γράφει ο Σταύρος Μαλαγκονιάρης

Μετά την καταστολή του κινήματος, εξαπολύθηκε ένα μεγάλο κύμα τρομοκρατίας. Πάνω από 1.000 Χανιώτες πιάστηκαν, φυλακίστηκαν και κακοποιήθηκαν και ανάμεσα σ’ αυτούς πολλά γυναικόπαιδα.Στήθηκαν έκτακτα στρατοδικεία, στα οποία οι κατηγορούμενοι χωρίστηκαν σε τρεις σειρές. Σε θάνατο καταδικάστηκαν μόνο οι φυγόδικοι ηγέτες της επανάστασης, ενώ σε 120 άτομα επιβλήθηκαν διάφορες ποινές κάθειρξης και φυλάκισης.

Η ένοπλη εξέγερση των Χανίων ήταν η κορυφαία πράξη λαϊκής αντίστασης στη δικτατορία του Μεταξά.

Το κίνημα, που εκδηλώθηκε τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιουλίου 1938, μπορεί να είχε διάρκεια μόλις λίγες ώρες και να αυτοδιαλύθηκε, ωστόσο, αιφνιδίασε τον δικτάτορα, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην κυβέρνησή του και τον υποχρέωσε, τελικά, να εγκαταλείψει τις μεγαλοστομίες και να έρθει -μέσω διαφόρων προσώπων- σε συμφωνία με τους περισσότερους ηγέτες του κινήματος για να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Ο μόνος από τους επικεφαλής του Κινήματος που ούτε πιάστηκε από τη δικτατορία ούτε έφυγε ήταν ο στρατηγός Εμ. Μάντακας, μεταπολεμικά βουλευτής της ΕΔΑ, ο οποίος γύριζε για περισσότερα από δύο χρόνια φυγόδικος στα Λευκά όρη ενώ φυσικά αρνήθηκαν τις προτάσεις να φύγουν από τη χώρα και στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο Μάρκος Βαφειάδης, υπεύθυνος εκείνο το διάστημα της Κομματικής Οργάνωσης Κρήτης.

«Είναι αλήθεια πως σύμφωνα με τη διαπίστωση και του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ αυτό θεωρήθηκε (σ.σ. εννοεί τη συμφωνία φυγής) σαν συνθηκολόγηση της δικτατορικής κυβέρνησης με τους αρχηγούς της επανάστασης, εγώ νομίζω ότι ήτανε πιότερο ένας αμοιβαίος συμβιβασμός ανάμεσα στη δικτατορία και τα κυριότερα αστικά κόμματα, με επέμβαση και εξωελληνικών παραγόντων για αποφυγή, όσο εξαρτάται απ’ αυτούς, μελλοντικά κάθε μαζικής λαϊκής αντιδικτατορικής εκδήλωσης», έγραψε στα Απομνημονεύματά του ο Βαφειάδης.(1)

Το ένοπλο κίνημα της Κρήτης έχει ακόμα μία διάσταση: ήταν η μεγαλύτερη λαϊκή εξέγερση κατά της δικτατορίας του Μεταξά, αποτέλεσμα της ενωτικής δράσης των αντιδικτατορικών δυνάμεων, που κατάφεραν να παραμερίσουν, έστω πρόσκαιρα, τις μεγάλες διαφωνίες τους, κυρίως για τον ρόλο του βασιλιά.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενωτική προσπάθεια είχε το ΚΚΕ, που δρώντας σε συνθήκες παρανομίας έθεσε, από το 1937, στόχο τη συγκρότηση αντιδικτατορικού μετώπου, απευθύνοντας αλλεπάλληλα καλέσματα στα παλαιά αστικά κόμματα και σε παράγοντες κυρίως του βενιζελικού χώρου.

Πραγματικά, στα τέλη του έτους συγκροτήθηκε Αντιδικτατορικό Μέτωπο, με συμμετοχή όλων των κομμάτων και προχώρησε η οργάνωση των αντιδικτατορικών δυνάμεων στην Κρήτη, ιδιαίτερα στα Χανιά.

Βενιζελικοί, κομμουνιστές, ανεξάρτητοι δημοκρατικοί, ενωμένοι ήθελαν να αγωνιστούν για την ανατροπή της βασιλομεταξικής τυραννίας.(2)

Από τους αστούς πολιτικούς, ο παλιός πολιτευτής των Χανίων, ανιψιός του Βενιζέλου, Αριστομένης Μητσοτάκης (θείος του Κώστα Κυρ. Μητσοτάκη), ο πολιτευτής των Σφακίων Μ. Βολουδάκης κ.ά. και οι κομματικές οργανώσεις της Κρήτης είχαν συνεχή επαφή με τα κόμματα στην Αθήνα. Τότε αρχίζει να εξετάζεται η οργάνωση αντιδικτατορικής εξέγερσης στην Κρήτη, με ταυτόχρονες εκδηλώσεις στην πρωτεύουσα και άλλες πόλεις.

Σύμφωνα, πάντως, με κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ) «οι πολιτικοί αυτοί παράγοντες (Βολουδάκης, Μητσοτάκης, Χατζηαγγελής κ.λπ.) “δέχτηκαν” να πάρουν μέρος στην κοινή διοικητική επιτροπή του αντιδικτατορικού μετώπου […] γιατί πιέζονταν από τη λαϊκή τους βάση».(3)

Πάντως, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1938, σε μια σύσκεψη στην οποία πήραν μέρος ο Αρ. Μητσοτάκης, ο δήμαρχος Χανίων, γιατρός Ιωάννης Μουντάκης, και εκπρόσωπος του ΚΚΕ αρχίζει να σχεδιάζεται η οργάνωση ένοπλης εξέγερσης.

Κατ’ αρχήν -κατά τον Λιναρδάτο- η απόφαση ήταν το κίνημα να γίνει τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου 23 Απριλίου. Γι’ αυτό, το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, με το πρόσχημα ότι θα πήγαιναν να επισκεφθούν την Ελενα Βενιζέλου, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι της οι εκπρόσωποι των κομμάτων και οργανώσεων για να κανονίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Στο μεταξύ, όμως, ειδοποιείται ο Αρ. Μητσοτάκης από την Αθήνα να αναβληθεί το κίνημα, επειδή είχαν γίνει πολλές συλλήψεις μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα κινήματος των στρατηγών Τσαγγαρίδη και Ματάλα, που βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Τότε αποφασίζεται να προετοιμαστεί η εξέγερση για το καλοκαίρι.

Στα μέσα Ιουλίου ο Μητσοτάκης μετά από ένα ταξίδι στην Αθήνα επιστρέφει στην Κρήτη και όπως επισημαίνει ο Λιναρδάτος είχε συγκεκριμένες οδηγίες για την υλοποίηση του κινήματος. Ο Γρ. Δαφνής, με τη σειρά του, αποκαλύπτει ότι το σχέδιο, στο οποίο είχε συμφωνήσει ο Μητσοτάκης, είχε εκπονηθεί από τον «βενιζελικό» στρατηγό Αχιλλέα Πρωτοσύγκελο (αλλού γράφεται ως Πρωτοσύγγελος ή Πρωτοσύγκελλος). Σύμφωνα με αυτό, μόλις θα ξεσπούσε η ένοπλη εξέγερση στην Κρήτη θα ζητούνταν από τον βασιλιά να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Μεταξά. Εάν ο βασιλιάς αρνούνταν, θα έπρεπε το κίνημα να διατηρηθεί λίγες ημέρες για να γίνει η κινητοποίηση αντιδικτατορικών δυνάμεων στην υπόλοιπη Ελλάδα.(4)

Ωστόσο, οι κινήσεις του Πρωτοσύγκελου είχαν γίνει αντιληπτές από τις αρχές Ασφαλείας της δικτατορίας.

Ο Μεταξάς στο Ημερολόγιό του (τ. Δ’) με ημερομηνία 12 Ιουλίου [1938] γράφει:

«… Ο στρατός, παρ’ όλας τας ελπίδας του Πρωτοσυγγέλου, μένει πιστός. Αλλά Πρωτοσύγγελος εφέρθηκε ανόητα. Τώρα περιμένουν όλοι τους να συλληφθούν»

Σε επόμενη εγγραφή, στις 19 Ιουλίου, γίνεται αναφορά σε ακόμα μία απόπειρα κινήματος, που έγινε από υπαξιωματικούς και «απέτυχε λόγω προδοσίας», όπως σημειώνει ο Γ. Δαφνής. Ομως, γίνεται φανερό πως ο δικτάτορας δεν είχε ιδέα για τις κινήσεις στην Κρήτη, αφού γράφει ότι «λαός δείχνει παντού ησυχίαν» και ετοιμάζεται για διακοπές στα Καμένα Βούρλα.

«19 Ιουλίου… Συνωμοσία και απόπειρα εκρήξεως προληφθείσα, αλλά ασήμαντος. […] Αφ’ ετέρου ζωηρότης κομμουνιστικήν Ηπειρον, Κέρκυρα. Αλλά όλα αυτά τίποτα επιφάνειαν. Ουδείς τα γνωρίζει. Τουναντίον λαός δείχνει παντού ησυχίαν και ευχαρίστησιν. Προετοιμασία Λουτρά Καμένα Βούρλα», γράφει ο Μεταξάς.

Ωστόσο, στην Κρήτη συνεχίζονται οι προετοιμασίες του κινήματος. Ο Αρ. Μητσοτάκης, χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι ο Πρωτοσύγκελος και οι συνεργάτες του βρίσκονται στα «δίχτυα» της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, διαβεβαιώνει τους άλλους δημοκρατικούς παράγοντες ότι «η πυρκαγιά της Κρήτης θα εξαπλούτο ταχέως εις ολόκληρον την Ελλάδα».

Ετσι, πείθονται και οι πιο διστακτικοί, όπως ο Βολουδάκης, και προσχωρούν στο κίνημα, ενώ ειδοποιείται να προετοιμαστεί και ο στρατηγός Μάντακας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Μάρκος Βαφειάδης, στις 25 Ιουλίου γίνεται συνεδρίαση της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, στην οποία αν και διαπιστώνεται ότι δεν έχει γίνει προετοιμασία σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο αποφασίζεται το κίνημα να γίνει τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιουλίου, μοιράζονται μεταξύ των ομάδων οι τομείς που θα καταληφθούν και ορίζεται γενικός αρχηγός ο Μητσοτάκης.(5)

Το πρωί της 28ης Ιουλίου γίνεται μια τελευταία σύσκεψη στο ιατρείο του Γιάννη Μουντάκη, που βρισκόταν στο κέντρο της παλιάς πόλης, κοντά στην πλατεία της Σπλάντζιας (σημερινή πλατεία 1821).

Ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής, μέλος της κρητικής «Φιλικής Εταιρείας» (δεν είχε σχέση με τη «Φιλική Εταιρεία» των Κολυβά – Κύρκου) περιγράφει ζωντανά αυτή τη συγκέντρωση, περίπου 15 ατόμων, η οποία όπως φαίνεται έγινε χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης και χαρακτηρίστηκε από πειράγματα, αστεία και έντονες συζητήσεις που προκάλεσαν την περιέργεια πολλών περαστικών…(6)

Πώς εξελίχθηκε το κίνημα

Το ίδιο βράδυ ξεκίνησε η λαϊκή επανάσταση.

«…την καθορισμένη μέρα και μέχρι τις 12-1 η ώρα τα μεσάνυχτα, στους ελαιώνες είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 400 ένοπλοι και πολλοί άοπλοι», γράφει ο Μάρκος Βαφειάδης.

«…Τα ντουφέκια και τα περίστροφα που κρατούν, λες και λεηλατήθηκαν από συλλογή μουσείου. […] Μερικά είναι τόσο σκουριασμένα, που είναι ζήτημα αν παίρνουν φωτιά. Από σφαίρες πολύ λίγες. Μετρημένοι αυτοί που είχαν φυσεκλίκια γεμάτα», γράφει ο Β. Χατζηαγγελής. Και αναφέρει ότι οι χωρικοί διέθεταν τα εξής όπλα:

«Μάλλιγχερ, μακριά και κοντά». Πρόκειται για τα «Μάνλιχερ», τύπος επαναληπτικού τουφεκιού, με περιστροφικό γεμιστήρα, «γκράδες και γκραδάκια». Το τουφέκι «Γκρα» υπήρχε στον ελληνικό στρατό σε τρεις εκδόσεις: το μακρύκαννο τυφέκιο πεζικού, τη μεσαίου μεγέθους αραβίδα του ιππικού και το βραχύκαννο του πυροβολικού.

«Μάουζερ (= τυφέκιο), Τίλεμπελ [προφανώς εννοεί το τουφέκι πεζικού Lebel], τσιφτέδες (τσιφτές = δίκαννο κυνηγετικό όπλο), κυνηγετικά διάφορα».

«Οσοι δεν έχουν όπλα κρατούν κατσούνες (= μαγκούρες βοσκών) και σπαθοράβδια», συμπληρώνει ο ίδιος.

Με την εμφάνιση των ένοπλων χωρικών γίνονται μερικά μικροεπεισόδια με χωροφύλακες και ακολουθούν κινήσεις για να εξοπλιστούν άοπλοι. Ο Βαφειάδης αναφέρει ότι «άνοιξαν» ένα οπλοπωλείο «απ’ όπου πάρθηκαν μερικά όπλα» ενώ ο Χατζηαγγελής γράφει ότι παραβιάστηκε ο Σκοπευτικός Σύλλογος, απ’ όπου αφαιρέθηκαν περίπου 15 «Μάνλιχερ» και πάνω από δυο χιλιάδες σφαίρες.

Σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων, η κομμουνιστική οργάνωση κατέλαβε, χωρίς να βρει αντίσταση, το στρατόπεδο του Συντάγματος και τα γραφεία της Μεραρχίας, ενώ άλλες ομάδες κατέλαβαν το τηλεγραφείο και τον ασύρματο, στις Μουρνιές.

Με την κατάληψη των στρατώνων αφαιρέθηκαν όπλα από τις αποθήκες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που συντάχθηκε αργότερα, αφαιρέθηκαν περίπου 800 όπλα.

Ο Χατζηαγγελής, που με την ομάδα του κατέλαβε το τηλεγραφείο, μαθαίνει ότι στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο δεν έγινε καμία κίνηση και στα Σφακιά η χωροφυλακή σταμάτησε το καΐκι που επρόκειτο να πάει στη Γαύδο για να απελευθερώσει τους εξόριστους. Είναι τα πρώτα κακά νέα.

Στις 7 το πρωί γίνεται η πρώτη συνεδρίαση της Επαναστατικής Επιτροπής, που την αποτελούσαν οι Μητσοτάκης, Βολουδάκης, Μουντάκης και Βαφειάδης εκ μέρους του ΚΚΕ, με τη συμμετοχή του στρατηγού Μάντακα.

Γίνεται μια πρώτη ανασκόπηση της κατάστασης, διαπιστώνεται ότι έχουν καταληφθεί όλοι οι χώροι-στόχοι αλλά φτάνει η πληροφορία από τον ασύρματο ότι πουθενά άλλου δεν έγινε καμία ενέργεια.

Ο Μάρκος Βαφειάδης κάνει πρόταση κλιμάκωσης των ενεργειών, με συλλήψεις παραγόντων της δικτατορίας κ.λπ., η οποία απορρίπτεται απ’ όλους, ενώ ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι «πρέπει να θεωρήσουμε πως η ενέργειά μας εκπλήρωσε την αποστολή της».

«Μ’ άλλα λόγια, ήτανε σα να έλεγε πως θα πρέπει να τελειώνουμε», έγραψε ο Βαφειάδης.

Τελικά, αποφασίστηκε να γίνει ένα μεγάλο συλλαλητήριο.

Τρεις ώρες αργότερα γίνεται μια νέα, διευρυμένη σύσκεψη. Ο Βαφειάδης δείχνει να έχει ξαφνιαστεί από τη μεγάλη συμμετοχή, την οποία αποδίδει σε προσπάθεια «να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα πιεστική με την παρουσία τους και να αντιδράσουν» εάν επανέφερε τις προτάσεις για κλιμάκωση.

Ο Χατζηαγγελής σημειώνει απλά ότι «εδώ ήταν απαρτία. Δεν έλειπε ούτε το Λαϊκό Κόμμα».

Σε αυτή τη συνάντηση ο Μητσοτάκης διάβασε το διάγγελμα που είχε ετοιμάσει. Το σημείο που προκάλεσε έντονες διαφωνίες ήταν η αναφορά-πρόσκληση προς τον βασιλιά να ανατρέψει την κυβέρνηση. Η επίμαχη φράση ήταν η εξής:

«Στρατός και λαός αδελφωμένοι […] απευθύνεται προς την Α.Μ. τον βασιλέα και ζητούν την άμεσον απομάκρυνσιν της τυραννικής κυβερνήσεως Μεταξά, την αποκατάστασιν του κράτους του νόμου και των λαϊκών ελευθεριών και τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως Εθνικής Σωτηρίας».

Παρά τις αντεγκλήσεις, φαίνεται ότι αποφασίζεται να μείνει ως έχει. Επίσης, αποφασίζεται να μη μιλήσει στο συλλαλητήριο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, με το πρόσχημα ότι θα χρωματιστεί η επανάσταση.

«Εκαμαν [οι κομμουνιστές] λάθος να πειθαρχήσουν», γράφει ο Χατζηαγγελής για την απουσία ομιλητή του ΚΚΕ στο συλλαλητήριο.

«Ο Μητσοτάκης που μίλησε πρώτος […] δεν στάθηκε αντάξιος ηγέτης της στιγμής. Στο λόγο του περιορίστηκε να κάνει κριτική του έργου της 4ης Αυγούστου […] Στο τέλος δειλά-δειλά σαν ένοχος, είπε, πως για την ώρα είμαστε μόνοι, αλλά σύντομα περιμένουμε πως θα μας ακολουθήσουν και άλλες περιοχές […] Δεν ζήτησε από το λαό συγκεκριμένα τι να κάνει, ποια είναι τα καθήκοντα της στιγμής. “Πηγαίνετε στα σπίτια σας να φάτε και τ’ απόγευμα ελάτε στη στρατώνα να πάμε για Ρέθυμνο και Ηράκλειο”. Ο λαός, αντί να ενθουσιαστεί, πάγωσε ακόμα πιο πολύ», γράφει ο Χατζηαγγελής.(7)

Πριν ακόμα διαλυθεί ο κόσμος, εμφανίστηκαν δυο αεροπλάνα που έριχναν προκηρύξεις, οι οποίες έγραφαν πως σ’ όλη την Ελλάδα επικρατεί ησυχία κ.λπ., ενώ ομάδες χωροφυλάκων άρχιζαν ενέργειες για την καταστολή του κινήματος και την ανακατάληψη των δημόσιων υπηρεσιών.

Στη 1 το μεσημέρι ο Γενικός Διοικητής (υπουργός) Κρήτης Π. Σφακιανάκης έστελνε στον Μεταξά το παρακάτω τηλεγράφημα:

«Γενική Διοίκησις, Σύνταγμα και λοιπά δημόσια καταστήματα ανεκαταλήφθησαν, στασιασταί διελύθησαν».

Η ρίψη των προκηρύξεων ήταν η πρώτη ενέργεια που έκανε ο Μεταξάς μόλις ενημερώθηκε για το κίνημα.

Αρχικά, όπως γράφει και στο Ημερολόγιό του, επικοινώνησε με τον Γεώργιο, που παραθέριζε στην Κέρκυρα, και αφού πήρε την έγκρισή του για τη βίαιη καταστολή του κινήματος έκανε προετοιμασίες… πολέμου απέναντι στην Κρήτη.

Φασιστικός χαιρετισμός προς τον ΜεταξάΦωτ: el.wikipedia.org

Συγκεκριμένα, διέταξε να αναχωρήσει αμέσως για την Κρήτη ένα αντιτορπιλικό και το επιταγμένο επιβατηγό «Πολικός», στο οποίο επιβιβάστηκε διλοχία πεζικού και δύναμη χωροφυλακής. Παράλληλα, διατάχθηκε να καταπλεύσει στη Μήλο ολόκληρος ο στόλος αντιτορπιλικών συνοδευόμενος από σμήνος υδροπλάνων, ώστε να ξεκινούν εκεί τις επιχειρήσεις για την Κρήτη και, τέλος, προετοιμάστηκε η αποστολή μιας μεραρχίας.(8)

Μετά την καταστολή του κινήματος εξαπολύθηκε ένα μεγάλο κύμα τρομοκρατίας. Πάνω από 1.000 Χανιώτες πιάστηκαν, φυλακίστηκαν και κακοποιήθηκαν και ανάμεσα σ’ αυτούς πολλά γυναικόπαιδα.

Στήθηκαν έκτακτα στρατοδικεία, στα οποία οι κατηγορούμενοι χωρίστηκαν σε τρεις σειρές. Η πρώτη δίκη άρχισε στις 17 Αυγούστου και η τελευταία απόφαση εκδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου.

Σε θάνατο καταδικάστηκαν μόνο οι φυγόδικοι ηγέτες της επανάστασης, ενώ σε 120 άτομα επιβλήθηκαν διάφορες ποινές κάθειρξης και φυλάκισης.

Οπως σχολιάζει ο Λιναρδάτος,(9) παρά τους παλικαρισμούς του ο Μεταξάς δεν τολμούσε να τραβήξει το σκοινί και να ανοίξει λογαριασμούς αίματος με τους Κρητικούς. Γι’ αυτό οργάνωσε μαζί με τους Αγγλους τη διαφυγή των ηγετών του κινήματος στο εξωτερικό.

Στόχος του δικτάτορα και των προστατών του, Αγγλων, ήταν να απομακρύνουν από την Κρήτη και την Ελλάδα τους δημοκρατικούς ηγέτες του κινήματος, διότι έτρεμαν ότι από στιγμή σε στιγμή ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν ακόμα μεγαλύτερη εξέγερση.

Ο αρχικός προορισμός ήταν η Αίγυπτος, αλλά τελικά κατέληξαν στην Κύπρο, απ’ όπου επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση, εκτός από τον Αρ. Μητσοτάκη, που πέθανε στην εξορία.

Πηγές:

1. Μ. Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Δίφρος, τ. Α’, σελ. 284-285
2. Σπ. Λιναρδάτος, «4η Αυγούστου», εκδόσεις Θεμέλιο (1988), σελ. 325-326
3. Γ. Ψηλορείτης, «Η ένοπλη λαϊκή εξέγερση των Χανίων Κρήτης κατά της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου», ΚΟΜΕΠ (Θεωρητικό και πολιτικό όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ), τεύχος 8, Αύγουστος 1946
4. Γρ. Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Κάκτος (2009), τ. Γ’, σελ. 871-872
5. Μ. Βαφειάδης, ό.π., σελ. 278
6. Β. Χατζηαγγελής, «Το αντιδικτατορικό κίνημα της Κρήτης», Χανιά (1986), σελ. 48-49
7. Β. Χατζηαγγελής, ό.π, σελ. 55
8. Γρ. Δαφνής, ό.π.
9. Σπ. Λιναρδάτος, ό.π., σελ. 346 Σε θάνατο καταδικάστηκαν μόνο οι φυγόδικοι ηγέτες της επανάστασης, ενώ σε 120 άτομα επιβλήθηκαν διάφορες ποινές κάθειρξης και φυλάκισης

πηγή: efsyn

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το