντοκα δάνεια στους αγρότες και δέχονταν αγαθά προς φύλαξη, δίνοντας στον καταθέτη αντί αποδείξεως ένα πήλινο πλακίδιο – σημειωτέον ότι το χρήμα, όπως το εννοούμε σήμερα, δεν είχε εφευρεθεί ακόμα και όλες οι συναλλαγές γίνονταν με σάκους σιτηρών. Αργότερα, και στην αρχαία Ελλάδα οι ναοί εκτελούσαν χρέη τραπεζών, όπως ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών και του Απόλλωνος στους Δελφούς. Οι αρχαίοι τραπεζίτες ήταν κάπως σαν αργυραμοιβοί που διατηρούσαν ανταλλακτήριο νομισμάτων, παρέχοντας συγχρόνως και δάνεια σε εμπόρους και επαγγελματίες, πάντα φυσικά με το αζημίωτο, όπως ο Φιλοστέφανος από την Κόρινθο που είχε πελάτη τον Θεμιστοκλή.

Στην αρχαία Ρώμη μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυσσαν εκείνοι οι ευγενείς που διέθεταν τα απαιτούμενα κεφάλαια για να δανείζουν το κράτος, ενοικιάζοντας παράλληλα τις δημόσιες προσόδους από αυτό, ώστε να εισπράττουν υπέρογκους φόρους από τους πολίτες. Κάποιοι από αυτούς θησαύρισαν, ιδρύοντας μια χρηματοπιστωτική παράδοση, της οποίας άξιοι συνεχιστές ήταν οι πρώτοι μεγάλοι τραπεζίτες της Αναγέννησης, κυρίως στην Ιταλία. Οσο για την εμφάνιση των πρώτων τραπεζογραμματίων, αυτή έγινε τον 18ο αιώνα στην Αγγλία – οι αποδείξεις τραπεζικής κατάθεσης σταθερών ποσών ήταν τα πρώτα χαρτονομίσματα της σύγχρονης εποχής.

Πάντως από καταβολής τους οι τράπεζες συσσωρεύουν κεφάλαια, πουλώντας ακριβά και αγοράζοντας φτηνά το χρήμα – τα λεφτά γεννούν λεφτά, ως γνωστόν, μόνο που λίγα από αυτά επιστρέφουν στην αγορά ως προσιτά καύσιμα της οικονομίας. Εάν αυτή η σχέση αγοράς και πώλησης χρήματος είχε διατηρηθεί εντός λογικών πλαισίων, δεν θα υπήρχε πρόβλημα στις κοινωνίες. Ομως, ανέκαθεν, οι τράπεζες, το Ιερατείο του Αγίου Κεφαλαίου, λειτουργούσαν κάπως σαν σύννομοι απατεώνες.

Ο Γερμανός διαφωτιστής του 18ου αώνα Γκότχολντ Εφρέμ Λέσινγκ είχε πει: «Το να δανείζεσαι δεν είναι πολύ καλύτερο από το να ζητιανεύεις. Οπως το να δανείζεις με τόκο δεν είναι πολύ καλύτερο από το να κλέβεις». Υπερθεματίζοντας, ο Αγγλος ιστορικός του 19ου-20ού αιώνα λόρδος Ακτον είχε γράψει: «Το μεγάλο ζήτημα που έχει κυριαρχήσει για αιώνες και το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αργά ή γρήγορα είναι ένα: οι λαοί εναντίον των τραπεζών».

Αυτή η επικίνδυνη σκέψη, δηλαδή «οι λαοί εναντίον των τραπεζών», φαίνεται πως είχε στοιχειώσει και άλλους επιφανείς νόες της Ιστορίας, που μόνο μαρξιστικούς δεν θα τους έλεγε κανείς: «Πιστεύω ότι τα τραπεζικά ιδρύματα είναι πιο επικίνδυνα για τις ελευθερίες μας από την εξουσία, την αστυνομία και τον στρατό μαζί». Αυτή είναι μια ατάκα που δεν θα περίμενε κανείς να ακούσει από τα χείλη του Αμερικανού προέδρου Τόμας Τζέφερσον. Και μια που μιλάμε για διάσημους Αμερικανούς, ο μέγας και τρανός βιομήχανος και εκατομμυριούχος Χένρι Φορντ (1863-1947) είχε δηλώσει: «Είναι πολύ καλό που ο λαός δεν καταλαβαίνει πώς λειτουργεί το τραπεζικό και το νομισματικό μας σύστημα, γιατί αν το καταλάβαινε, θα γινόταν επανάσταση αύριο το πρωί».

Προφανώς δεν έχουμε καταλάβει τι ακριβώς παίζεται εν αγνοία μας πίσω από τις πλάτες μας και μέσα στις τσέπες μας, ήδη από τη Βαβυλωνία της τέταρτης π.Χ. χιλιετίας μέχρι σήμερα. Καμία επανάσταση δεν έχουμε κάνει σχετικά, επιτυχημένη εννοείται, και αυτές που έγιναν δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα. Οι τράπεζες συνεχίζουν να τρέφονται από τις σάρκες μας, σαν έλλογοι παρασιτικοί οργανισμοί, έχοντας εξασφαλίσει αν όχι τη δουλική υποταγή, οπωσδήποτε την ένοχη ανοχή της πολιτικής εξουσίας, που υποτίθεται πως ελέγχει τη βουλιμική ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Πώς όμως να χαλιναγωγηθούν οι δραστηριότητες του τραπεζικού κεφαλαίου, όταν στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το κυβερνών κόμμα χρωστά αυτήν τη στιγμή στις τράπεζες τριακόσια οκτώ εκατομμύρια εξακόσιες εξήντα πέντε χιλιάδες διακόσια ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (308.665.292,22); Αυτές από τη μεριά τους δεν ζητούν τα δανεικά κι αγύριστα (που είναι λεφτά του ελληνικού λαού, μια και προέρχονται από τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιώσεις των τραπεζών) κι αυτό (το κόμμα) δεν καίγεται να εξοφλήσει τα θαλασσοδάνεια, συνεχίζοντας να διακονεί τις Αγιες Τράπεζες, αυτές που σε πετάνε στον δρόμο για δυο χιλιάρικα.

Πηγή: Παύλος Μεθενίτης – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το